Περισσότερα από 1.600 έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν από περισσότερους από 400 καλλιτέχνες φέρεται να έχουν «διαπραγματευτεί κρυφά» χρησιμοποιώντας υπεράκτιες εταιρείες και φορολογικούς παραδείσους, σύμφωνα με τις τελευταίες αποκαλύψεις από τα Pandora Papers. Τα δεδομένα αποκαλύφθηκαν από τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ICIJ), η οποία συνεργάζεται με μέσα ενημέρωσης παγκοσμίως για να διερευνήσει 11,9 εκατομμύρια χρηματοοικονομικά έγγραφα που διέρρευσαν από άγνωστη πηγή το 2021. Είναι η τελευταία ανάλυση από την έρευνα που σχετίζεται άμεσα με τον κόσμο της τέχνης.

«Τα έγγραφα δείχνουν πώς η αδιαφάνεια του υπεράκτιου κόσμου επιτρέπει στους πλούσιους ανθρώπους να κρύβουν τον πλούτο και τα περιουσιακά τους στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της τέχνης, και πιθανώς να αποφεύγουν φόρους σε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία», λέει η Scilla Alecci, μια δημοσιογράφος που έχει εργαστεί στο έργο για περισσότερο από δύο χρόνια. «Εμπειρογνώμονες έχουν πει στο ICIJ ότι, έως ότου επιβληθούν τα μητρώα δικαιούχων ιδιοκτησίας και άλλα μέτρα διαφάνειας, οι κανονισμοί για το εμπόριο έργων τέχνης από μόνοι τους δεν μπορούν να σταματήσουν τη χρήση της τέχνης για ξέπλυμα χρήματος και άλλους παράνομους σκοπούς».

 

Στα έργα που έχουν γίνει γνωστά περιλαμβάνονται «πάνω από μια ντουζίνα» έργα του Μπάνκσι που αγόρασε ο χρηματιστής του Λονδίνου, Maurizio Fabris, ξεκινώντας το 2009 μέσω ενός υπεράκτιου καταπιστεύματος στη Νέα Ζηλανδία, το οποίο πρόσφερε ανωνυμία στους ιδιοκτήτες έργων με την υποστήριξη των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Asiaciti Trust.

Σύμφωνα με την έκθεση ICIJ, τα έργα περιελάμβαναν παραδείγματα του Μπάνκσι «Girl with Balloon», «Flower Thrower» και δύο εκδοχές του «Rude Copper». Η έκθεση υποστηρίζει ότι ο Fabris υπέγραψε συμβόλαιο με τους διευθυντές της Asiaciti Trust που του επέτρεψε να εκθέτει την τέχνη στο σπίτι του, χωρίς κόστος. «Όταν ένα καταπίστευμα γίνεται ο νόμιμος κάτοχος περιουσιακών στοιχείων, ο συλλέκτης μπορεί να αποφύγει ή να αναβάλει να πληρώσει φόρους για τα έσοδα την περιουσία και τα κέρδη κεφαλαίου, γράφει η ICIJ, προσθέτοντας ότι «το καταπίστευμα του Φάμπρις πούλησε αργότερα τρία από τα έργα του Μπάνκσι σε γκαλερί του Λονδίνο που διαχειρίζεται ο πρώην ατζέντης του καλλιτέχνη.

Όπως ανέφερε η Art Newspaper τα έγγραφα προσφέρουν μια σπάνια εικόνα για τις οικονομικές συναλλαγές των εκατομμυριούχων και ενώ πολλές από τις ρυθμίσεις που αφορούν την τέχνη είναι φαινομενικά νόμιμα παραδείγματα χρήσης υπεράκτιων εταιρειών, δεν είναι, παρά αποδείξεις παράνομης δραστηριότητας.

1.600 έργα τέχνης είναι μια σταγόνα στον ωκεανό σύμφωνα με τον όγκο των έργων τέχνης που έχουν διακινηθεί με αυτό τον τρόπο τα δέκα τελευταία χρόνια είπε η Rena Neville της Corinth Consulting. Τα στοιχεία που υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς περί παράνομης δραστηριότητας εντοπίστηκαν από τα έγγραφα που αφορούσαν τον έμπορο αρχαιοτήτων, Ντάγκλας Λάτσφορντ, ο οποίος κατηγορήθηκε το 2019 για παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων. Ενώ ο Λατσφορντ αρνιόταν τους ισχυρισμούς μέχρι τον θάνατό του το 2020, έγγραφα από αυτή τη διαρροή δεδομένων έδειξαν πώς χρησιμοποιήθηκαν λογαριασμοί offshore για να συγκαλυφθεί η πώληση λεηλατημένων αντικειμένων από την Καμπότζη.

Άλλες αποκαλύψεις που σχετίζονται με την τέχνη που διακινείται παράνομα που προέκυψαν από τα Pandora Papers περιλαμβάνουν την εξέχουσα οικογένεια Rajapaksa της Σρι Λάνκα που αγόραζε έργα τέχνης μέσω μιας εταιρείας, της Vedovi Gallery με έδρα τις Βρυξέλλες, της οποίας ο κατάλογος του 2017 (που φέρεται ότι είχε αξία άνω των 15 εκατομμυρίων ευρώ) καταχωρήθηκε στο Χονγκ Κονγκ, αποφεύγοντας έτσι τους φόρους, όπως και τη χρήση υπεράκτιων εταιρειών από τον ινδικό οίκο δημοπρασιών Saffron Art. Μέχρι σήμερα κανένας δεν έχει κατηγορηθεί για παράνομη δραστηριότητα.