Το σύστημα της κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης που καθιερώθηκε με νόμο το 2021 και ισχύει από την αρχή του 2022 πιθανότατα θα βελτιώσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και θα ενθαρρύνει την απασχόληση, ακόμη και αν στη μεταβατική φάση υπάρξει ένα μέτριο δημοσιονομικό κόστος, εκτιμά ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.

Η μετάβαση από το υφιστάμενο σύστημα στο νέο θα επιφέρει «ένα μέτριο δημοσιονομικό κόστος, το οποίο αναμένεται να αυξάνεται σταδιακά και να κορυφωθεί στα μέσα του αιώνα», αναφέρει ο ΟΟΣΑ. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προβλέπει ότι οι εισφορές των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας από το 2022, που ανέρχονται στο 6% των μεικτών αποδοχών (3% για τον εργαζόμενο και 3% για τον εργοδότη) πηγαίνουν σε έναν ατομικό λογαριασμό, ενώ δίνεται η δυνατότητα και στους ήδη εργαζόμενους με ηλικία έως 35 ετών να ενταχθούν στο νέο σύστημα.

Η επικουρική σύνταξη θα καθορίζεται από τις εισφορές που έχουν καταβληθεί και τις αποδόσεις από την επένδυσή τους με βάση την επιλογή που θα κάνουν οι ασφαλισμένοι μεταξύ τριών επενδυτικών στρατηγικών. Ο ΟΟΣΑ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών όπως και στη βελτίωση της διάρθρωσης των φορολογικών συντελεστών και τη συνέχιση της ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης. Όπως αναφέρει, αυτό είναι αναγκαίο καθώς η Ελλάδα θα πρέπει να πετυχαίνει μεσοπρόθεσμα πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% έως 2% του ΑΕΠ για να εξασφαλισθεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 1,5% έως 2% από το 2023, σημειώνει η έκθεση, θα βοηθούσε την Ελλάδα να διαχειρισθεί τις πληθωριστικές πιέσεις και να επιτύχει την επενδυτική βαθμίδα για τα ελληνικά ομόλογα παρά τη σύσφιξη των παγκόσμιων νομισματικών συνθηκών. Αν η Ελλάδα επιτύχει τον στόχο αυτό, προσθέτει, θα περιορίσει το κόστος χρηματοδότησής της και θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Η πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη με επιχορηγήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, η οποία θα φθάνει τα 3,1 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως έως το 2026, θα μετριάσει τον αντίκτυπο που θα έχει η δημοσιονομική προσαρμογή στην ελληνική οικονομία. Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι ένας μικρός αριθμός χωρών του ΟΟΣΑ, μεταξύ των οποίων χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος – όπως το Βέλγιο και η Ιταλία- έχουν διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα από το 1,5% του ΑΕΠ για 15 έτη ή περισσότερα στην τελευταία 30ετία.

Αναφορικά με τις δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για την ανάκαμψη των υποδομών και την πράσινη μετάβαση, ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι η κυβέρνηση αύξησε τον προϋπολογισμό τους σε πάνω από το 5% το 2022 και στο 4% το 2023 έναντι του χαμηλού ποσοστού 2,5% το 2019, με την αύξηση να χρηματοδοτείται από τις επιχορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, στην προετοιμασία για να εξασφαλισθεί ότι θα συνεχισθούν οι υψηλές επενδύσεις και μετά το 2026 που δεν θα υπάρχουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Μετά τη χρονιά αυτή, η Ελλάδα πιθανότατα θα χρειαστεί περισσότερους εθνικούς πόρους καθώς δεν θα μπορεί να βασίζεται στην ίδια έκταση σε ευρωπαϊκούς πόρους.

Διαβάστε ακόμη: