Η Ελλάδα αναθεωρεί ριζικά προς τα κάτω, τους δικούς της στόχους της ‘πράσινης μετάβασης’ και προχωρεί σε πλήρη διαφοροποίηση από τις Βρυξέλλες.

Είναι η πρώτη φορά που η Αθήνα, παίρνει σαφείς αποστάσεις από βασικές πολιτικές της Ε.Ε. λόγω του πολύ υψηλού κόστους της εφαρμογής τους.

Η Ελληνική κυβέρνηση και το ΥΠΕΝ απέρριψαν ουσιαστικά την κοινοτική πρόταση για μείωση κατά 90% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2040. Αυτό δείχνει την αυξανόμενη ανησυχία της Αθήνας για τα κόστη της πράσινης μετάβασης.

Ενδεικτική της στάσης της κυβέρνησης ήταν και η αντίθεση που εξέφρασε η ελληνική αντιπροσωπεία κατά τη συζήτηση που έγινε προ ημερών στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος της ΕΕ για τον κλιματικό στόχο της μείωσης των εκπομπών ρύπων κατά 90% έως το 2040.

Έτσι, η αλλαγή υποδείγματος της κυβερνητικής πολιτικής απέναντι στην πράσινη μετάβαση είναι γεγονός όπως γεγονός είναι και η απόρριψη από τον ΥΠΕΝ Θεόδωρο Σκυλακάκη, της πολιτικής που είχε χαράξει ο προηγούμενος ΥΠΕΝ κος Σκρέκας.

Η νέα πράσινη κυβερνητική πολιτική «ξαναγράφει» το ΕΣΕΚ ενώ παράλληλα χαμηλώνει ο πήχης για ηλεκτροκίνηση, κτίρια, νέες τεχνολογίες.

Ο Γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, του ΥΠΕΝ, Πέτρος Βαρελίδης, πρόσφατα από τις Βρυξέλλες ανέφερε ότι θα πρέπει να εξηγηθούν καλύτερα και απλούστερα τα οφέλη των πολιτικών για κλιματική ουδετερότητα για κάθε διαφορετικό κλάδο και όπου υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις να αντιμετωπιστούν με κατάλληλα οικονομικά εργαλεία, υπογραμμίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για να πείσει τους άλλους μεγάλους ρυπαντές να ακολουθήσουν παρόμοιες πολιτικές, καθώς η συνεχής μονομερής αύξηση της φιλοδοξίας υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Σχέδιο Κομισιόν για τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας: Πως το κρίνουν οι επιχειρηματίες των ΑΠΕ

Γιατί η Αθήνα απορρίπτει το μοντέλο των Βρυξελλών

Οι απαιτήσεις, αλλά και οι επιπτώσεις, που συνεπάγεται η εφαρμογή της στρατηγικής για την πράσινη μετάβαση, προκαλούν έντονο προβληματισμό στην Αθήνα. Αυτός αποτυπώθηκε μεταξύ άλλων στα όσα είπε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρος Σκυλακάκης:

«Καλύτερα να βάλεις ρεαλιστικούς στόχους και να τους πετύχεις, παρά στόχους που μετά θα τους ανατρέψεις με τεράστιο κόστος αξιοπιστίας και επενδύσεων», ανέφερε χαρακτηριστικά προσθέτοντας: «εμείς δεν θέλουμε να κάνουμε πιο αργά την πράσινη μετάβαση, αλλά να την κάνουμε πιο αποτελεσματικά. Δεν πιστεύω ότι χρειαζόμαστε νέα φορολογία. Αν κάνουμε σωστά τη μετάβαση, θα έχουμε υψηλά οφέλη στο ΑΕΠ».

Από την πλευρά του ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του ΥΠΕΝ, Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, μιλώντας σε συνέδριο, αναφέρθηκε στις απαιτήσεις για την επίτευξη των στόχων για την κλιματική ουδετερότητα, με επίκεντρο την εξοικονόμηση ενέργειας και την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων.

«Βλέπουμε ότι είναι μεγάλοι στόχοι που προφανώς έχουμε βούληση να ακολουθήσουμε, αλλά μάλλον πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί όταν τους θέτουμε. Εκφράσαμε στις Βρυξέλλες την αντίρρησή μας στην πρόταση της Κομισιόν για μείωση των εκπομπών κατά 90% ως το 2040. Πρέπει να ανασχεδιαστεί. Η επίσημη θέση μας συμβαδίζει με το σκεπτικισμό. Η νέα Κομισιόν πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με πιο δημιουργικό τρόπο ώστε η Πράσινη Συμφωνία να μη χάσει τη λαϊκή αποδοχή», σημείωσε ο κ. Αϊβαλιώτης.

Τα παραδείγματα τριών οδηγιών και οι συνέπειες

Ο κ. Αϊβαλιώτης, εξηγώντας με παραδείγματα πώς η εμμονή της γραφειοκρατίας της ΕΕ να βάζει ολοένα και πιο φιλόδοξους στόχους, ενέχει τον κίνδυνο να δυναμιτίσει την στήριξη των ευρωπαίων πολιτών στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, έφερε τρία παραδείγματα νέων Οδηγιών, που έχουν έρθει πρόσφατα, καθώς και τα κόστη που συνεπάγεται η εφαρμογή τους στην Ελλάδα.

Η πρώτη αφορά την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών που ανήκουν σε ενεργειακή κλάση κάτω από «Ε», δηλαδή σπίτια που έχουν κατασκευαστεί με τον ισχύοντα κανονισμό θερμομόνωσης, μετά το 1979. Αυτά πρέπει έως το 2035 να έχουν αναβαθμιστεί τουλάχιστον σε κλάση «Ε».

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που παρέθεσε ο κ. Αιβαλιώτης, μιλάμε για περίπου 1,3 εκατομμύρια κατοικίες στην Ελλάδα και για ένα υπολογιζόμενο κόστος της τάξης των 25 δισ ευρώ μέχρι το 2035.

Η δεύτερη Οδηγία αφορά την καθολική απαγόρευση μέχρι το 2040 όλων των καυστήρων και λεβήτων πετρελαίου και φυσικού αέριου, τους οποίους σήμερα επιδοτούμε, και την αντικατάσταση τους με αντλίες θερμότητας ή άλλα μέσα. Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, όπως είπε ο Γενικός, το κόστος θα ανέλθει σε άλλα 25 δισ. ευρώ.

Μέχρι τώρα μιλάμε για ένα επιπλέον λογαριασμό κοντά στα 50 δισ ευρώ, ο οποίος δεν είχε υπολογιστεί από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), όταν είχε δημοσιοποιηθεί το Νοέμβριο του 2023. Έβγαζε ήδη έναν αρκετά μεγάλο λογαριασμό όσον αφορά τις δαπάνες της πράσινης μετάβασης μέχρι το 2030, της τάξης των 190 δισ ευρώ, χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνει όλα τα παραπάνω.

Το τρίτο παράδειγμα που έφερε ο κ. Αϊβαλιώτης είναι αυτό για την αντικατάσταση μέχρι το 2050, όλων των κλιματιστικών που χρησιμοποιούν ως ψυκτικό μέσο φθόριο ή μείγματά του, και την αγορά κλιματιστικών που χρησιμοποιούν πεντάνιο. Εδώ το κόστος, όπως είπε, είναι άγνωστου ύψους.

ηλεκτροκίνηση

Στην Αθήνα ξαναγράφουν το ΕΣΕΚ

Η νέα πράσινη κυβερνητική πολιτική «ξαναγράφει» το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, με μειωμένες προσδοκίες σε ηλεκτροκίνηση, κτίρια, νέες τεχνολογίες.

Το ΥΠΕΝ βάζει πιο ρεαλιστικούς στόχους ανάλογους με τα δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας.

Πρακτικά εγκαταλείπεται το επενδυτικό πακέτο ύψους 192 δισ ευρώ που είχε περάσει το δίδυμο Σκρέκα-Σδούκου και στοίχιζε όσο ένα ελληνικό ΑΕΠ.

Το ΕΣΕΚ το οποίο εστάλη το Δεκέμβριο στις Βρυξέλλες, προέβλεπε πολύ μεγάλες επιδοτήσεις για ηλεκτροκίνηση και κτίρια.

