Ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές αναταράξεις, όπως είχε επισημάνει και πρόσφατα η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Ωστόσο, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό ακόμη επίπεδο, σε συνδυασμό με τα αυξημένα βασικά επιτόκια και την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ενδέχεται να συμβάλει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Ταυτόχρονα, τα υψηλά επιτόκια και η μεταβλητότητα στις αγορές εγκυμονούν κινδύνους για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εκτός τραπεζικού τομέα (non-bank financial institutions) που δύνανται να επηρεάσουν τις τράπεζες.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η υψηλή αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι που επικρατούν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Η αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα, σε συνδυασμό με τις χαμηλές χρηματοδοτικές του ανάγκες για την επόμενη διετία, αλλά και η ισχυροποίηση των μεγεθών του τραπεζικού τομέα, αμβλύνουν σε μεγάλο βαθμό τους κινδύνους.
Ωστόσο, τυχόν απότομη χειροτέρευση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις με δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και στον ελληνικό τραπεζικό τομέα.
Συνεπώς, αναδεικνύεται η σημασία συνέχισης της πορείας εξυγίανσης και περαιτέρω ενδυνάμωσης των βασικών μεγεθών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε συνδυασμό με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μικρο- και μακροπροληπτικής εποπτείας για την ενίσχυση και διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Οι πιστωτικές εξελίξεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Στο πλαίσιο αυτό, έχει σημασία να δούμε σε ποιο σημείο βρίσκεται η δανειακή επιβάρυνση, τόσο των νοικοκυριών, όσο και των επιχειρήσεων, με βάση τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ. Έτσι, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των νοικοκυριών από τα εγχώρια Νομισματικά και Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ) παρέμεινε αρνητικός το 2022 και καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023 (Σεπτέμβριος 2023: -2,3%).
Αναλυτικότερα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των στεγαστικών δανείων παρέμεινε αρνητικός (Σεπτέμβριος 2023: -3,7%), ενώ από το Μάρτιο του 2022 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής για τα καταναλωτικά δάνεια έγινε θετικός (Σεπτέμβριος 2023: 2,6%). Η χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά από τα εγχώρια ΝΧΙ ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματός τους ανήλθε σε 27% το Μάρτιο του 2023, από 28,1% τον Δεκέμβριο του 2022.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας Τραπεζικών Χορηγήσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα ανέφεραν ότι η ζήτηση καταναλωτικών και λοιπών δανείων έμεινε σχεδόν αμετάβλητη κατά τη διάρκεια του 2023. Από την πλευρά της προσφοράς δανείων, παρατηρείται ότι οι συνολικοί όροι και προϋποθέσεις χορήγησης νέων δανείων παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητοι εντός του 2023.
Επίσης, το ποσοστό απόρριψης καταναλωτικών και λοιπών δανείων παρουσίασε μικρή μείωση το α΄ τρίμηνο με σταθεροποίηση το β΄ και γ΄ τρίμηνο του 2023, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια συνολικά δεν παρουσίασε αξιοσημείωτη μεταβολή.
Από την άλλη, η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) από τα εγχώρια νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (ΝΧΙ) αποτελεί το 56% της συνολικής χρηματοδότησης του εγχώριου ιδιωτικού τομέα. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των ΜΧΕ από τα ΝΧΙ για το εννεάμηνο του 2023 παρέμεινε θετικός (4,7%) αν και μειωμένος σε σχέση με το τέλος του 2022 (11,8%) με τις επιχειρήσεις να απορροφούν σχεδόν το 85% του συνόλου της νέας χρηματοδότησης του εννεαμήνου του 2023.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας Τραπεζικών Χορηγήσεων που δημοσιεύεται από την ΤτΕ σε τριμηνιαία βάση, τα πιστωτικά κριτήρια των δανείων προς ΜΧΕ παρέμειναν αμετάβλητα κατά το εννεάμηνο του 2023, ενώ οι συνολικοί όροι χορήγησης δανείων «έγιναν ως ένα βαθμό πιο χαλαροί» στο β΄ και γ΄ τρίμηνο του 2023. Η συνολική ζήτηση δανείων από ΜΧΕ παρουσίασε μικτή εικόνα κατά το εννεάμηνο του 2023.
Ειδικότερα, το α΄ τρίμηνο του 2023 η ζήτηση δανείων προς ΜΧΕ σημείωσε «μείωση ως ένα βαθμό» για πρώτη φορά από το γ΄ τρίμηνο του 2019 ενώ «αυξήθηκε ως ένα βαθμό» κατά το β΄ και γ΄ τρίμηνο. Η μείωση οφείλεται κυρίως στην αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ στο πλαίσιο της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής. Εντούτοις, άλλοι παράγοντες επηρέασαν ελαφρώς θετικά τη ζήτηση δανείων προς ΜΧΕ, όπως η χρηματοδότηση πάγιων επενδύσεων, καθώς και οι συγχωνεύσεις/εξαγορές σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων.
Το κόστος δανεισμού των ΜΧΕ καθορίστηκε από την άνοδο των επιτοκίων στο πλαίσιο της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ για τον περιορισμό του υψηλού πληθωρισμού. Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο νέων δανείων αυξήθηκε κατά 150 μονάδες βάσης σε 6,13% το Σεπτέμβριο του 2023, από 4,63% τον Δεκέμβριο του 2022.
Αντίστοιχα, την εν λόγω περίοδο το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο υφιστάμενων δανείων αυξήθηκε κατά 165 μονάδες βάσης σε 6,40%, από 4,75%. Επισημαίνεται ότι η συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού επιδρά καθοριστικά στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, το οποίο είναι ήδη βεβαρυμμένο λόγω των πληθωριστικών πιέσεων. To γεγονός αυτό αποτυπώνεται στη μείωση της ζήτησης δανείων προς ΜΧΕ, όπως αυτή καταγράφεται στην προαναφερθείσα Έρευνα Τραπεζικών Χορηγήσεων.
Ο δείκτης χρέους των ΜΧΕ –χρηματοδότηση των ΜΧΕ ως προς το ΑΕΠ (βλ. Διάγραμμα II.9)– στο β΄ τρίμηνο του 2023 υποχώρησε οριακά σε 30% σε σχέση με το τέλος του 2022 (31%). Η μείωση οφείλεται στη μεγαλύτερη ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ σε σχέση με την οριακή μείωση της χρηματοδότησης κατά το α΄ εξάμηνο του 2023.
Ο κίνδυνος από τα επιτόκια
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022 και μετά, επηρέασε σταδιακά τα εγχώρια τραπεζικά επιτόκια. Το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των δανείων προς τα νοικοκυριά αυξήθηκε κατά 207 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2023: 6,1%, Ιούλιος 2022: 4,0%), αντανακλώντας τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.
Η αύξηση αυτή ήταν πιο αισθητή στα μακροπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια. Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 226 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2023: 4,4%, Ιούλιος 2022: 2,2%), ενώ στα στεγαστικά δάνεια με διάρκεια από ένα έως πέντε έτη αυξήθηκε μόνο κατά 127 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2023: 5,2%, Ιούλιος 2022: 3,9%).
Κατ’ αντιστοιχία, η αύξηση στο μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς τα νοικοκυριά διαμορφώθηκε ανάλογα με τη διάρκεια του δανείου (69 μονάδες βάσης για δάνεια με διάρκεια έως ένα έτος, 118 μονάδες βάσης για τα δάνεια με διάρκεια άνω του ενός έτους και έως πέντε έτη, και 170 μονάδες βάσης για τα δάνεια με διάρκεια άνω των πέντε ετών).
Οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του μέσου ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών παρουσίασαν για τα στεγαστικά δάνεια σημαντική αύξηση το 2023 εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων των υφιστάμενων δανείων, ενώ έμειναν σχεδόν αμετάβλητες για τα καταναλωτικά και λοιπά δάνεια.
Ωστόσο, το μέσο ετήσιο υπόλοιπο των δανείων προς τα νοικοκυριά ως ποσοστό του μέσου ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματός τους μειώθηκε περαιτέρω χάρη στη μείωση του μέσου υπολοίπου των δανείων προς τα νοικοκυριά και στην αύξηση του μέσου ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Ο πληθωρισμός και ο κίνδυνος εισοδήματος
Επιπλέον, η εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για την ευχέρεια εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία των τριμηνιαίων μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών των θεσμικών τομέων που καταρτίζει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 11,3% το α΄ τρίμηνο του 2023 σε ετήσια βάση, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 5,8% ως συνέπεια του πληθωρισμού.
Η αύξηση του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών την εν λόγω περίοδο αποδίδεται κυρίως στη θετική συμβολή του εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων, η σημαντική άνοδος του οποίου μπορεί να αποδοθεί στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και ενδεχομένως στη μετακύλιση του υψηλού πληθωρισμού στις τιμές των υπηρεσιών των ελεύθερων επαγγελματιών.
Θετική ήταν επίσης η συμβολή του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας, η άνοδος του οποίου αποδίδεται πρωτίστως στην αύξηση της απασχόλησης και δευτερευόντως στην άνοδο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά απασχολούμενο. Παράλληλα, η αγορά εργασίας εξακολούθησε να παρουσιάζει βελτίωση με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί στο 10,0% τον Σεπτέμβριο του 2023. Επίσης, θετική εξέλιξη αποτελεί η μείωση του ποσοστού ανεργίας των νέων ηλικίας έως 24 ετών σε 19,4%.
Η αγορά ακινήτων
Συν τοις άλλοις, η αυξητική τάση στις τιμές των οικιστικών ακινήτων συνεχίστηκε και το α΄ εξάμηνο του 2023. Αναλυτικότερα, οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) αυξήθηκαν το β΄ τρίμηνο του 2023 κατά 13,9% σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης κατά 11,8% το 2022. Οι τιμές των νέων διαμερισμάτων (ηλικίας έως 5 ετών) το β΄ τρίμηνο 2023 αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 13,8%, ενώ οι τιμές των παλαιών διαμερισμάτων κατά 14,1%.
Με διάκριση κατά γεωγραφική περιοχή, ισχυροί ετήσιοι ρυθμοί αύξησης στις τιμές των διαμερισμάτων καταγράφηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας και πιο συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη (16,4%) και σε άλλες μεγάλες πόλεις (14,6%), οι οποίοι υπερβαίνουν τον αντίστοιχο μέσο ρυθμό αύξησης για το σύνολο της χώρας. Οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά οικιστικών ακινήτων παραμένουν θετικές, παρά τις αβεβαιότητες στην εγχώρια και την παγκόσμια οικονομία.
Βραχυπρόθεσμα, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον, κυρίως από το εξωτερικό, θα παραμένει έντονο ειδικά για συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και για περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά.
Μεσοπρόθεσμα, πρωτοβουλίες σχετικές με τη στήριξη συγκεκριμένων κατηγοριών νοικοκυριών (π.χ. νέοι, ευάλωτες κοινωνικές ομάδες) (π.χ. πρόγραμμα «Σπίτι μου» ) για την απόκτηση κατοικίας αναμένεται να συμβάλουν στην τόνωση της ζήτησης, ενώ αντίστοιχες πρωτοβουλίες για την ανακαίνιση παλαιών κατοικιών (π.χ. πρόγραμμα «Ανακαινίζω» – «Εξοικονομώ») αναμένεται να συμβάλουν στη βελτίωση του κτιριακού αποθέματος.
Παρά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δυσμενέστερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης σε ό,τι αφορά το κόστος στέγασης. Πιο συγκεκριμένα, το κόστος στέγασης ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 34,2% για το 2022, έναντι 19,9% κατά μέσο όρο για την Ευρώπη των 27 (βλ. Διάγραμμα ΙΙ.4).
Ομοίως, ο δείκτης υπερβολικής επιβάρυνσης λόγω κόστους στέγασης 26 λαμβάνει για την Ελλάδα την υψηλότερη τιμή μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ, καθώς για το έτος 2022 το 27% του πληθυσμού της χώρας επωμίστηκε κόστος στέγασης που αναλογούσε σε ποσοστό άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του, όταν το αντίστοιχο ποσοστό πληθυσμού στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε σε 9,4%. Η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη επηρεάζεται από το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωση.
Τα “κόκκινα” δάνεια
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, το α΄ εξάμηνο του 2023 η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκε περαιτέρω. Η υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα στο τέλος του α΄ εξαμήνου του έτους το συνολικό απόθεμα των ΜΕΔ να διαμορφωθεί σε 12,7 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 3,8% ή 501 εκατ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2022 (13,2 δισ. ευρώ) με στοιχεία εντός ισολογισμού σε ατομική βάση.
Η υποχώρηση των ΜΕΔ κατά το α΄ εξάμηνο του 2023 οφείλεται κυρίως σε συμφωνίες απευθείας πώλησης δανείων στη δευτερογενή αγορά, καθώς και σε μικρότερο βαθμό σε διαγραφές δανείων. Εντούτοις, επισημαίνεται η επιτάχυνση της καθαρής εισροής νέων ΜΕΔ το α΄ εξάμηνο του 2023, μέρος της οποίας οφείλεται σε αναταξινόμηση ενός μεγάλου κοινού οφειλέτη στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Ταυτόχρονα, η μείωση των ΜΕΔ από ρευστοποιήσεις καλυμμάτων παρέμειναν αμελητέες. Σημειώνεται ότι για κάποιες από τις συναλλαγές τιτλοποίησης εκκρεμεί η χορήγηση εγγυήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο στους τίτλους υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior tranche) (σχέδιο “Ηρακλής”).Τα εν λόγω δανειακά υπόλοιπα έχουν ήδη μεταφερθεί στα στοιχεία ενεργητικού που είναι διαθέσιμα προς πώληση.
Ωστόσο, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η μεταφορά των ΜΕΔ εκτός τραπεζικού τομέα δεν σημαίνει αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία. Το χρέος παραμένει, με τη διαχείρισή του πλέον να πραγματοποιείται από τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Συνεπώς, η εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω αγοράς για την επίτευξη της οριστικής εκκαθάρισης του ιδιωτικού χρέους είναι σημαντική παράμετρος και η αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων και επιλογών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.
Η εξέταση των δυνατοτήτων επανένταξης σε καθεστώς ενημερότητας πιστούχων, οι οποίοι έχουν αξιόλογα βιώσιμα επενδυτικά σχέδια που μπορούν να χρηματοδοτηθούν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και να αναδεικνύεται ως μία επιλογή η οποία θα συμβάλει καθοριστικά στην οριστική εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.
Επισημαίνεται ότι και οι τέσσερεις σημαντικές τράπεζες έχουν πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ, με μια εξ’ αυτών να είναι κάτω από 5%. Εντούτοις, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 44% τον Ιούνιο του 2023, μειωμένος κατά 1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2022, κυρίως λόγω της πιστωτικής επέκτασης ορισμένων εξ αυτών.
Το υψηλό ποσοστό σχετίζεται και με τη μη συμβατότητα του προγράμματος παροχής κρατικών εγγυήσεων στη συντριπτική πλειονότητα των μικρότερων τραπεζών. Επιπρόσθετα, ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο τραπεζικού τομέα παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2023: 1,8%55).
Κατά συνέπεια, οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστούν και να εντατικοποιηθούν περαιτέρω, ιδίως υπό το πρίσμα των προκλήσεων που αναδεικνύονται. Η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, με τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος υψηλών επιτοκίων, καθιστά σαφές ότι τόσο το κόστος χρηματοδότησης όσο και οι δυνατότητες αποπληρωμής χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις επηρεάζονται δυσμενώς.
Το περιβάλλον αυτό, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης το 2023, ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών με τη δημιουργία νέων ΜΕΔ.
Διαβάστε ακόμη:
- «Κλείνει» στα 19 ευρώ ανά μετοχή, το deal της Τέρνα Ενεργειακής
- Το Μαξίμου πάει Λεωφόρο Αμαλίας – Οι σκέψεις του Μητσοτάκη για μετακόμιση
- Ντίλερ του Καζίνο Μοντ Παρνές αποκαλύπτει ιστορίες τρέλας από το ναό του τζόγου
- Ο πλαστικός χειρουργός των celebrities αποκαλύπτει πώς κρατούν μυστικές τις επεμβάσεις τους