Συναντήσεις με επενδυτές των ΗΠΑ διοργάνωσε η JP Morgan, σε Νέα Υόρκη και Βοστώνη, με θέμα τις ελληνικές τράπεζες και γενικότερα τις τράπεζες της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης.
Όπως επισημαίνει, οι ελληνικές τράπεζες αποτέλεσαν ξεκάθαρα το επίκεντρο των συζητήσεων αυτών, με μεγάλο ποσοστό των διαχειριστών να έχουν ήδη επενδύσει στις μετοχές τους, ενώ όσοι δεν είχαν ακόμη επενδύσει φάνηκαν πρόθυμοι να αποκτήσουν θέσεις.
Η JPM επισημαίνει πως το κλίμα γύρω από τις ελληνικές τράπεζες ήταν γενικά θετικό, ενώ δέχθηκε αρκετές ερωτήσεις σχετικά με τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) και την ευαισθησία των ελληνικών τραπεζών στα χαμηλότερα επιτόκια – κάτι που δείχνει ότι η εστίαση μετατοπίζεται στους κινδύνους για τα έσοδα έπειτα από τις ισχυρές επιδόσεις φέτος.
Ειδικότερα, στην ερώτηση του πόσο η ίδια ανησυχεί για την ευαισθησία των εσόδων των ελληνικών τραπεζών στην (προσεχή) μείωση των επιτοκίων, η JP Morgan επισήμανε τα εξής:
Καθώς ο κύκλος αύξησης των ΝΙΙ λόγω των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων φτάνει πλέον στην τελευταία του φάση, κάποιοι από τους επενδυτές που συνάντησε εξέφρασαν ανησυχίες για την πορεία των εσόδων των ελληνικών τραπεζών, υποστηρίζοντας πως κάποιοι από τους παράγοντες που οδήγησαν στην εκτόξευση των καθαρών εσόδων από τόκους για το σύνολο του κλάδου (+51% σε μέσο όρο στο εννεάμηνο του 2023) μπορεί να οδηγήσουν και πάλι σε πιέσεις όταν ο κύκλος των επιτοκίων αλλάξει.
Οι αναλυτές της JP Morgan τόνισαν ότι γενικότερα συμφωνούν με αυτό το αφήγημα, λαμβάνοντας υπόψη τις δομές δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου και τις σχετικά περιορισμένες διαρθρωτικές αντισταθμίσεις στην Ελλάδα, αλλά θεωρούν ότι η επιτάχυνση της αύξησης του όγκου των δανείων και οι σχετικά χαμηλές πιέσεις στο κόστος των καταθέσεων θα διατηρήσουν τη στήριξη των NII.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τον όγκο δανείων, έπειτα από ένα αδύναμο εννεάμηνο φέτος, η JPM εκτιμά ότι θα σημειωθεί ορατή βελτίωση του 2024 καθώς οι αποπληρωμές από τις επιχειρήσεις τελειώνουν, ενώ θα υποστηριχθούν και από τις νέες εκταμιεύσεις οι οποίες κινούνται στο 14% περίπου του ΑΕΠ ετησίως, από 7% περίπου το 2018.
Επίσης, τα καθαρά έσοδα από τόκους θα είναι σταθερά το 2024, όπως εκτιμά, ενώ θα μειωθούν κατά 5% το 2025 με το επιτόκιο της ΕΚΤ να τοποθετείται στο 2,5% στο 2025.
Η JP Morgan τονίζει ότι οι εκτιμήσεις της είναι υψηλότερες από τη συναίνεση κατά 8% και 6% το 2024 και 2025, αντίστοιχα.
Επίσης, ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων αναμένεται να διαμορφωθεί στο 11,5% το 2025, και στο 13% σε μέσο όρο το 2023-2025 με τις πιθανότητες να κινηθούν ακόμη υψηλότερα να είναι υψηλές χάρη και στην αναμενόμενη εξομάλυνση του κόστους κινδύνου σε χαμηλότερα επίπεδα.