Το νέο ΕΣΕΚ, με λιγότερες ενισχύσεις, και πιο στοχευμένες προβλέψεις σε όλες σχεδόν τις τεχνολογίες, πλην των ΑΠΕ, εκτιμάται ως πιο ρεαλιστικό στο ΥΠΕΝ.

Η πρόβλεψη για τις επενδύσεις, θα παραμείνει η ίδια. Η Ελλάδα από πέρυσι έχει ήδη πιάσει τον εθνικό στόχο για το 2030, με βάση τα έργα σε λειτουργία και εκείνα με οριστικές προσφορές σύνδεσης.

Σε όλες τις άλλες κατηγορίες γίνεται αναθεώρηση προς τα κάτω και μάλιστα σημαντική.

Ο ΥΠΕΝ κος Σκυλακάκης, σε σύσκεψη με την ομάδα του ΚΑΠΕ, είπε ότι το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης έχει αναλάβει την επεξεργασία του νέου ΕΣΕΚ, με ορίζοντα αποστολής του στις Βρυξέλλες ως τον Ιούνιο.

Το ενδιαφέρον της σύσκεψης βρίσκεται στις προβολές του κόστους των πράσινων πολιτικών πάνω στους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα 25 χρόνια.

Οι εκτιμητές λένε ότι αν επιτύχουμε όλους τους στόχους του ΕΣΕΚ, για ηλεκτροκίνηση, εξοικονόμηση στα κτίρια, μαζικές επιδοτήσεις του παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, πολλά έργα στο υδρογόνο και άλλες τεχνολογίες, τότε οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ελλάδας θα προσγειωθούν στο 0,6% κατά μέσον όρο μέχρι το 2050 !

«Πρέπει να ακολουθήσουμε περιοριστική πολιτική δαπανών για τις επιδοτήσεις αγοράς ηλεκτρικών οχημάτων, αναβάθμισης του κτιριακού τομέα εξοικονόμησης και γενικότερα στις μεταφορές, όπως οι χερσαίες αλλά και η ναυτιλία, η μακροχρόνια ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα πέσει στο 0,6% όπως προβλέπουν οι διεθνείς οργανισμοί» μας λέει κορυφαίο στέλεχος του ΥΠΕΝ.

Το ΚΑΠΕ θα περιμένει να πάρει πρώτα στοιχεία από το Σώμα Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ) του υπ. Εθνικής Οικονομίας για να κάνει τους υπολογισμούς του.

Ο προσανατολισμός όμως είναι, τα κόστη από τις πράσινες πολιτικές να αφήνουν περιθώρια μέχρι το 2050, για μια μακροχρόνια ανάπτυξη του ΑΕΠ με ένα μέσο ετήσιο όρο, σε κάθε περίπτωση άνω του 1%.

Στην ηλεκτροκίνηση, οι επενδύσεις δεν θα είναι 100 δισ ευρώ μέχρι το 2030, όσες έλεγε το ΕΣΕΚ. Ούτε και στον κτιριακό τομέα, μαζί με την αντικατάσταση παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, θα φτάνουν τα 50 δισ. ευρώ.

Ποιοι προετοίμασαν το έδαφος για την αναθεώρηση

Υπήρχαν ήδη σημάδια ότι έρχονται ουσιώδεις μειώσεις στην κυβερνητική πολιτική για τη πράσινη μετάβαση.

Πριν μια εβδομάδα στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος, όπου ο ΓΓ του ΥΠΕΝ Πέτρος Βαρελίδης, που εκπροσωπούσε τον υπουργό, εξέφρασε το «όχι» της Ελλάδας σε μια κοινοτική κλιματική πρόταση:

Να μειώσουν οι 27 χώρες της ΕΕ μέχρι το 2040 κατά 90% τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με εκείνες του 1990.

Ήταν η πρώτη φορά που η χώρα μας, από τους πιο σκληρούς πράσινους στην ΕΕ, έλεγε όχι σε μια σημαντική κλιματική πρόταση της Κομισιόν.

Ανανεώσιμες πηγές Ενέργειας

Τι θα σήμαινε το παλαιό ΕΣΕΚ

Η μείωση κατά 90% των εκπομπών μέχρι το 2040 θα σήμαινε ότι στις τρεις δεκαετίες μεταξύ 1990 και 2021, τα 27 κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν καταφέρει να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 30%, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος.

Για να επιτευχθεί το 90%, θα πρέπει στα 15 επόμενα χρόνια ως το 2040, οι χώρες να κάνουν πολλαπλάσιες επενδύσεις απ’ όσες έκαναν μαζί όλα τα τριάντα τελευταία χρόνια.

«Το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στις επιδοτήσεις που όσο γενναίες και αν είναι, δεν επαρκούν για τέτοιες προσαρμογές. Βρίσκεται στο γεγονός, ότι τα οφέλη από την πράσινη μετάβαση δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς στους πολίτες, ότι οι κοινωνικές αντιδράσεις μεγαλώνουν, και κυρίως ότι οι μεγάλοι ρυπαντές του πλανήτη (Κίνα, ΗΠΑ), εκμεταλλεύονται την εφαρμογή με θρησκευτική ευλάβεια από την ΕΕ της πράσινης ατζέντας, για να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά τους σε βάρος της Ευρώπης» όπως είπε ο κ. Βαρελίδης.

Η υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών σε κλάση τουλάχιστον «Ε» μέχρι το 2035, στην Ελλάδα αφορά 1,3 εκατ σπίτια και υπολογίζεται ότι θα κοστίσει 25 δισ ευρώ.

Η υποχρεωτική απαγόρευση μέχρι το 2040 όλων των συμβατικών καυστήρων πετρελαίου και αερίου, υπολογίζεται σε άλλα 25 δισ.

Η επίσης υποχρεωτική αντικατάσταση μέχρι το 2050 όλων των κλιματιστικών που λειτουργούν σήμερα με ψυκτικό μέσο που έχει ουσία το φθόριο, σημαίνει ένα δισεκατομμύρια κόστος και από αυτήν.

«Οι υπέρμετρα φιλόδοξοι στόχοι της ΕΕ θέτουν εν κινδύνω τη λαϊκή αποδοχή της πράσινης μετάβασης» είπε ο Γενικός.

Από την πλευρά του ο ΥΠΕΝ Θόδωρος Σκυλακάκης συνέδεσε τα δημοσιονομικά κόστη της πράσινης μετάβασης με τους πόρους που χρειάζεται η ελληνική οικονομία για μέτρα πρόληψης απέναντι στη κλιματική αλλαγή, τονίζοντας ότι ανεξάρτητα από τη μελλοντική πορεία των ρύπων, οι κλιματικές επιπτώσεις θα συνεχίσουν να είναι εδώ. Συνεπώς χρειάζεται έμφαση στην πρόληψη και προσαρμογή στις σχετικές δαπάνες.

«Μπορεί μια χρονιά να στοιχίσουν οι καταστροφές το 2% του ΑΕΠ της χώρας και την άλλη καθόλου. Δεν γνωρίζεις πότε και πως θα σε χτυπήσει, αλλά η Ευρώπη δεν έχει δώσει τη δέουσα έμφαση στο θέμα», ανέφερε.

Μεγάλο μειονέκτημα της πράσινης μετάβασης είναι ότι η Ευρώπη παλεύει μόνη της.

Άλλη απόδοση έχουν οι δαπάνες όταν παλεύουν όλοι μαζί κατά της κλιματικής αλλαγής, δηλαδή και οι μεγάλοι ρυπαντές Κίνα και ΗΠΑ, και άλλη όταν είναι κανείς μόνος, γεγονός που κάνει ακόμη δυσβάσταχτα τα κόστη.

«Αν προστεθεί στα παραπάνω και η γεωπολιτική αβεβαιότητα, τότε προκύπτει μια δύσκολη πραγματικότητα για μια χώρα όπως η Ελλάδα. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση προκρίνει στην παρούσα φάση μια πιο συντηρητική πολιτική και γι’ αυτό είπε όχι στην πρόταση της Κομισιόν για στόχο μείωσης ρύπων 90% ως το 2040», εξήγησε ο ΥΠΕΝ.

Διαβάστε ακόμη: