Δεν έχει παρέλθει ο κίνδυνος της ενεργειακής κρίσης για την οικονομία, όπως επισημάνθηκε στη σημερινή (21/02) έκθεση του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης που αποτυπώνει την κατάσταση όπως διαμορφώθηκε στην αγορά ενέργειας το περασμένο έτος, αλλά και τις προοπτικές για εφέτος.
Μεταξύ των ευρημάτων της έκθεσης, κατά το 2022 παρατηρήθηκε «εκτόξευση» (πενταπλάσια σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2018 και του 2019) στην αγορά χονδρικής, με τη μέση τιμή εκκαθάρισης της αγοράς (ΤΕΑ) να διαμορφώνεται κατά μέσον όρο στα 279.39€ ανά μεγαβατώρα, ιδίως χάρη στην άνοδο της τιμής του φυσικού αερίου. Ακόμη, εντυπωσιακή ήταν αύξηση των τιμών των ρύπων που ξεπέρασαν τα 98€ ανά τόνο πέρυσι.
Παράλληλα, στην Ελλάδα κατεγράφη η μεγαλύτερη μείωση στη ζήτηση ηλεκτρισμού ανάμεσα σε δεκαπέντε χώρες. Συγκεκριμένα, η μείωση έφθασε κοντά στο 13% κατά το δ’ τρίμηνο του περασμένου έτους, ενώ, είχε προηγηθεί ήδη μικρότερη μείωση περί του 2.5% για τα τρία πρώτα τρίμηνα του έτους.
Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας
Στην έκθεση του Ινστιτούτου σημειώθηκε ότι ο λιγνίτης επανήλθε δυναμικά στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, όμως, παράλληλα, το 2022 ήταν έτος – ρεκόρ για την εγκατάσταση μονάδων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς προστέθηκαν 1.700 MW νέας εγκατεστημένης ισχύος. Ωστόσο, διαπιστώθηκαν σοβαρές αδυναμίες στο ηλεκτρικό δίκτυο διανομής με αποτέλεσμα για πρώτη φορά να υπάρξουν περικοπές στην έγχυση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Επιπλέον, η Ελλάδα κατέγραψε αθρόες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, υψηλότερες από κάθε άλλη φορά, ιδίως μέσω της Αγίας Τριάδας στον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας. Αλλά για πρώτη φορά φορά, η χώρα κατέστη εξαγωγέας φυσικού αερίου προς τις βόρειες χώρες και ενίσχυσε την επιρροή στη ΝΑ Ευρώπη. Παρά την έκδηλη ανάγκη για ενίσχυση του ενεργειακού μίγματος με συμβατικές πηγές που χρησιμοποιεί η πλειονότητα των καταναλωτών, δεν υπάρχει συντεταγμένη πολιτική από το νέο ΕΣΕΚ, καθότι ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τις ανανεώσιμες πηγές και το υδρογόνο, σημειώθηκε.
Προκλήσεις
Η Κομισιόν υποβάθμισε την εκτίμηση της ελληνικής οικονομίας για το περασμένο έτος, αλλά αναβάθμισε τις προβλέψεις για το 2023 και το 2024. Σε ό,τι αφορά το 2022, ο πληθωρισμός –που διαμορφώθηκε στο 9.6%– αναμένεται να επιβαρύνει τις επιδόσεις του δευτέρου τριμήνου. Οι ενεργειακές επιδοτήσεις αναμένεται να έχουν, επίσης, επίδραση στους ισολογισμούς, αφού έχουν ανέλθει στα 8.2 δισ. ευρώ, τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες.
Μεταξύ των υφιστάμενων προκλήσεων ξεχωρίζουν η ανάγκη συντονισμού μεταξύ μίας πλέον αυστηρής νομισματικής πολιτικής και στοχευμένων μέτρων δημοσιονομικής στήριξης, ο κίνδυνος να αποκτήσει διάρκεια η επιβράδυνση της οικονομίας, καθώς και η ενεργειακή κρίση να αποκτήσει νέα ένταση το β’ εξάμηνο του 2023.
Τέλος, υπογραμμίσθηκε ότι η υψηλή μεταβλητότητα στις τιμές ενέργειας προκαλεί αυξημένη αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ενώ, δεν αποκλείεται κλιμάκωση του λεγόμενου «εισαγόμενου» πληθωρισμού, λόγω κυρίως των υψηλών τιμών των ενεργειακών αγαθών, με τους δείκτες αποπληθωρισμού των εισαγωγών και των εξαγωγών να υπερβαίνουν σημαντικά τους αντίστοιχους δείκτες της κατανάλωσης και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου.
Διαβάστε ακόμη: