Το αμερικανικό δολάριο είναι πολύ πιο ισχυρό απ΄ό,τι ήταν εδώ και πολλές δεκαετίες και ο αντίκτυπος αυτής της ταχείας ανόδου γίνεται αισθητός σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο δείκτης της WSJ που παρακολουθεί την πορεία του δολαρίου έναντι καλαθιού με 16 νομίσματα αυξήθηκε 8,7% έως τα τέλη Ιουνίου, καταγράφοντας την καλύτερη επίδοση πρώτου εξαμήνου από το 2010. Τον Ιούλιο μέχρι στιγμής έχει ενισχυθεί επιπλέον 1,4%.
Ενώ τα νομίσματα των αναδυόμενων δέχονται συνήθως πιέσεις όταν οι επενδυτές στρέφονται στο ισχυρό δολάριο, αυτή την φορά υποχωρούν και τα νομίσματα των ανεπτυγμένων. Την προηγούμενη εβδομάδα, το ευρώ διολίσθησε κάτω από το επίπεδο της απόλυτης ισοτιμίας του έναντι του δολαρίου, αγγίζοντας το χαμηλότερο επίπεδο από το 2002.
Η άνοδος του δολαρίου καθοδηγήθηκε κυρίως από τις αυξήσεις των αμερικανικών επιτοκίων. Η Fed προχώρησε τον Ιούνιο σε μία επιτοκιακή αύξηση 75 μονάδων βάσης, τη μεγαλύτερη από το 1994 και οι διαμορφωτές πολιτικής της άφησαν να εννοηθεί ότι θα κάνουν το ίδιο και στη συνεδρίαση της επόμενης εβδομάδας.
Οι επενδυτές βλέπουν τις ΗΠΑ ως πηγή σταθερότητας εν μέσω των επιδεινούμενων παγκόσμων οικονομικών συνθηκών. Κάθε φορά που τοποθετούν χρήματα σε αμερικανικές μετοχές και ομόλογα, οι ξένοι επενδυτές χρησιμοποιούν δολάρια, ενισχύοντας το αμερικανικό νόμισμα.
Επίσης, ορισμένες κεντρικές τράπεζες αναδυόμενων έχουν αρχίσει να αυξάνουν τα επιτόκια σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό. Για παράδειγμα, η κεντρική τράπεζα της Βραζιλίας ξεκίνησε τον κύκλο της πιο αυστηρής νομισματικής πολιτικήςτο Μάρτιο του 2021, όταν το επιτόκιό της βρισκόταν στο ιστορικό χαμηλό του 2%. Το επιτόκιο ανέβηκε στο 13,25% τον Ιούνιο.
Τον προηγούμενο μήνα, οι αναδυόμενες γνώρισαν εκροές ύψους 4 δισ.δολαρίων, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Διεθνών Χρηματοοικονομικών (IIF). Οι εκροές, εξαιρουμένης της Κίνας, ήταν αντίστοιχες με προηγούμενα μακροοικονομικά σοκ, όπως το taper tantrum του 2013, οπότε η Fed τερμάτισε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Ωστόσο, οι εκροές παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα από τα αντίστοιχα στις αρχές της πανδημίας του Covid.
Oι χώρες δε, που εκδίδουν χρέος σε ξένο νόμισμα διατρέχουν κίνδυνο όταν τα νομίσματά τους υποτιμώνται επειδή το χρέος γίνεται πολύ ακριβό για να αποπληρωθεί. Οι κυβερνήσεις που κηρύττουν στάση πληρωμών του χρέους τους κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και την ικανότητα να χρηματοδοτούν βασικές δραστηριότητες.
Για παράδειγμα, η Σρι Λάνκα κήρυξε στάση πληρωμών το Μάιο. Ο συνδυασμός της κρίσης χρέους και του υψηλού πληθωρισμού έχει αφήσει την χώρα χωρίς δολάρια για να πληρώνει τις εισαγωγές βασικών αγαθών, όπως καύσιμα και φάρμακα.
Βεβαίως, το χρέος σε δολάρια των αναδυόμενων χωρών ποικίλει. Το χρέος σε δολάρια που έχει εκδοθεί από τις κυβερνήσεις της Αργεντινής, Ουκρανίας και Κολομβίας έχει ξεπεράσει το 20% του ΑΕΠ, με βάση στοιχεία του IIF για το πρώτο τρίμηνο, ενώ το ποσοστό είναι χαμηλότερο του 2% για ορισμένες χώρες της Ασίας και της Ευρώπης.
«Κάθε χώρα πάντως που έχει μεγάλο χρέος σε δολάρια αποτελεί πηγή ανησυχίας», σημειώνει ο Marcello Estevao, επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας στον τομέα μακροοικονομικών, εμπορίου και επενδύσεων.