Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η ελληνική οικονομία διατήρησε την αναπτυξιακή της δυναμική το 2022, παρά την έντονη επιτάχυνση του πληθωρισμού και την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος. Ιδιαίτερα αυξανόμενη δυναμική παρουσίασαν δε οι επενδύσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, η οποία οφείλεται στην πιστωτική επέκταση των ιδιωτικών τραπεζών, καθώς και στους πόρους που διατέθηκαν από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) της ΕΕ το 2022.
Πάντως, η μεγάλη επιτάχυνση του πληθωρισμού και οι συνεχιζόμενες αβεβαιότητες που συνδέονται με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον θέτουν σε κίνδυνο τη διατήρηση του αναπτυξιακού ρυθμού, μεσοπρόθεσμα, σε υψηλά επίπεδα. Και όπως επισημαίνει και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), αυτό το πληθωριστικό περιβάλλον, οι σύγχρονες προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής εστιάζονται στα εξής:
- α) Στη μεγιστοποίηση του οφέλους από την υλοποίηση των επενδυτικών δράσεων που συνδέονται με το NGEU, προκειμένου να ενισχυθεί η παραγωγικότητα της οικονομίας. Προς το σκοπό αυτό, είναι αναγκαία η περαιτέρω συνέχιση του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα όσων οδηγούν στην ταχύτερη υλοποίηση εξωστρεφών επενδύσεων.
- β) Στην ανάσχεση μέρους των επιπτώσεων των πληθωριστικών πιέσεων και της ενεργειακής κρίσης στο εισόδημα των νοικοκυριών, κυρίως αυτών με χαμηλό εισόδημα. Σχετικές δράσεις είναι αναγκαίες προκειμένου να στηριχθεί η ιδιωτική κατανάλωση και να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική.
- γ) Στην αντιμετώπιση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της οικονομίας. Προς αυτή την κατεύθυνση, μεσοπρόθεσμα, αναμένεται να συμβάλει και η παραγωγική αξιοποίηση των αυξημένων ροών των ΞΑΕ που παρατηρείται τελευταία, ως εργαλείου εισαγωγής νέων καινοτόμων τεχνολογιών.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η βιωσιμότητα των επιλογών της οικονομικής πολιτικής εξαρτάται από την αντιμετώπιση των προκλήσεων σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Βραχυπρόθεσμα θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην ενίσχυση των επενδύσεων που στοχεύουν στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας. Τέτοιες είναι μεταξύ άλλων οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και γενικότερα αυτές που συνδέονται με την πράσινη ανάπτυξη.
Σε συνδυασμό με πολιτικές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και με τις υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις, θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων και τη βελτίωση του δυνητικού προϊόντος σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Θα πρέπει δηλαδή να δοθεί έμφαση στην υλοποίηση των δράσεων που προβλέπονται στο σχέδιο “Ελλάδα 2.0” μέσω της αξιοποίησης των πόρων του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η υλοποίηση των έργων του σχεδίου θα θέσει την οικονομία σε στέρεη τροχιά ισχυρής και διαρκούς ανάπτυξης. Η προώθηση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης θα πρέπει να παραμείνουν βασικές προτεραιότητες πολιτικής, λαμβάνοντας υπόψη την πρωτοβουλία REPower EU και κάνοντας αποτελεσματική χρήση των πόρων του RRF και άλλων κονδυλίων της ΕΕ.
Η εικόνα και οι προοπτικές
Με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, οι επενδύσεις το 2022 ενισχύθηκαν περαιτέρω, αν και με ηπιότερο ρυθμό. Πιο συγκεκριμένα, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 11,7% το 2022, έναντι 20,0% το 2021. Η βελτίωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση κατά 36,1% των επενδύσεων σε “Κατοικίες” και κατά 21,5% σε “Άλλες κατασκευές”.
Σημαντική άνοδο παρουσίασαν οι επενδύσεις σε εξοπλισμό και συγκεκριμένα η κατηγορία “Μεταφορικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα” αυξήθηκε κατά 23,2% και η κατηγορία “Μηχανολογικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα” κατά 13,9%, ενώ η κατηγορία “Εξοπλισμός τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών” υποχώρησε κατά 26,3%.
Από την πλευρά του το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι, ειδικά στο 4ο τρίμηνο του 2022, οι συνολικές επενδύσεις ενισχύθηκαν ετησίως κατά +36,6% από +24,6 το προηγούμενο τρίμηνο, με τη μεγάλη ετήσια αύξηση των αποθεμάτων κατά +120,6% και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά +14,8%, από +90,1% και +8,3% αντιστοίχως στο προηγούμενο τρίμηνο.
Ο τομέας των Κατοικιών και των κατασκευών παρουσίασε και στο 4ο τρίμηνο του 2022 διψήφια, και σημαντικά υψηλότερη αύξηση έναντι των υπόλοιπων κλάδων (Μηχανολογικός και Μεταφορικό Εξοπλισμός +2,5% και Λοιπά Προϊόντα +6,2%), ετήσια αύξηση της τάξης του +44,5%.
Η ΤτΕ σημειώνει επίσης ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την αύξηση των επενδύσεων είναι ιδιαίτερα ευοίωνες, καθώς εκτός από την αύξησή τους σε χρηματικούς όρους προβλέπεται και η ποιοτική τους αναβάθμιση, δεδομένου ότι ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό θα αφορά υποδομές με υψηλή προστιθέμενη αξία.Η πρόσφατη αύξηση των τιμών των ενεργειακών αγαθών έχει ωθήσει τις χώρες-εισαγωγείς ορυκτών καυσίμων (ανάμεσά τους και η Ελλάδα) στην επίσπευση των σχεδίων τους για περαιτέρω επενδύσεις στην παραγωγή πράσινης ενέργειας.
Σύμφωνα με το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), αναμένονται σημαντικές επενδύσεις μέχρι το 2030, με ιδιαίτερη έμφαση σε φωτοβολταϊκά, αιολικά πάρκα και αντικατάσταση μεταφορικών μέσων, που θα δημιουργήσουν 38.000 θέσεις εργασίας.
Τέλος, το Εθνικό Σχέδιο προβλέπει και την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, με προβλεπόμενες επενδύσεις 642 εκατ. ευρώ ετησίως για την περίοδο 2021-25 και 935 εκατ. ευρώ ετησίως για την περίοδο 2026-30.
Παράλληλα, έχουν προγραμματιστεί και επενδύσεις για τη διαφοροποίηση του τρόπου προμήθειας του φυσικού αερίου, όπως η επένδυση ύψους 339,6 εκατ. ευρώ για την κατασκευή τερματικού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου της Διώρυγας Gas στους Αγίους Θεοδώρους, ενώ προχωρούν και οι εργασίες για την κατασκευή του πλωτού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου της Gastrade στην Αλεξανδρούπολη.
Σημαντικές επενδύσεις έχουν προγραμματιστεί και σε κέντρα δεδομένων (data centres) από μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, που θα καταστήσουν την Ελλάδα σημαντικό κόμβο στην ευρύτερη περιοχή.
Η χρηματοδότηση
Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν εξάλλου ότι το γ΄ τρίμηνο του 2022 (άθροισμα κυλιόμενης περιόδου τεσσάρων τριμήνων) η συνολική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε με μικρότερο ρυθμό έναντι του προηγούμενου τριμήνου (12,7% του ΑΕΠ, από 13,1% το β΄ τρίμηνο του 2022), λόγω της ηπιότερης αύξησης της εξωτερικής χρηματοδότησης.
Η τελευταία στηρίχθηκε στη δυναμική της χρηματοδότησης μέσω της κεφαλαιαγοράς (κυρίως επενδύσεις μη κατοίκων σε μη εισηγμένες εταιρίες, επενδύσεις σε ακίνητα και έκδοση εταιρικών τίτλων), ενώ σημειώθηκε μείωση των συνολικών δανείων (εσωτερικού και εξωτερικού), η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει μόνο από τα δάνεια που δόθηκαν στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Αντίθετα, η εσωτερική χρηματοδότηση αυξήθηκε δυναμικά (σε 10,5% του ΑΕΠ το γ΄ τρίμηνο του 2022 από 9,8% το β΄ τρίμηνο του 2022), πρωτίστως λόγω της υψηλότερης κερδοφορίας που παρουσίασαν οι επιχειρήσεις και δευτερευόντως λόγω των επιχορηγήσεων που αυτές έλαβαν στο πλαίσιο του RRF. Στον τομέα των νοικοκυριών σημειώθηκε αρνητική αποταμίευση, η οποία αντανακλούσε την άρση της αναστολής των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, την εξάλειψη του μεγαλύτερου μέρους των επιδοτήσεων που σχετίζονταν με την πανδημία, τις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και την εκτόνωση σημαντικού μέρους της αναβληθείσας ζήτησης που αφορούσε την περίοδο εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων στο πλαίσιο της πανδημίας.
Το γ΄ τρίμηνο του 2022 (άθροισμα κυλιόμενης περιόδου τεσσάρων τριμήνων), οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα στην πραγματική οικονομία σημείωσαν την υψηλότερη τιμή (31,4 δισ. ευρώ ή 15,9% του ΑΕΠ) από τις αρχές του 2009, λόγω της επίδοσης του τομέα των επιχειρήσεων. Παράλληλα, από το α΄ τρίμηνο του 2022 ο ρυθμός αύξησης των ιδιωτικών αποταμιευτικών πόρων του ιδιωτικού τομέα υπολείπεται αυτού των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία και συνεπώς το γ΄ τρίμηνο του 2022 το χρηματοδοτικό έλλειμμα του ιδιωτικού τομέα ανήλθε σε 5,4% του ΑΕΠ.
Οι εξελίξεις στο “μέτωπο” των ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ)
Από και και πέρα, η ΤτΕ επισημαίνει ότι τα έτη 2021 και 2022 οι εισροές ΞΑΕ ενισχύθηκαν σημαντικά (ανήλθαν σε 2,8% και 3,1% του ΑΕΠ αντίστοιχα, έναντι μέσου όρου 0,9% για την περίοδο 2002-18). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη σταδιακή ανάκτηση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας λόγω της βελτίωσης του επιχειρηματικού και οικονομικού περιβάλλοντος, της πολιτικής σταθερότητας, της βελτίωσης των δημόσιων οικονομικών και της μείωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών.
Η απαρχή της ανοδικής πορείας των ΞΑΕ καταγράφεται ήδη από το 2019 (2,4% του ΑΕΠ), με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα λόγω της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης. Ωστόσο, το μεγάλο μέρος της αύξησης των εισροών ΞΑΕ του 2022 σημειώθηκε το α΄ τρίμηνο, ενώ το β΄ και το γ΄ τρίμηνο οι εισροές ΞΑΕ υποχώρησαν κατά 28% και 58% αντίστοιχα έναντι του προηγούμενου τριμήνου.
Η τάση αυτή, που παρατηρείται και σε παγκόσμιο επίπεδο, οφείλεται στην επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, του υψηλού πληθωρισμού, των υψηλών επιτοκίων και της αύξησης των τιμών της ενέργειας.
Κατά την περίοδο 2021-22 έγιναν σημαντικές προσπάθειες προσέλκυσης ξένων επενδυτών και το υψηλό επίπεδο των ΞΑΕ στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως στην ολοκλήρωση προγραμματισμένων ιδιωτικοποιήσεων (που είχαν καθυστερήσει το 2020 λόγω της πανδημίας) και στην πώληση των δραστηριοτήτων των υπηρεσιών αποδοχής καρτών και εκκαθάρισης συναλλαγών από τις συστημικές ελληνικές τράπεζες.
Το 2022 ήταν το πρώτο έτος εφαρμογής του τριετούς στρατηγικού σχεδίου της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας (Υπερταμείου Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου – ΤΑΙΠΕΔ) και χαρακτηρίστηκε από σημαντικές νέες πρωτοβουλίες και δράσεις.
Η “ακτινογραφία” των εισροών ΞΑΕ στην Ελλάδα
Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών που καταρτίζει η ΤτΕ, οι ΞΑΕ κατευθύνονται κυρίως σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και εξαγορές και δευτερευόντως σε επενδύσεις σε ακίνητα. Ήδη από το 2013 μέχρι σήμερα καταγράφεται έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για ακίνητα που συνδέεται με το πρόγραμμα “Golden Visa” του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, σύμφωνα με το οποίο πολίτες χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν, εφόσον αγοράσουν ακίνητα αξίας 250.000 ευρώ και άνω, να αποκτήσουν άδεια διαμονής οι ίδιοι και τα μέλη της οικογένειάς τους.
Σημειώνεται ότι οι επενδύσεις με σκοπό τη δημιουργία νέων άμεσων παραγωγικών επιχειρήσεων ή νέων εγκαταστάσεων (greenfield investment) στην Ελλάδα παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε όρους αξίας και ο αριθμός των νέων έργων που αναγγέλλονται για την Ελλάδα (2003-21) δεν παρουσιάζει αξιόλογη ανοδική τάση. Ωστόσο, έχουν καθοριστική σημασία προκειμένου να αυξηθούν τα διαθέσιμα κεφάλαια για επενδύσεις στην οικονομία και θα μπορούσαν να προσελκύσουν πρόσθετες ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις (crowding-in effect), ενισχύοντας τη δυναμική της ανάπτυξης.
Επιπλέον, οι εισροές των ΞΑΕ στην Ελλάδα κατά το 2021-22 προέρχονται κυρίως από προηγμένες οικονομίες, ειδικότερα από χώρες της ΕΕ (2021: 62% και 2022: 69% του συνόλου), με σημαντικότερες την Ιταλία και τη Γερμανία. Το αντίστροφο παρατηρείται για τις επενδύσεις σε ακίνητα, οι οποίες προέρχονται κυρίως από χώρες εκτός ΕΕ (2021: 54% και 2022: 65%), με σημαντικότερες τις ΗΠΑ, το Χονγκ Κονγκ, την Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σιγκαπούρη και το Ισραήλ.
Με βάση τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, οι ΞΑΕ κατευθύνονται κυρίως στον τομέα της μεταποίησης (είδη διατροφής-ποτά-προϊόντα καπνού και στις λοιπές μεταποιητικές βιομηχανίες), στον τομέα των υπηρεσιών (χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες, ενέργεια και διαχείριση ακίνητης περιουσίας) και στις ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων.Σημειώνεται ότι στον κλάδο των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων καταγράφονται και οι επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα που λειτουργούν ως χρηματοοικονομικό όχημα (συναλλαγές μέσω εταιρίας συμμετοχών) μεταξύ του άμεσου επενδυτή και της τελικής επιχείρησης άμεσης επένδυσης.
Πώς θα διατηρηθεί η δυναμική
Όπως συμπεραίνει η ΤτΕ, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται σταθερή αυξητική τάση των ΞΑΕ, η οποία οφείλεται αφενός σε διαρθρωτικούς και συγκυριακούς παράγοντες και αφετέρου στην επιτάχυνση της υλοποίησης του στρατηγικού σχεδίου του ΤΑΙΠΕΔ για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Παράλληλα, δόθηκε προτεραιότητα στο ζήτημα των ΞΑΕ και εντάθηκαν οι επαφές κυβερνητικών στελεχών με δυνητικούς επενδυτές στο εξωτερικό.
Ωστόσο, οι επενδύσεις με σκοπό τη δημιουργία νέων άμεσων παραγωγικών επιχειρήσεων ή νέων εγκαταστάσεων παραμένουν ακόμη σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Επιπλέον, μετά από μια 8ετία (2012-2019) που οι επενδύσεις παγίων κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στο 11,1% του ονομαστικού ΑΕΠ, το 2022 διαμορφώθηκαν στο 13,7%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε €28,5 δισ. σε τρέχουσες τιμές (€26,7 δισ. σε σταθερές τιμές έτους αναφοράς 2015, 13,9% του πραγματικού ΑΕΠ).
Παρά ταύτα, για άλλο ένα έτος, το 13ο στη σειρά, υπολείπονταν των αποσβέσεων παγίων με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας (2010-2022 απώλειες €101,1 δισεκ. σε τρέχουσες τιμές).
Σύμφωνα με την ΤτΕ, προαπαιτούμενα για την προσέλκυση επιπρόσθετων ΞΑΕ αποτελούν οι υποδομές (μεταφορών, ενέργειας, πληροφορικής και επικοινωνιών), η ανάπτυξη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης και η ενσωμάτωση της χώρας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναδειχθούν τα περιθώρια που υπάρχουν για την ανάπτυξη νέων επενδύσεων. Ήδη η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζει το πρόγραμμα “Πρωτοβουλία Synergassia”, με ενημερωτικές δράσεις που προβάλλουν στη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα τις περιοχές της ελληνικής περιφέρειας και τους κλάδους που εμφανίζουν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες.
Γενικότερα, για να προσελκύσει η χώρα άμεσες ξένες επενδύσεις, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και να δοθεί έμφαση στην άρση αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και η αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών.
Συν τοις άλλοις, απαιτείται η υλοποίηση δράσεων για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι αναγκαία η αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, με έμφαση στην αναβάθμιση των υποδομών και στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.
Παράλληλα, είναι απαραίτητη η συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, ιδίως με πρωτοβουλίες που οδηγούν σε βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της ποιότητας των θεσμών διακυβέρνησης, όπου εντοπίζονται μεγάλες υστερήσεις από τις βέλτιστες πρακτικές.
Αναπόσπαστο μέρος της προσπάθειας αυτής είναι η έγκαιρη και πλήρης υλοποίηση των δράσεων που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η πλήρης αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, καθώς επίσης και ο καλός συντονισμός και η επιχειρησιακή ετοιμότητα της δημόσιας διοίκησης.