Στο χαμηλότερο επίπεδο εδώ και 13 χρόνια υποχώρησε κατά το πρώτο τρίμηνο ο όγκος των συμφωνιών στον κλάδο του εμπορικού real estate στην Ευρώπη, σύμφωνα με σημερινή έκθεση της MSCI Real Assets. Πρόκειται δε, για τον έβδομο συνεχόμενο μήνα καθοδικής τροχιάς του κλάδου υπό τη βαριά σκιά των σταθερά υψηλών επιτοκίων.
Σύμφωνα με την MSCI, ο όγκος των συμφωνιών στα εμπορικά ακίνητα στην Ευρώπη ανήλθαν μόλις σε 34,5 δισ. ευρώ, σημειώνοντας έτσι περαιτέρω επιβράδυνση σε ποσοστό 26% σε σχέση με τα ήδη μειωμένα επίπεδα που κατέγραφε ο κλάδος την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Η επίδοση αυτή είναι η χαμηλότερη για τον κλάδο από το 2011.
Ειδικά στον επιμέρους κλάδο των ακινήτων για γραφεία, ο δείκτης έπεσε σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ! Ο κλάδος που συνιστά και το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας του ευρωπαϊκού real estate υποχώρησε κατά 45%(!) σε ετήσια βάση, που αποτελεί ιστορικό χαμηλό, με τον όγκο των συμφωνιών να διαμορφώνεται μόλις στα 7,6 δισ. δολάρια.
Ουσιαστικά ο μόνος κλάδος ακινήτων που κινήθηκε ανοδικά για το τρίμηνο ήταν ο ξενοδοχειακός, με τον όγκο των συμφωνιών να αυξάνεται κατά 20% σε ετήσια βάση φτάνοντας τα 4,5 δισ. δολάρια, αντανακλώντας τις θετικές προοπτικές που εξακολουθούν να υπάρχουν στο τουριστικό πεδίο μετά το τέλος της πανδημίας.
Σε επίπεδο κρατών, βελτίωση κατέγραψαν λίγες αγορές εμπορικών ακινήτων. Η έκθεση αναφέρεται κυρίως στην αύξηση του όγκου των συμφωνιών σε Σκανδιναβία και Ολλανδία.
Πάντως, στην κορυφή όλης της Ευρώπης παρέμεινε το Λονδίνο, προσελκύοντας 4,6 δισ. ευρώ σε συμφωνίες, παρά το γεγονός ότι το ποσό αυτό αναλογεί σε πτώση κατά 19% σε ετήσια βάση.
Στον αντίποδα το ανταγωνιστικό Παρίσι παρουσίασε ένα ιδιαίτερα απογοητευτικό τρίμηνο. Ειδικά στον κλάδο των ακινήτων γραφείων, η γαλλική πρωτεύουσα κατέγραψε αρνητικό ρεκόρ με όλες κι όλες μόνο οκτώ συμφωνίες στον κλάδο, συνολικής αξίας κάτω του μισού δισ. ευρώ.
Αγκάθι τα σταθερά υψηλά επιτόκια
Η έκθεση της MSCI σχολιάζει πως οι προσδοκίες που είχαν αναπτύξει οι αγορές για έναρξη του καθοδικού κύκλου των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποδείχτηκαν τελικά «υπερβολικά αισιόδοξες», γεγονός που είχε άμεση δυσμενή επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης των χρεών των εμπορικών ακινήτων.
Την ίδια ώρα τα επίπεδα των τιμών των εμπορικών ακινήτων δεν προσαρμόστηκαν πλήρως στα νέα δεδομένα των παρατεταμένα υψηλών επιτοκίων και της χλιαρής οικονομικής ανάπτυξης, στοιχείο που επίσης λειτούργησε αποτρεπτικά για τους επίδοξους αγοραστές.
«Μετά από ένα πολύ αργό 2023, υπήρχαν ελπίδες πως οι επενδύσεις στα ευρωπαϊκά ακίνητα θα ξεκίναγαν να ενισχύονται κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024, όμως η συνεχιζόμενη και κάποιες φορές επώδυνη αναπροσαρμογή στο τέλος των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων κατέστησε την κατάσταση της αγοράς αρκετά δύσκολη ώστε να γίνουν (νέες) συναλλαγές» εξήγησε χαρακτηριστικά o επικεφαλής αναλυτής του κλάδου των εμπορικών ακινήτων στην έγκριτη αμερικανική χρηματοοικονομική εταιρεία, Τόμας Λίχυ.
Επεσήμανε δε, πως μέχρι να αρχίσει τελικά η μείωση των επιτοκίων ή μέχρι να βελτιωθούν σημαντικά οι προοπτικές των ευρωπαϊκών οικονομιών, ο κλάδος θα παραμείνει υπό πίεση.
Σύμφωνα με στοιχεία της Green Street, η αξία των ακινήτων γραφείων στην Ευρώπη έχει καταρρεύσει σε ποσοστό 37% σε σχέση με τα υψηλά του 2022, ενώ οι τιμές των οικιακών και βιομηχανικών ακινήτων είναι μειωμένες κατά περίπου ένα πέμπτο.
Πίεση και στον αμερικανικό κλάδο
Πάντως, ο κλάδος των εμπορικών ακινήτων δεν παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα μόνο στην Ευρώπη. Μόλις την περασμένη εβδομάδα η αντίστοιχη έκθεση της MSCI για τον αμερικανικό κλάδο του commercial real estate έδειξε πτώση του όγκου των συμφωνιών σε ποσοστό 16% κατά το πρώτο τρίμηνο.
Το τελευταίο απασχόλησε και την πρόσφατη εξαμηνιαία έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Federal Reserve, στην οποία η αμερικανική κεντρική τράπεζα επεσήμανε πως, ενώ οι τιμές των σπιτιών παραμένουν πολύ ψηλά, οι τιμές των εμπορικών ακινήτων κυμαίνονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, γεγονός που ασκεί πιέσεις στις αμερικανικές τράπεζες. Η έκθεση δε, σχολίαζε πως πολλές εμπορικές τράπεζες παρουσιάζουν υψηλή έκθεση σε μεγάλα δάνεια εμπορικών ακινήτων, που παρουσιάζουν προβλήματα εξυπηρέτησης, τα οποία μάλιστα δεν αποκλείεται να αυξηθούν περαιτέρω.