Οι επιδόσεις της Ελλάδας στον τουρισμό χαρακτηρίζονται ως «ικανοποιητικές», σε σημερινή μελέτη (26/10) της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία επισημαίνεται ότι ο ελληνικός τουρισμός έχει βάλει πλώρη να ξεπεράσει το 2019, κερδίζοντας μερίδια σε ένα περιβάλλον προκλήσεων.
Συγκεκριμένα, εγκαινιάζοντας τη νέα σειρά μελετών συγκυρίας «Τάσεις του επιχειρείν», η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ παρουσιάζει την οπτική, όσον αφορά την εφετινή πορεία του τουρισμού.
Δύο έτη μετά το «χτύπημα» της πανδημίας του κορωνοϊού, οι τουριστικές εισπράξεις της Ελλάδας την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου προσεγγίζουν τα επίπεδα του ισχυρού 2019 (έναντι αναπλήρωσης 50% την αντίστοιχη περίοδο του 2021).
Βασική κινητήριος δύναμη ήταν η αυξημένη δαπάνη ανά άφιξη (11% υψηλότερα του 2019 – με σχεδόν 2/3 της ανόδου να εκτιμάται ως αποτέλεσμα πληθωρισμού), ενώ, οι αφίξεις τουριστών από κράτη του εξωτερικού παρέμειναν ελαφρώς χαμηλότερα έναντι του 2019 (88% του 2019), με τις εξαιρετικά δυναμικές αεροπορικές αφίξεις να αντισταθμίζονται (εν μέρει) από τις αναιμικές οδικές.
Παράλληλα με τις παραπάνω επιδράσεις, οι πωλήσεις των ελληνικών ξενοδοχείων ευνοήθηκαν περαιτέρω, με τις πωλήσεις οκταμήνου να ξεπερνούν εκείνες του 2019 κατά 17%, σε μεγάλο βαθμό λόγω βελτίωσης ποιότητας και διεύρυνσης των παρεχόμενων υπηρεσιών (καθώς το σταθερά αυξανόμενο κομμάτι των ξενοδοχείων 4/5 αστεριών πετυχαίνει υψηλότερες πληρότητες).
Αυτή η επιτυχημένη πορεία αποτυπώθηκε σε ταχύτερη ανάκαμψη της Ελλάδας σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο, προσπερνώντας ακόμη και βασικούς ανταγωνιστές στη Μεσόγειο. Συγκεκριμένα, για το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου η Ελλάδα προσέλκυσε το 88% των τουριστών του 2019, έναντι 85% στη Μεσόγειο και 57% παγκοσμίως.
Κατά αυτόν τον τρόπο, κατάφερε να αυξήσει το μερίδιό της στη Μεσόγειο σε 19% το πρώτο επτάμηνο του 2022, έναντι 17% το 2019 (και 13% το 2013). Το προβάδισμα έγινε αισθητό κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, καθώς ήταν η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που κατέγραψε θετικό πρόσημο στις πτήσεις, σε σύγκριση με το 2019.
Εστιάζοντας στις επιδόσεις ανά προέλευση και προορισμό διαπιστώνεται ότι:
Αυξημένη συγκέντρωση παρατηρείται όσον αφορά τις χώρες προέλευσης, καθώς η κύρια ώθηση δόθηκε από τις διαχρονικά κορυφαίες Γερμανία, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο, που αύξησαν τη συνεισφορά τους έναντι του 2019 (κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες αθροιστικά).
Από τις λοιπές αγορές ξεχωρίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με επιτάχυνση τους καλοκαιρινούς μήνες που ενισχύθηκε από αύξηση απευθείας αεροπορικών συνδέσεων (καθώς και την «ευνοϊκή» ισοτιμία ευρώ – δολάριο), δημιουργώντας προοπτική ανόδου και για το μέλλον.
Ισόρροπη επαναφορά στις επιδόσεις του 2019 σημείωσαν οι ελληνικοί προορισμοί, με τις επιμέρους περιφέρειες να επιτυγχάνουν υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης πωλήσεων του 2019 (με εύρος μεταξύ 94% και 114% σε πραγματικούς όρους), ενώ, τα νησιά ξεχωρίζουν θετικά.
Τα πρώτα στοιχεία όσον αφορά την τάση του τουρισμού για το υπόλοιπο του έτους εμφανίζονται ενθαρρυντικά, όπως αποτυπώνεται σε μία σειρά πρόδρομων δεικτών:
- Υψηλές προγραμματισμένες αεροπορικές θέσεις εξωτερικού (σε αντίθεση με τις οδικές αφίξεις που παραμένουν αναιμικές).
- Υψηλές κρατήσεις ανεξάρτητων τουριστών σε ξενοδοχεία.
- Σωρευτικά θετικό ισοζύγιο απασχόλησης στα ξενοδοχεία.
Υπό αυτές τις συνθήκες και με τη δαπάνη ανά άφιξη να διατηρεί τη δυναμική των προηγούμενων μηνών, οι συνολικές εισπράξεις του 2022 αναμένεται να ξεπεράσουν οριακά το επίπεδο του 2019.
Για το επόμενο έτος, ο ελληνικός τουρισμός αναμένεται να ευνοηθεί από την ευρύτερη επιτάχυνση του διεθνούς τουρισμού, η οποία, ωστόσο, συνυπάρχει με στοιχεία αβεβαιότητας που ανάγουν σε πρόκληση το στοίχημα επέκτασης της τουριστικής περιόδου.
Οι βασικοί άξονες αβεβαιότητας σχετίζονται με την ενεργειακή κρίση, που αναμένεται να πλήξει την διάθεση των Ευρωπαίων για διακοπές (με την καταναλωτική εμπιστοσύνη των αγορών της Δυτικής Ευρώπης σε ιστορικά χαμηλά) αλλά και να περιορίσει τη διάθεση των ξενοδοχείων να παραμείνουν ανοικτά τους χειμερινούς μήνες.
Διαβάστε ακόμη: