Η αύξηση των επιτοκίων παρέμβασης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατά μισή ποσοστιαία μονάδα –η πρώτη της αύξηση εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία– σηματοδοτεί την πρώτη κίνηση απομάκρυνσης από την πολιτική άσκησης μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, η Ευρωζώνη έχει ήδη πληγεί από την άνοδο των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, την επιβράδυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την πτώση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών.
Σε αυτό το σκηνικό, η πρόσφατη πολιτική κρίση στην Ιταλία και η αύξηση των γεωπολιτικών κινδύνων σχετικά με την ένταση της ροής του φυσικού αερίου τον επόμενο χειμώνα από τη Ρωσία στην Ευρώπη δημιουργεί ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, εντός του οποίου η ΕΚΤ οφείλει να κινηθεί.
Η κίνηση της ΕΚΤ υπαγορεύθηκε από την ανάγκη συμπίεσης των πληθωριστικών προσδοκιών στην Ευρωζώνη και τη στήριξη της ισοτιμίας του ενιαίου νομίσματος, καθώς υποτιμήθηκε έναντι του αμερικανικού δολαρίου και διαπραγματεύεται τις τελευταίες μέρες κοντά στην απόλυτη ισοτιμία 1/1.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα που εγείρεται είναι αν η αύξηση των επιτοκίων, άρα και η αυστηροποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης, θα μπορούσε να εξασθενήσει τα κίνητρα υλοποίησης επενδυτικών σχεδίων, περιορίζοντας τη ζήτηση για δάνεια και κατά συνέπεια, την πιστωτική επέκταση στη Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ).
Από την πλευρά της προσφοράς, οι ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται σε καλύτερη χρηματοοικονομική κατάσταση (υψηλότερη κερδοφορία, βελτιωμένοι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, ποιότητα χαρτοφυλακίου), σε σύγκριση με την κρίση δημοσίου χρέους της προηγούμενης δεκαετίας.
Ωστόσο, η είσοδος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ σε έναν ανοδικό επιτοκιακό κύκλο και η λήξη της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ), τον περασμένο Ιούνιο, τερματίζουν ουσιαστικά μία περίοδο οκτώ ετών φθηνής πρόσβασης των ευρωπαϊκών τραπεζών σε κεφάλαια της Κεντρικής Τράπεζας.
Οι ΣΠΠΜΑ συγκαταλέγονται στα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και μέσω αυτών παρέχονταν μακροπρόθεσμα δάνεια στις τράπεζες με ευνοϊκούς όρους προσφέροντάς τους κίνητρο για να αυξήσουν τη χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές στη ΖτΕ.
Καθώς η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μία ισχυρότατη ενεργειακή κρίση και κατά συνέπεια, τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού, η επιχειρηματική δραστηριότητα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει σημαντική αύξηση του κόστους χρηματοδότησής της, εξέλιξη που θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στις επενδύσεις.
Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός της ΖτΕ έφθασε σε επίπεδα – ρεκόρ τον Ιούνιο (8,6%), η στρατηγική της ΕΚΤ να επικεντρωθεί στον περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων και προσδοκιών ήταν σχεδόν μονόδρομος.
Πόσο αποτελεσματική, όμως, μπορεί να είναι σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού κόστους; Εκτιμάται ότι είναι σημαντικό οι ιθύνοντες χάραξης της νομισματικής πολιτικής να ακολουθήσουν έναν πιο σταδιακό ρυθμό αύξησης των επιτοκίων, ώστε η αναμενόμενη μείωση της ζήτησης χρήματος να είναι αντιπληθωριστική, χωρίς να προκαλεί σοβαρή και παρατεταμένη ύφεση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Οι ανησυχίες για την ποιότητα του ενεργητικού των επιχειρήσεων ενδέχεται να εμφανιστούν στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλοί κλάδοι επλήγησαν κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης και ιδιαίτερα οι μικρές επιχειρήσεις στη ΖτΕ, η αύξηση των επιτοκίων χρηματοδότησης θα λάβει χώρα σε ένα σχετικά επιβαρυμένο περιβάλλον.
Ωστόσο, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις με ευκολότερη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές μπορούν ευχερέστερα να καλύψουν τις ανάγκες ρευστότητάς τους και επιπλέον, είναι λιγότερο ευάλωτες στις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης.
Επίσης, τα συσσωρευμένα αποθέματα μετρητών μπορούν να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να απορροφήσουν τις τρέχουσες πιέσεις τιμών, αλλά μόνο εάν η ανάπτυξη δεν επιβραδυνθεί σημαντικά και οι τιμές της ενέργειας δεν αυξηθούν πολύ περισσότερο.