Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008, εγείρονται και πάλι ανησυχίες για τον βαθμό ανθεκτικότητας του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος, ιδιαίτερα εν μέσω ενός περιβάλλοντος υψηλών επιτοκίων.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, η περίπτωση της Silicon Valley Bank (SVB) στις 9 Μαρτίου, με τη μαζική απόσυρση καταθέσεων ύψους 42 δισ. δολαρίων σε μια μέρα, προκάλεσε αναταραχή στις αγορές και στα διεθνή χρηματιστήρια. Εκτός από την SVB, άλλες δύο αμερικανικές τράπεζες κατέρρευσαν σε διάστημα μιας εβδομάδας, η Silvergate Bank και η Signature Bank.
Οι ρυθμιστικές αρχές σχεδίασαν τη διάσωση των τραπεζών, ώστε να καθησυχάσουν τους καταθέτες και τους επενδυτές. Παράλληλα, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν κατρακυλήσει. Η απότομη κατάρρευση της SVB αντανακλά την υποτίμηση από την τράπεζα της ύπαρξης ενός σημαντικού κινδύνου. Όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά και οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων υψηλές, η τράπεζα αγόρασε πολλά μακροπρόθεσμα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου.
Στη συνέχεια, η FED αύξησε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια, με τον υψηλότερο ρυθμό των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, οι τιμές των ομολόγων βυθίστηκαν και η τράπεζα σημείωσε τεράστιες απώλειες στο ενεργητικό της. Η SVB αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα (σε ενεργητικό) που χρεοκόπησε μετά την κατάρρευση της Washington Mutual Bank το 2008, στο αποκορύφωμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Την κατάρρευση της Washington Mutual Bank ακολούθησε μια συστημική αποτυχία, με περισσότερες από 500 τράπεζες να πτωχεύουν στο διάστημα 2008-2014 . Βέβαια, οι περισσότερες ήταν μικρές ή μεσαίου μεγέθους περιφερειακές τράπεζες και εξαγοράσθηκαν από άλλα ιδρύματα, μια συνηθισμένη κατάληξη για τις τράπεζες που έχουν τεθεί υπό κρατικό έλεγχο. Τα τελευταία χρόνια, ελάχιστες τράπεζες έχουν πτωχεύσει στις ΗΠΑ, εν μέρει λόγω των αυστηρότερων ρυθμιστικών κανονισμών που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση.
H κρίση ρευστότητας της Credit Suisse
Παράλληλα, στην Ευρώπη προκλήθηκε μια νέα διαταραχή, εξαιτίας κυρίως της κρίσης ρευστότητας της Credit Suisse που ακολούθησε την απόφαση της Σαουδαραβικής Εθνικής Τράπεζας να μην επενδύσει περαιτέρω στην ελβετική τράπεζα, δηλαδή να μην αυξήσει το μερίδιό της στο μετοχικό κεφάλαιο, πέραν του 10%, λόγω του κανονιστικού πλαισίου. Η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας έχασε σχεδόν το ένα τέταρτο της κεφαλαιοποίησής της στις 15 Μαρτίου, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί στις 16 Μαρτίου να ζητήσει στήριξη ρευστότητας από την ελβετική κεντρική τράπεζα, σε περίπτωση που κριθεί απαραίτητη. Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι εκτός από την κρίση ρευστότητας, η ελβετική τράπεζα είχε και άλλα, συσσωρευμένα προβλήματα τα τελευταία έτη, όπως καταδίκη για νομιμοποίηση παράνομων εσόδων, σκάνδαλο κατασκοπείας και διαρροή δεδομένων πελατών στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Σε αυτά προστέθηκε και η πρόσφατη ανακοίνωση της τράπεζας, ότι εντόπισε «ουσιώδεις αδυναμίες» στον έλεγχο των διαδικασιών υποβολής εκθέσεων για τα οικονομικά έτη 2021 και 2022. Τελικά, η λύση που δόθηκε στην κρίση της Credit Suisse, δηλαδή η εξαγορά της από την UBS, εκτιμάται ότι θα διασφαλίσει την χρηματοπιστωτική σταθερότητα του συστήματος. Μέχρι την κρίση ρευστότητας της Credit Suisse, οι ελβετικές τράπεζες θεωρούνταν υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης από τους διεθνείς επενδυτές. Ωστόσο, οι δυσκολίες της Credit Suisse φαίνεται ότι αποδεικνύουν ότι αυτή η άποψη πιθανόν δεν ισχύει, πλέον για κανένα τραπεζικό ίδρυμα, παγκοσμίως.
Ωστόσο, παρά τους φόβους για μια νέα παγκόσμια τραπεζική κρίση, εκτιμάται ότι οι ανησυχίες για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο είναι υπερβολικές και αδικαιολόγητες, αφού η προσωρινή αναταραχή που προκλήθηκε στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, μετά την είδηση για την Credit Suisse, αντανακλά ως έναν βαθμό μια συμπεριφορά «αγέλης» (herding behaviour). Οι διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αξίας της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν αντανακλούν πλήρως την ισχύ του ισολογισμού τους, τα επίπεδα ρευστότητάς τους, καθώς και τους δείκτες φερεγγυότητάς τους, που είναι υψηλότεροι από τις απαιτήσεις που ορίζουν οι εποπτικές αρχές.
Επιπλέον, σήμερα οι εποπτικοί μηχανισμοί είναι καλύτερα προετοιμασμένοι και έτοιμοι να αντιδράσουν έγκαιρα, στέλνοντας ένα μήνυμα σταθερότητας στις αγορές, έχοντας την εμπειρία της προηγούμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Παράλληλα, παρατηρείται, κυρίως στις ΗΠΑ, μαζική μετακίνηση καταθέσεων, προς τα μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα ως ασφαλέστερα καταφύγια, που μπορεί να αλλάξει, ως έναν βαθμό, το τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον, οι δύο τραπεζικές κρίσεις, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, δυνητικά θα μπορούσαν να κατευθύνουν τις τράπεζες να επικεντρωθούν, στο άμεσο μέλλον, περισσότερο στην εξυγίανση των ισολογισμών τους, παρά στην αύξηση του δανεισμού.
Η επιβράδυνση της οικονομίας
Όμως, μια επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης θα μείωνε τη ζήτηση και τις επενδύσεις κεφαλαίου, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας. Η αυστηροποίηση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και η επιβράδυνση της οικονομίας, όμως, είναι ένα σενάριο που εξυπηρετεί και τη στρατηγική των κεντρικών τραπεζών. Οι κλυδωνισμοί στο τραπεζικό σκηνικό αναπόφευκτα προκαλούν αμφιβολίες ως προς την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και αφήνουν λιγότερα περιθώρια ελιγμών. Οι εντολές των κεντρικών τραπεζών, ακόμη και η ανεξαρτησία τους, δέχονται αυξανόμενη πίεση.
Οι τελευταίες εξελίξεις, σε συνδυασμό και με άλλους σημαντικούς παράγοντες (ενεργειακή κρίση, κίνδυνος χρηματοοικονομικού κατακερματισμού κ.ά.), εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το πως μπορεί να αλλάξει η νομισματική πολιτική στο μέλλον. Ωστόσο, οι κεντρικές τράπεζες, θέτοντας ως προτεραιότητα την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, πιθανώς να συνεχίσουν τις αυξήσεις των βασικών τους επιτοκίων. Η πρόσφατη κίνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στις 16 Μαρτίου, να αυξήσει το βασικό επιτόκιο κατά 50 μονάδες βάσης επιβεβαιώνει αυτή τη στάση. Άλλωστε, όπως είχε πει και η Alice Rivlin, η Αντιπρόεδρος της FED στη δεκαετία του 1990, «η δουλειά της κεντρικής τράπεζας είναι να ανησυχεί», περιγράφοντας εύστοχα το κύριο μέλημα των υπευθύνων χάραξης της νομισματικής πολιτικής: να διατηρήσουν τον πληθωρισμό υπό έλεγχο.