Το 2022, μια σειρά σημαντικών και αλληλεξαρτώμενων γεγονότων έπληξαν την παγκόσμια οικονομία, προκαλώντας σημαντικές διαταραχές, κυρίως στην Ευρώπη. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, με τις επιπτώσεις της πανδημίας σταδιακά να υποχωρούν, ο πόλεμος στην Ουκρανία πυροδότησε μια νέα κρίση, με συνεχείς ανατιμήσεις στην ενέργεια και τα τρόφιμα, επιδεινώνοντας έτσι την επισιτιστική ανασφάλεια και τη φτώχεια, σε πολλά αναπτυσσόμενα κράτη.
Οι διαρκείς αναταράξεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, εξαιτίας κυρίως των γεωπολιτικών εξελίξεων, έχουν οδηγήσει αναμφίβολα σε μια τάση αποπαγκοσμιοποίησης και ενίσχυσης του προστατευτισμού. Αυτή η τάση δεν είναι πρόσφατη, αλλά έχει αφετηρία τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και συνεχίζεται, εξαιτίας των παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων, όπως ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, το Brexit και οι πρόσφατες κυρώσεις στην Ρωσία.
Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας συνεχίζεται, παρά τις τελευταίες προσπάθειες αποκλιμάκωσης της έντασης, μετά τη συνάντηση των δύο ηγετών. Η Αμερική, ως πρωτοπόρος δύναμη σε έρευνα και καινοτομία, προσπαθεί να περιορίσει την πρόσβαση και την εξειδίκευση της Κίνας σε ορισμένες από τις σημαντικότερες νέες τεχνολογίες. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται και ο πρόσφατος νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού των ΗΠΑ (Inflation Reduction Act) που στοχεύει τόσο στην απανθρακοποίηση της αμερικανικής οικονομίας και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας, όσο και στον επαναπατρισμό επενδύσεων.
Αναμφίβολα, η Κίνα, που αποτελεί την πρώτη εμπορική δύναμη του κόσμου, για την τόνωση του εμπορίου της, αναμένεται να στηριχθεί κυρίως στην εγχώρια κατανάλωση, να διατηρήσει την οικονομία ανοικτή σε ξένες επενδύσεις και να συνάψει νέες συμφωνίες. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το παγκόσμιο εμπόριο αναμένεται να φθάσει το ρεκόρ των Δολαρίων 32 τρισ. το 2022 (Global Trade, UNCTAD, Δεκέμβριος 2022), αλλά η επιβράδυνση, που ξεκίνησε το δεύτερο εξάμηνο του έτους, αναμένεται να επιδεινωθεί το 2023, καθώς οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι αυστηρές νομισματικές συνθήκες παραμένουν στο προσκήνιο.
Όμως, οι προκλήσεις του γεωπολιτικού ανταγωνισμού δεν πρόκειται να αφήσουν ανεπηρέαστη την Ευρώπη. Το νέο πακέτο (ύψους Δολαρίων 369 δισ.) των ΗΠΑ, που επιδοτεί τις πράσινες επενδύσεις, εγκυμονεί κινδύνους για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, αφού παρέχει φορολογικά κίνητρα και χρηματοδοτήσεις, για ενδεχόμενη μετεγκατάστασή τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ειδικότερα, οι ενεργοβόροι κλάδοι, όπως το γυαλί, τα χημικά, το χαρτί, οι μπαταρίες και γενικά τα μέταλλα, με αυξημένα λειτουργικά κόστη και μειωμένη παραγωγή, λόγω της ενεργειακής κρίσης, δεν αποκλείεται να αναζητήσουν νέες ευκαιρίες.
Η πρόκληση για την ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι να μπορέσει να αντιμετωπίσει ενωμένη και με ταχύτητα τον εμπορικό προστατευτισμό που προωθούν οι ΗΠΑ και η Κίνα. Άλλωστε, μην λησμονούμε ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ήρθαν αντιμέτωπες με τη ραγδαία αύξηση των τιμών της ενέργειας, εξαιτίας κυρίως της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και των κυρώσεων που της επιβλήθηκαν, αυξάνοντας ραγδαία το κόστος παραγωγής.
Επίσης, υποχρεώθηκαν να περιορίσουν την κατανάλωση φυσικού αερίου, με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας, μειώνοντας όμως την παραγωγή τους. Ταυτόχρονα, η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, με στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού, έχει αυξήσει τα λειτουργικά κόστη των βιομηχανιών και κυρίως τα έξοδα για την αποπληρωμή των δανείων και της ασφάλειας, ενώ η αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων και της γραφειοκρατίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποθαρρύνει τις νέες επενδύσεις στη βιομηχανία.
Αναμφισβήτητα, η Ευρώπη θα πρέπει να δώσει βάρος στην ανάπτυξη της καθαρής ενέργειας, επιταχύνοντας τις διαδικασίες αδειοδότησης σε ορισμένους βασικούς τομείς, όπως η αιολική ενέργεια, η ηλιακή ενέργεια, οι αντλίες θερμότητας και το καθαρό υδρογόνο. Επιπλέον, οφείλει να προωθήσει ένα μίγμα επιδοτήσεων και προσαρμογής των κανόνων κρατικών ενισχύσεων που θα επιτρέψουν στα κράτη μέλη να στηρίξουν τους εγχώριους παραγωγούς τους, χωρίς να προσκρούσουν στους περιορισμούς δαπανών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Μόνο έτσι η Ευρώπη θα καταφέρει να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα και να παραμείνει ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός για τη μεταποίηση, διατηρώντας παράλληλα τον στόχο της πράσινης ανάπτυξης.
Εν κατακλείδι, τα κράτη της Ε.Ε. φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει ότι, σε αυτό το ευμετάβλητο οικονομικό περιβάλλον, θα πρέπει να πορευτούν με δικά τους μέσα, προστατεύοντας τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται ένα ολιστικό σχέδιο στήριξης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, παρόμοιο με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), που να στοχεύει στην ενίσχυση των επενδύσεων, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και την παροχή κινήτρων για την ενθάρρυνση της πράσινης βιομηχανίας.
Η δημιουργία ενός «Ταμείου Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας» (European Sovereignty Fund) έχει ήδη ανακοινωθεί και θα στοχεύει σε μια σειρά μέτρων, όπως η απλοποίηση των αδειοδοτήσεων, οι φοροαπαλλαγές και οι κρατικές ενισχύσεις για πράσινες επενδύσεις. Όμως, οι διαπραγματεύσεις για τους όρους και την υλοποίησή του πρέπει να είναι ολιστική και χωρίς καθυστερήσεις, με κατεύθυνση κυρίως τα λιγότερο εύπορα κράτη μέλη, ειδάλλως πολλές βιομηχανικές επιχειρήσεις θα μεταναστεύσουν, κυρίως προς τις ΗΠΑ.
Διαβάστε ακόμη: