Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι ευρύτερες ιδιαίτερα ανησυχητικές γεωπολιτικές εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε εκτροχιασμό τις διεθνείς αγορές μετοχών, χρήματος, και εμπορευμάτων. Παράλληλα, ενισχύεται σημαντικά η αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, και ειδικότερα για τις οικονομίες των χωρών μελών της Ευρωζώνης. Ήδη αναλυτές προειδοποιούν, ότι το οικονομικό πλήγμα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα είναι μεγαλύτερο από αυτό που είχε η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Έχει σχεδόν προεξοφληθεί ότι, η δραματική κλιμάκωση στην Ουκρανία με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ρωσίας, θα επηρεάσει σοβαρά την ευρωπαϊκή οικονομία με τη μορφή χαμηλότερου εμπορίου με την περιοχή, αυστηρότερων χρηματοπιστωτικών συνθηκών και χαμηλότερης και ακριβότερης παροχής φυσικού αερίου με ότι αυτό συνεπάγεται για το ενεργειακό κόστος. Σύμφωνα και με σχετική ανακοίνωση του ΕΒΕΠ, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί γεωπολιτική αναταραχή στην ευρωπαϊκή «γειτονιά μας» με σοβαρές επιπτώσεις στην τροφοδοσία ενέργειας και μεγάλες επιβαρύνσεις στις οικονομίες των χωρών-μελών της ΕΕ.

Εάν, μάλιστα, δεν αποφευχθούν εγκαίρως τα διαχυτικά αποτελέσματα από τα αντίμετρα της Ρωσίας στις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης, με εναλλακτικό σχέδιο επαρκούς τροφοδοσίας φυσικού αερίου, τότε οι εκτιμήσεις υψηλού κόστους ενέργειας σε ευρωπαϊκά νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα είναι δυσοίωνες και το 2023. Η ένταση των αναταράξεων στις διεθνείς αγορές ήδη καταγράφεται στις απώλειες των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων και την αύξηση ρεκόρ στη τιμή του πετρελαίου, αλλά και του φυσικού αερίου, με σοβαρές δευτερογενείς επιπτώσεις στο “μέτωπο” του πληθωρισμού.

Επιπλέον, από την εξέταση των οικονομικών στοιχείων προκύπτει ξεκάθαρα, τόσο το ειδικό βάρος στις οικονομικές σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία, όσο και ο ρόλος της Ουκρανίας στο διεθνές εμπόριο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ρωσία κάλυψε το 46,8% των εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά το πρώτο εξάμηνο του περασμένου έτους ενώ, στο «ευρωπαϊκό» πετρέλαιο, το μερίδιο της Ρωσίας ήταν 24,7%.

Η Ρωσία είναι, επίσης, ο κορυφαίος προμηθευτής άνθρακα της Γηραιάς Ηπείρου με ποσοστό 49%, ενώ οι εξαγωγές σιταριού Ρωσίας και Ουκρανίας αντιστοιχούν στο ένα τέταρτο του παγκόσμιου εμπορίου. Ειδικότερα, Ρωσία και Ουκρανία αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών σίτου, το 20% των παγκόσμιων προμηθειών καλαμποκιού και το 80% των παγκόσμιων εξαγωγών ηλιέλαιου. Όπως επισημαίνει το ΕΒΕΠ, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, αναμένονται ανατροπές στις υφιστάμενες ισορροπίες στο εμπόριο που θα επιφέρει η γενικευμένη κλιμάκωση στην Ουκρανία και η επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων από την πλευρά της Δύσης στη Ρωσία.

 

Ουκρανία: Μπορεί η διπλωματία να αποτρέψει τον πόλεμο; – Τα πέντε σενάρια

Σε δύσκολη θέση ενεργειακά η Ευρώπη

 Στο σημείο αυτό, αναδεικνύεται και το ζήτημα της επαρκούς ενεργειακής τροφοδοσίας της Γηραιάς Ηπείρου, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία, γεγονός που την αφήνει εκτεθειμένη σε κάθε είδους γεωπολιτικούς τριγμούς. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι τους τελευταίους κρίσιμους μήνες, η ρωσική Gazprom έχει μειώσει τις παραδόσεις φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά το ήμισυ. Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που κατηγορούν ανοιχτά τη Ρωσία ότι επίτηδες αφήνει την Ευρώπη χωρίς επαρκείς ποσότητες φυσικού αερίου λόγω της κρίσης στην Ουκρανία.

Προς το παρόν, η Ευρώπη προσπαθεί να καλύψει η Ευρώπη το κενό αυτό, αναζητώντας φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Οι παραδόσεις φορτίων LNG στην Ευρώπη έχουν διπλασιαστεί σε σύγκριση με την περσινή χρονιά, με το μεγαλύτερο μέρος να προέρχεται από τις ΗΠΑ. Εδώ όμως υπάρχει ένα πρόβλημα, που αναδείξαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Οι προσπάθειες των κρατών για ενίσχυση των αποθεμάτων αερίου οδήγησαν σε πρωτόγνωρο ανταγωνισμό για προσέλκυση φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου (Liquified Natural Gas – LNG)

Παράλληλα, υπήρχαν αιτήματα για αναδιαπραγμάτευση συμβολαίων για μεταφορά μεγαλύτερων ποσοτήτων μέσω αγωγών, ωθώντας τη διεθνή τιμή φυσικού αερίου σε διαδοχικά ιστορικά υψηλά.

Επίσης, οι σταθμοί LNG της Ευρώπης έχουν περιορισμένη διαθέσιμη χωρητικότητα για την απορρόφηση πρόσθετης προμήθειας από τις ΗΠΑ ή άλλους μεγάλους παραγωγούς. Από την άλλη, η αβεβαιότητα που δημιουργείται θα επηρεάσει και τις ναυτιλιακές αγορές, καθώς οι ροές αργού πετρελαίου, φυσικού αερίου/LNG, άνθρακα και σιτηρών μεσοπρόθεσμα θα διαταραχθούν.

ΕΕ: Δεν υπήρξε συμφωνία για τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία

Η θέση της Ελλάδας

 Σε ότι αφορά την περίπτωση της χώρας μας, η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Αναλυτικότερα, η ΔΕΠΑ έχει υπογράψει μακροχρόνιες συμβάσεις προμήθειας αερίου με τη Ρωσική Gazprom Export, την Τουρκική BOTAS, την Αλγερινή Sonatrach και την Αζερική εταιρεία AGSC. Οι υπό εισαγωγή ποσότητες από Gazprom Export εγχέονται στο ΕΣΦΑ στο σημείο Στρυμονοχώρι Σιδηροκάστρου, κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Οι συμβολαιοποιημένες ποσότητες από την BOTAS, παραδίδονται και εγχέονται στο ΕΣΜΦΑ στο σημείο Κήποι Έβρου, μέσω του υπάρχοντος ελληνοτουρκικού αγωγού φυσικού αερίου.

Από το 2021, η ΔΕΠΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ παραλαμβάνει ποσότητες αερίου αγωγού από την εταιρεία AGSC στο σημείο διασύνδεσης του διαμετακομιστικού αγωγού TAP και ΕΣΜΦΑ Νέα Μεσημβρία. Παρομοίως, το συμβόλαιο με τη Sonatrach (LNG) εξασφαλίζει την προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) στην ελληνική αγορά. Οι παραδόσεις του Αλγερινού LNG πραγματοποιούνται στον ελληνικό σταθμό αποθήκευσης και επαναεριοποίησης υγροποιημένου αερίου της Ρεβυθούσας, στον κόλπο των Μεγάρων.

Το Σιδηρόκαστρο λοιπόν, δηλαδή το ρωσικό φυσικό αέριο, κάλυψε πέρυσι το 45,5 % των εισαγωγών, η Ρεβυθούσα το 31,8 %, η διασύνδεση με τον αγωγό ΤΑΡ στη Νέα Μεσημβρία το 17,51 %,και ο ελληνοτουρκικός αγωγός (Κήποι Έβρου) που κάλυψε το 5,17 %. Η κυβέρνηση προετοιμάζεται για όλα τα ενδεχόμενα, και έχει έτοιμο εναλλακτικό σχέδιο ενεργειακής τροφοδοσίας, το οποίο προβλέπει:

  • Λειτουργία εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο που έχουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν με εναλλακτικό καύσιμο πετρέλαιο (ντίζελ)
  • Αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από υδροηλεκτρικούς σταθμούς, καθώς και από λιγνιτικές μονάδες
  • Εισαγωγή επιπλέον φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG στον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας
  • Ανοιχτό το ενδεχόμενο μεγαλύτερης αξιοποίησης του ΤΑΡ από το Αζερμπαϊτζάν, μέσω της Τουρκίας

Πώς θα επηρεάσει η ουκρανική κρίση τα εισοδήματα Ελλήνων και Ευρωπαίων

Οι εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με την Ουκρανία

 Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα είναι η γενικότερη διατάραξη των εμπορικών σχέσεων της Ελλάδας με τις δύο χώρες, τόσο λόγω των πολεμικών συγκρούσεων, όσο και των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα φέρουν αντικυρώσεις από την πλευρά της Μόσχας, κάτι το οποίο είχε συμβεί και το 2014 με την κρίση στην Κριμαία. Πιο συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν προμηθεύεται φυσικό αέριο από την Ουκρανία, η αγορά της έχει εμπορικό ενδιαφέρον γιατί είναι μεγάλη πληθυσμιακά, αλλά με σχετικά χαμηλή εισοδηματική δύναμη.

Η χώρα διαθέτει επιχειρηματικές προοπτικές, ιδίως από την ενεργειακή ισχύ και την αλλαγή πορείας της εμπορικής πολιτικής προς την Ε.Ε., όμως παραμένει μια δύσκολη αγορά και εξελίσσεται σε δυσκολότερη, μετά τις δυσμενείς εξελίξεις και τη διαμόρφωση των νέων γεωπολιτικών δεδομένων. Η αναμενόμενη, μάλιστα, μείωση της ισοτιμίας της Γκρίβνα ςέναντι του Δολαρίου και του Ευρώ, θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα σε εισαγωγές, εξαγωγές και τουρισμό.

Το διμερές εμπόριο Ελλάδας – Ουκρανίας ακολουθεί μια αυξητική τάση, με εξαίρεση βεβαίως τα δύο τελευταία χρόνια λόγω πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας έχει θετικό εμπορικό ισοζύγιο και, όπως τονίζουν σε κάθε ευκαιρία οι επιχειρηματικές κοινότητες των δύο χωρών, υπάρχει αναξιοποίητο δυναμικό για καλύτερα αποτελέσματα. Οι ελληνικές εξαγωγές προ πανδημίας κυμαίνονταν από 182 έως 211 εκατ. ευρώ και οι εισαγωγές μας από 165 έως 187 εκατ. ευρώ, ενώ την περίοδο της πανδημίας παρατηρήθηκε μια μείωση 6% στον όγκο του εμπορίου.

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι, σήμερα στην Ουκρανία δραστηριοποιούνται περί τις 45 ελληνικές εταιρείες, κυρίως στο χώρο της εμπορίας τροφίμων, φρούτων κ λαχανικών, επιλογής προσωπικού για την ελληνική ναυτιλία (εκτιμάται ότι 40.000 Ουκρανοί ναυτικοί απασχολούνται σε πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας, ωστόσο, δεν υφίστανται, μέχρι στιγμής, περισσότερο συγκεκριμένα στοιχεία) παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, τουρισμού και εστίασης.

Υπάρχει μία, μεσαίου μεγέθους για τα ουκρανικά δεδομένα, κατασκευαστική εταιρεία, που δραστηριοποιείται τα τελευταία 30 χρόνια. Εξακολουθεί, επίσης, να δραστηριοποιείται η Τράπεζα Πειραιώς με μικρή κεφαλαιοποίηση και λίγα παραρτήματα. Ειδικότερα, μεταξύ των ελληνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ουκρανική αγορά συγκαταλέγονται οι: Τράπεζα Πειραιώς, Coca Cola Hellenic, Ήφαιστος, Alumil, Etem, Profilco, HGI (υαλουργία – πρώην Yioula), Chipita, Printec, Neokem, Ukravtomatika κ.ά.

Washington Post: Η Μόσχα ετοιμάζει επίθεση στην Ουκρανία με 175.000 στρατιώτες

Οι διμερείς οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία

 Σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, καταγράφηκε μείωση της αξίας των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων (-22,7%) προς τη Ρωσική Ομοσπονδία (€161,2 εκ. το 2020 έναντι €208,5 εκ. το 2019), ενώ μείωση παρουσίασαν και οι εισαγωγές της Ελλάδας (-28,5%) από τη Ρωσία (€2,9 δις το 2020 έναντι €4,1 δις το 2019). Συνολικά, ο όγκος του διμερούς εμπορίου ανήλθε σε €2,8 δις, παρουσιάζοντας πτώση κατά 28,77% έναντι του 2019, οπότε ανερχόταν σε 4,3 δις.

Μετά το 2014, λόγω των ρωσικών αντιμέτρων (ρωσικά αντίμετρα έχουν πλήξει εξαγωγές νωπών φρούτων-λαχανικών, γαλακτοκομικών, ιχθυηρών), οι εξαγωγές μας έχουν μειωθεί κατά περίπου 50,3 % και δεν έχει καταστεί εφικτή η αναπλήρωσή τους. Επιπρόσθετα, ενδεχόμενη άρση των αντιμέτρων μελλοντικά, δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αποκατάσταση του προηγούμενου επιπέδου, καθότι έχουν διαμορφωθεί πλέον νέα δεδομένα στην αγορά από ανταγωνίστριες προμηθεύτριες χώρες.

Πιο αναλυτικά, οι ελληνικές εξαγωγές έτους 2020 μειώθηκαν κατά 60,3% σε σχέση με το 2013 (έτος προ των δυτικών κυρώσεων και των ρωσικών αντίμετρων), ενώ οι ελληνικές εισαγωγές από τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 55,7%.

Σε ό,τι αφορά το 2021, τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι, ο όγκος του διμερούς εμπορίου προϊόντων, α’ εξαμ. 2021 (συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών προϊόντων), αυξήθηκε κατά 8,90% και ανέρχεται σε €1,71 δις. Το εμπορικό ισοζύγιο παρέμεινε έντονα ελλειμματικό, διαμορφούμενο το α’ εξάμηνο 2021 σε €-1,54 δις, λόγω των εισαγωγών υδρογονανθράκων, έναντι €-1,42 δις το α’ εξάμηνο 2020, με την αύξηση του ελλείμματος μεταξύ των δύο εξαμήνων 2021/2020 να ανέρχεται στο 8,42%.

Οι ελληνικές εξαγωγές αφορούσαν κατά κύριο λόγο ακατέργαστα καπνά, σωλήνες από χαλκό, ηλεκτρ. συσκευές ενσύρματης τηλεφωνίας, απορρίμματα χαλκού, εμπιστευτικά προϊόντα, χρώματα επίχρισης των οποίων η συμμετοχή στο σύνολο της εξαγωγικής αξίας α’ εξαμήνου τ.ε. ανήλθε στο 34,18%.

Οι ελληνικές εισαγωγές (€2.933,5 εκ. το 2020), ήταν ανελαστικές ως προς τα ενεργειακά προϊόντα (κυρίως ορυκτέλαια και φυσικό αέριο), τα οποία συμμετείχαν κατά 81% στο σύνολο της εισαγωγικής αξίας α’ εξαμήνου τ.ε., αλλά και ως προς τα αγροτικά (καλαμπόκι, σιτάρι-σμιγάδι), τα οποία συμμετείχαν μόλις κατά 2,4%. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, οι πληρωμές για εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων ξεπέρασαν τα €1,3 δις το α’ εξαμ. 2021.

Η διμερής ενεργειακή συνεργασία

 Σε κάθε περίπτωση, οι ενεργειακές εισαγωγές της Ελλάδας από Ρωσία κυμαίνονται πάνω-κάτω σε 3.5 δις ευρώ ετησίως, και αντιστοιχούν στο 23,9% του συνόλου των ενεργειακών εισαγωγών. Από το ποσό των 3.5 δις ευρώ τα 2.6 δις ευρώ (ή 54%) αφορούν πετρελαιοειδή. Σε ό,τι αφορά τις επιμέρους συμφωνίες, αξίζει να σημειώσουμε τα εξής, μεταξύ άλλων.

Υδρογονάνθρακες. Τα ΕΛΠΕ προμηθεύτηκαν το 9% των πρώτων υλών τους από τη Ρωσία (το ίδιο και το 2017). Επίσης, τέλη Νοεμβρίου 2017, η Motor Oil Hellas υπέγραψε συμφωνία με τη ρωσική Rosneft (με τη συμμετοχή της θυγατρικής της Petrocas Energy) για την αμοιβαία προμήθεια αργού και προϊόντων πετρελαίου για τα επόμενα 5 χρόνια, με ενδεχόμενο αύξησης των ετησίων προμηθειών πετρελαίου και πετρελαιοειδών έως και σε 7,5 εκ. τόνους (150.000 βαρέλια ημερησίως), ενώ η Cetracore Energy, θυγατρική της Rosneft, εξαγόρασε την Mamidoil-Jetoil, στις 31.1.2018, με την έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης της τελευταίας από το Πρωτοδικείο Αθηνών.

Φυσικό Αέριο. Οι εξαγωγές φ.α. στην Ελλάδα ξεκίνησαν το 1996, βάσει της σύμβασης μεταξύ της V/O Soyuzgazexport και της ΔΕΠΑ, η οποία υπογράφηκε το 1988 και κάλυπτε παράδοση έως και 3 δισ. κ.μ. ετησίως, έως και το 2016. Το 2014, η σύμβαση μεταξύ V/O Soyuzgazexport και ΔΕΠΑ επεκτάθηκε έως στο 2026. Η ΔΕΠΑ εισάγει 2,2 δισ. κ.μ. αερίου ετησίως (65% των ετήσιων αναγκών της σε φ.α.) από την Ρωσία (Gazprom). Μικρότερες ποσότητες φ.α., μέσω Βουλγαρίας, προμηθεύονται ο Όμιλος Κοπελούζου, ο Όμιλος Μυτιληναίος Α.Ε., η Ήρων7 και η Elpedison . Συνολικά, το 2018 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), σύμφωνα με τα στοιχεία της Gazprom, αυτή εξήγαγε στην Ελλάδα 3,29 δισ. κ.μ. (αύξηση 12,29% έναντι 2017), ενώ το 2017 είχε εξάγει 2,93 δισ. κ.μ. και το 2016 2,68 δισ. κ.μ. Επιπλέον τον Φεβρουάριο του 2019, παρελήφθη στη Ρεβυθούσα και το πρώτο φορτίο ρωσικού LNG προερχόμενου από το YamalLNG, για λογαριασμό της Elpedison.

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Έχει υπογραφεί Μνημονίου Κατανόησης (MoU) μεταξύ του Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας (Κ.Α.Π.Ε.) και της ρωσικής Υπηρεσίας Ενέργειας (Αθήνα, 27.05.2016), διευρύνει τις προοπτικές για την εκπόνηση νέων επιχειρηματικών σχεδίων, καθώς και την ανάπτυξη κοινών πιλοτικών έργων ενεργειακής αποδοτικότητας σε κτήρια της Ρωσίας.

Γεωθερμία. Ο ελληνικός όμιλος Κοπελούζου και η ρωσική εταιρεία JSC Rosgeologiya υπέγραψαν Συμφωνία (Αγία Πετρούπολη, 2.6.2017), για την από κοινού ανάπτυξη, γεωθερμικού έργου στη Βόρεια Ελλάδα, με τη σύσταση κοινής εταιρείας. Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της Συμφωνίας που είχε υπογραφεί μεταξύ των δυο εταιρειών το 2015 για την από κοινού υλοποίηση έργων που συνδέονται με την ανάπτυξη των γεωθερμικών πόρων και την κατασκευή γεωθερμικών σταθμών παραγωγής ενέργειας στην Ελλάδα.

Λιπαντικά. Επιπροσθέτως, από τον Απρίλιο του 2017, στην Ελλάδα δραστηριοποιείται η Gazprom Neft Lubricants, θυγατρική της Gazprom Neft, η οποία ειδικεύεται στη παραγωγή και εμπορία λιπαντικών. Η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα της ΕΕ, μετά την Ιταλία και την Ουγγαρία που η Gazprom Neft Lubricants δημιούργησε σταθμούς G-Energy Service.