Η πρόσφατη δημοσιοποίηση από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας των αποτελεσμάτων του τρίτου μέρους της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων συνθηκών των ελληνικών συστημικών τραπεζών, δεν έτυχε της κατάλληλης προβολής και προσοχής, καθώς ακόμα κρατούσε ο πυρετός των αποεπενδύσεων και η εξόχως τραπεζοκεντρική δραστηριότητα του Χρηματιστηρίου.

Την όλη ευθύνη είχε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) σε συνεργασία με την ΕΚΤ και τις εθνικές εποπτικές αρχές.

Η άσκηση προσομοίωσης βασίστηκε σε στατική προσέγγιση των ισολογισμών των τραπεζών, λαμβάνοντας υπόψη τη χρηματοοικονομική και κεφαλαιακή θέση τους κατά την 31.12.2022, με προβολή ακραίων συνθηκών σε χρονικό ορίζοντα τριετίας (2023-25), βάσει ενός βασικού και ενός δυσμενούς σεναρίου.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν να βγουν ισχυρότερες από την πιο αυστηρή, μέχρι στιγμής, άσκηση ανθεκτικότητας, καταγράφοντας θεαματικά καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ασκήσεις του 2021 και του 2018, λόγω της αποτελεσματικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και της εξ αυτής κατά το πλείστον αύξησης της κερδοφορίας τους κατά τα τελευταία έτη.

Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, λοιπόν, των 4 συστημικών τραπεζών κατατάχθηκε στην 4η θέση μεταξύ 16 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι της 11ης και 15ης θέσης το 2021 και 2018 αντίστοιχα.

Επίσης, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα κατατάχθηκε στην 1η θέση μεταξύ των τραπεζικών συστημάτων των χωρών του Νότου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντυπωσιακά πράγματι επιτεύγματα.

Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η κατάταξη αυτή και οι αποδόσεις των ελληνικών τραπεζών δημιουργούν εύλογες προσδοκίες για μείωση των εποπτικών τους κεφαλαιακών απαιτήσεων, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό και θα καταλάβετε αμέσως γιατί, πέραν των προφανών λόγων.

Εκ των προαναφερόμενων προσδοκιών, λοιπόν, απορρέει η δυνατότητά τους “για την ανταμοιβή των μετόχων τους με τη μορφή μερισμάτων σε μετρητά ή/και επαναγοράς μετοχών στο άμεσο μέλλον”! Ουσιαστικά, επισήμως και με τη βούλα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν το ελεύθερο πλέον να δώσουν μερίσματα για τη χρήση του 2023, αλλά και να προχωρήσουν σε αγορές ιδίων μετοχών, αν το επιθυμούν.

Ήδη, η Εθνική τράπεζα έχει εκδηλώσει ανοιχτά το ενδιαφέρον της να αγοράσει από το ΤΧΣ ένα ποσοστό 5% από το 18,3% που απέμεινε στο Ταμείο, μετά την πρόσφατη διάθεση του 22%, γνωρίζοντας προφανώς τα συμπεράσματα της αυστηρής αυτής άσκησης. Αλλά, με τέτοιες αποφάσεις, φυσικά όχι μόνο οι τράπεζες, δεν υπάρχει άμεσος επηρεασμός της τιμής και της πορείας μιας μετοχής; Γενικότερα θέμα, που χρήζει ευρύτερων προβληματισμών

Επανερχόμενος στα των αποτελεσμάτων της άσκησης, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, αν και επισημαίνεται ότι έχουν βελτιώσει σημαντικά τις κεφαλαιακές τους θέσεις και την ποιότητα του ενεργητικού τους, όπως ρητά αναφέρεται, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να εφαρμόσουν τις ακόλουθες οδηγίες:

  • Να επικεντρωθούν στην επέκταση του χαρτοφυλακίου δανείων – πράγμα που σήμερα δεν συμβαίνει, δυστυχώς – και να αποφύγουν τη συγκέντρωση κινδύνου σε συγκεκριμένους κλάδους
  • Να ενισχύσουν τη διαχείριση των κινδύνων που απορρέουν από τη χορήγηση δανείων – πράγμα που συντελεί όμως στην αυστηροποίηση χορήγησης νέων δανείων, αναιρώντας την προηγηθείσα προτροπή!
  • Να ενισχύσουν περαιτέρω το εισόδημα τους – αλλά, χωρίς πιστωτικό κίνδυνο – από προμήθειες, προτείνοντας ακόμα και συνθετικές τιτλοποιήσεις, Ειδικά αυτά τα δύο σημεία κρατήστε τα, εννοώ τις προμήθειες και τις ειδικές τιτλοποιήσεις, θα τα βρούμε μπροστά μας…
  • Να ενσωματώσουν τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές για το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (ESG).

Σημειώνω ότι η επόμενη παρόμοια άσκηση έχει προγραμματιστεί για το 2025, οπότε οι ελληνικές τράπεζες, θα πρέπει να προετοιμάζονται τόσο για την άσκηση της ΕΚΤ για την ανθεκτικότητα των δραστηριοτήτων τους στον κυβερνοχώρο, όσο και για την άσκηση Κλιματικών Κινδύνων της ΕΑΤ, που είναι προγραμματισμένες για το 2024.

Διαβάστε ακόμη: