Ως κίνηση υψηλής σημασίας εκτιμάται η ευχάριστη, απρόσμενη για πολλούς, έκπληξη που επεφύλαξε η Τουρκία στην πρόσφατη 25η Σύνοδο της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσης να υποστηρίξει, επισήμως και εμφατικά, την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα.
Η κατηγορηματική δήλωση της επικεφαλής του τμήματος καταπολέμησης της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων της Τουρκίας, Ζεϊνέπ Μποζ, πως δεν υπάρχει έγγραφο που να νομιμοποιεί την αγορά από το βρετανικό κράτος των γλυπτών που με πρωτοφανή βαρβαρότητα απέσπασε ο λόρδος Έλγιν από τον διάκοσμο του μοναδικής λαμπρότητας αρχαίου ελληνικού μνημείου, κατέρριψε ένα από τα πλέον βασικά βρετανικά επιχειρήματα επιβεβαιώνοντας, παράλληλα, με απόλυτο τρόπο, όσα εδώ και χρόνια υποστηρίζει η ελληνική πλευρά.
Για όσους παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις επί του ζητήματος, ωστόσο, η υποστήριξη της Τουρκίας, η οποία μάλιστα εξέφρασε, δια των εκπροσώπων της, την ανυπομονησία της «να γιορτάσουμε όλοι μαζί την επιστροφή των Γλυπτών», δεν προέκυψε ξαφνικά. Αντιθέτως, αποτελεί το αποκορύφωμα της θετικής, σε γενικές γραμμές, στάσης που κρατά τα τελευταία χρόνια σχετικά με ζήτημα και οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην εντατική προεργασία που έκανε η ελληνική αντιπροσωπεία πριν την πραγματοποίηση της Συνόδου.
«Η θετική αυτή έκβαση είναι το αποτέλεσμα της συστηματικής δουλειάς που κάναμε εκ των προτέρων προκειμένου να επικοινωνήσουμε τις θέσεις και τα επιχειρήματά μας στα άλλα κράτη» εξηγεί στο protothema.gr ο γενικός διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης Νικόλαoς Σταμπολίδης, ο οποίος συμμετείχε στη Σύνοδο της UNESCO και προσθέτει: «Η στάση της Τουρκίας σχετικά με το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα ήταν θετική και κατά το πρόσφατο παρελθόν. Αυτή τη φορά όμως πήγε ένα βήμα παραπέρα».
Στα στοιχεία που αποδεικνύουν την αυθεντικότητα ενός φιρμανιού εστίασε την επιχειρηματολογία της η ελληνική πλευρά αποδομώντας, με αποδείξεις, τους ισχυρισμούς των Βρετανών ότι ο Έλγιν απέσπασε, μετέφερε και πούλησε τα ελληνικά γλυπτά αριστουργήματα νόμιμα, έχοντας εξασφαλίσει ένα επίσημο έγγραφο.
Το ερώτημα λοιπόν που τέθηκε ήταν «τι συνιστά αυθεντικό φιρμάνι;» και μέσα από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσίασε η ελληνική αντιπροσωπεία προέκυπτε με σαφήνεια πως το έγγραφο που επικαλούνται οι Βρετανοί δεν αποτελεί φιρμάνι αλλά μια απλή επιστολή και μάλιστα μεταφρασμένη στα ιταλικά.
«Παρουσιάσαμε ως αποδεικτικά στοιχεία δύο αυθεντικά φιρμάνια: αυτό που δόθηκε στον Έλγιν, το 1802, από τον τότε Σουλτάνο Σελίμ Γ’, για να ταξιδέψει στην οθωμανική αυτοκρατορία και το φιρμάνι του λόρδου Βύρωνα, από το 1810, που αποτέλεσε το διαβατήριό του για το πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα. Από τα δύο αυτά έγγραφα προκύπτει ότι ο τύπος των φιρμανιών παρέμενε ίδιος ακόμη και μετά την ανάληψη του θρόνου από τον νέο Σουλτάνο, τον Μαχμούμ Β’. Συνεχίζει δηλαδή να υπάρχει στο πάνω μέρος του μια καλλιγραφημένη υπογραφή του Σουλτάνου ενώ στη συνέχεια ακολουθείται ο ίδιος ακριβώς τύπος γραφής» μάς εξηγεί ο κ. Σταμπολίδης.
Συγκρίνοντας, ωστόσο, κανείς τα δύο παραπάνω αυθεντικά εγγράφα με αυτό που οι Βρετανοί αποκαλούν φιρμάνι του Έλγιν, αντιλαμβάνεται, με την πρώτη ματιά, πως δεν έχουν καμία απολύτως σχέση μεταξύ τους: «Από αυτή την αντιπαραβολή προκύπτει εμφανέστατα πως το συγκεκριμένο έγγραφο αφενός δεν ακολουθεί καθόλου τον τύπο του φιρμανιού, αφετέρου είναι μια ιταλική μετάφραση ενός γράμματος κατώτερου Τούρκου υπαλλήλου.
Δεδομένου όμως ότι ήδη από τον 15ο αλλά ιδιαίτερα τον 16ο αιώνα, επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, όλα τα μάρμαρα, ασχέτως προέλευσης, ανήκαν στην περιουσία του Σουλτάνου είναι απίθανο κάποιος κατώτερος υπάλληλος να τόλμησε να δώσει γραπτή άδεια στον Έλγιν» επισημαίνει ο γενικός διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολη.
Ένα επίσης ισχυρό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς, που κατατέθηκε στην πρόσφατη διάσκεψη, αποτελεί το γεγονός ότι το φιρμάνι του Έλγιν παρουσιάστηκε το 1816, δηλαδή 14 ολόκληρα χρόνια μετά την κλοπή των Γλυπτών. «Συμπεραίνει λοιπόν κανείς ότι γράφτηκε μεταγενέστερα από κάποιον παρατρεχάμενο του Έλγιν, πιθανότατα τον Λουζιέρι, προκειμένου να πείσουν τη βρετανική βουλή για την νομιμότητα των Γλυπτών» εκτιμά ο κ. Σταμπολίδης.
Μπορεί κατά τη διάρκεια της διάσκεψης της UNESCO η βρετανική πλευρά να παρέμεινε σταθερή στην πάγια θέση της ωστόσο, αυτή τη φορά, όμως, δεν διέθετε κανένα πειστικό επιχείρημα για να την στηρίξει. «Υπήρχε μόνον ένα πείσμα, μια εμμονή ότι «εμείς θεωρούμε ότι είναι δικά μας και δεν σάς τα δίνουμε εκτός και αν αναγνωρίσετε ότι είναι δικά μας και τότε μπορούμε να σάς τα δανείσουμε» μάς μεταφέρει ο κ. Σταμπολίδης.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι από τις 20 χώρες που συμμετείχαν στη διάσκεψη οι 18 τάχθηκαν ξεκάθαρα υπέρ της Ελλάδας – μόνον δύο, ο Καναδάς και η Αυστραλία, απέφυγαν να πάρουν θέση – πέρασε το ξεκάθαρο μήνυμα πως ο ισχυρισμός των Βρετανών ότι τα Γλυπτά είναι δικά τους έχει πλέον καταρριφθεί.
Δεν μπορεί εξάλλου να θεωρηθεί τυχαίο ότι χθες, μετά τη δημοσιοποίηση των όσων ειπώθηκαν στη διάσκεψη, εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου εμφανίστηκε ιδιαίτερα μετριοπαθής δηλώνοντας χαρακτηριστικά πως το Βρετανικό Μουσείο αναγνωρίζει την έντονη επιθυμία της Ελλάδας να επιστραφούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα από το Λονδίνο στην Αθήνα αλλά και ότι είναι πρόθυμοι να αναπτύξουν μια νέα σχέση με την Ελλάδα διερευνώντας τη δυνατότητα καινοτόμων τρόπων συνεργασίας.
Η πλήρης επιβεβαίωση από την Τουρκία των ελληνικών επιχειρημάτων σχετικά με την παράνομη απόσπαση των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν έρχεται, προφανέστατα, σε πλήρη αντίθεση με την σκληρή στάση που έχει κρατήσει τα τελευταία χρόνια η τουρκική κυβέρνηση σχετικά με σημαίνοντα ελληνικά μνημεία που βρίσκονται στην επικράτειάς της όπως η Αγία Σοφία και η Μονή της Χώρας τα οποία μετέτρεψε σε τζαμιά παρά τις αντιδράσεις τόσο της Ελλάδας όσο και της UNESCO.
Όπως μάς είπε ο κ. Σταμπολίδης η πρόσφατη μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί δεν συζητήθηκε στην Σύνοδο της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO καθώς δεν συμπεριλαμβανόταν στην προκαθορισμένη ατζέντα. Όταν τον ρωτήσαμε πως ερμηνεύει ο ίδιος την αντιφατική αυτή στάση, μάς απάντησε με νόημα: «Πολύ συχνά η αρχαιότητα αποτελεί ένα εργαλείο προπαγάνδας στην πολιτική. Επομένως πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός στις διατυπώσεις του».