Με στόχο την επανεκλογή της το 2025 ξεκινά τη θητεία της η νέα κυβέρνηση συνασπισμού του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων (FDP). «Η αισιοδοξία των πολιτών έχει κυριεύσει κι εμάς τους ίδιους», δήλωσε ο Όλαφ Σολτς, ο οποίος αναμένεται να εκλεγεί αύριο Καγκελάριος από το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και την Πέμπτη να προεδρεύσει του πρώτου υπουργικού συμβουλίου.
Η διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού ήταν το κεντρικό ζήτημα της συνέντευξης Τύπου που παραχώρησαν μετά την υπογραφή της Προγραμματικής Συμφωνίας ο Όλαφ Σολτς, ο συμπρόεδρος των Πρασίνων και μελλοντικός υπουργός Οικονομίας και Πολιτικής για το Κλίμα Ρόμπερτ Χάμπεκ και ο αρχηγός του FDP και μελλοντικός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, τέθηκαν ωστόσο και ζητήματα οικονομίας και εξωτερικής πολιτικής.
Η Πολιτική της πανδημίας
«Η κοινωνία δεν είναι διχασμένη», τόνισε ο κ. Σολτς σχολιάζοντας αντιδράσεις κατά της πολιτικής για την πανδημία και εξέφρασε την πεποίθηση ότι «η πλειοψηφία των πολιτών στη Γερμανία στηρίζει την πολιτική της νέας κυβέρνησης», ενώ κάλεσε τους πολίτες να σπεύσουν για τον εμβολιασμό τους και να απορρίπτουν τη βία ως αντίδραση στα μέτρα περιορισμού. Ο κ. Λίντνερ από την πλευρά του σημείωσε ότι η συζήτηση στο κοινοβούλιο συμβάλλει στον κατευνασμό των κοινωνικών συγκρούσεων, καθώς «τα υπέρ και τα κατά συζητούνται δημοσίως».
Το πρώτο επίσημο ταξίδι του κ. Σολτς θα γίνει, όπως συνηθίζεται, στο Παρίσι, προκειμένου, όπως είπε, να συζητηθεί «η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ισχυρής Ευρωπαϊκής Ένωσης». Η Ευρώπη «πρέπει να είναι σε θέση να δράσει ισχυρά και κυρίαρχα», πρόσθεσε ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός και υπογράμμισε ακόμη τη σημασία της διατλαντικής σχέσης και της συνεργασίας εντός του ΝΑΤΟ. Εξέφρασε μάλιστα την ευγνωμοσύνη του προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, για την ανάδειξη της πτυχής του ΝΑΤΟ που αφορά τις δημοκρατικές αρχές. «Υπάρχει κάτι που συνδέει πολλά κράτη με έναν ιδιαίτερο τρόπο και αυτό είναι η ιδέα της ελευθερίας, του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», σημείωσε, ενώ για την εταιρική σχέση της Γερμανίας με τις ΗΠΑ ενέφερε ότι «είναι ιδιαίτερης σημασίας για τη γερμανική εξωτερική πολιτική». Σε ό,τι αφορά ωστόσο το διπλωματικό μποϋκοτάζ των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων της Κίνας που έχει ήδη ανακοινώσει η Ουάσιγκτον, ο κ. Σολτς διευκρίνισε ότι το Βερολίνο θα διαβουλευτεί με τους Ευρωπαίους εταίρους και άλλους συνομιλητές του πριν αποφασίσει σχετικά.
Ο κ. Σολτς εμφανίστηκε ακόμη ιδιαίτερα ανήσυχος για την κατάσταση στην Ουκρανία και τόνισε ότι «η ασφάλεια και η συνεργασία στην Ευρώπη απαιτούν την τήρηση των αρχών στις οποίες έχουμε συμφωνήσει», ενώ υπενθύμισε την αρχή του απαραβίαστου των συνόρων. Ο κ. Χάμπεκ από την πλευρά του αναφέρθηκε στα ζητήματα κράτους δικαίου στην Πολωνία και την Ουγγαρία και επισήμανε ότι είναι αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να φροντίσει για την τήρηση των δημοκρατικών αρχών από τα κράτη – μέλη. «Σε αυτό η Γερμανία θα στηρίξει την Επιτροπή», πρόσθεσε.
Δημοσιονομική σταθερότητα
Αναφερόμενος στη γερμανική οικονομία, ο Κρίστιαν Λίντνερ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη δημοσιονομική σταθερότητα και σημείωσε ότι θα δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην άνοδο του πληθωρισμού, η οποία, όπως είπε, οφείλεται και στις συνέπειες της πανδημίας. Το «φρένο χρέους» αναμένεται να επανενεργοποιηθεί το 2023, ενώ η προγραμματική συμφωνία δεν προβλέπει αύξηση φόρων.
Ο κ. Σολτς εξέφρασε ακόμη την ικανοποίησή του για την ισότιμη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών και στο νέο υπουργικό συμβούλιο, ενώ ο κ. Λίντνερ διαβεβαίωσε ότι στην Προγραμματική Συμφωνία αποτυπώνεται η «σαφής αναγνώριση των πολλών πτυχών της γερμανικής κοινωνίας και της ελευθερίας της». Η ισότητα των φύλων, συνέχισε, υποστηρίζεται σε πολλές από τις κυβερνητικές πολιτικές που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των εταίρων.
Απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητα του κυβερνητικού συνασπισμού, ο Όλαφ Σολτς δήλωσε ότι στόχος είναι η επανεκλογή στις εκλογές του 2025, ενώ ο Ρόμπερτ Χάμπεκ σημείωσε ότι τα κόμματα στην κυβέρνηση αλλάζουν και αναπτύσσονται και ο Κρίστιαν Λίντνερ ότι βλέπει τον συνασπισμό ως ευκαιρία διεύρυνσης και όχι ως κίνδυνο συρρίκνωσης.