Σημαντική αύξηση στη διείσδυση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην ηλεκτροπαραγωγή η οποία προτείνεται να φτάσει στο 87% έως το 2030 προβλέπουν οι νέοι στόχοι του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).

Το τελευταίο draft το οποίο πρέπει έως τον Ιούνιο να αποσταλεί στις Βρυξέλλες παρουσιάστηκε χθες από τον πρόεδρο του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) κ. Δημήτριο Καρδοματέα στα μέλη της Επιτροπής ΕΣΕΚ, παρουσία της υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας κυρίας Αλεξάνδρας Σδούκου και του Γενικού Γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών κ. Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη.

Ειδικότερα, το μερίδιο συμμετοχής των μονάδων παραγωγής από ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας προτείνεται να φτάσει στο 87% το 2030 από 80% που ήταν ο στόχος που είχε τεθεί στο προηγούμενο draft του ΕΣΕΚ που είχε σταλεί τον Νοέμβριο στις Βρυξέλλες και επέστρεψε με παρατηρήσεις. Παράλληλα, ο δεσμευτικός στόχος ανάπτυξης των ΑΠΕ ειδικά για θέρμανση και ψύξη τίθεται στο 52% για το 2030 (από 46% στο προηγούμενο σχέδιο). Αντίθετα, πέφτει ο πήχης στο 26% για τη διείσδυση της «πράσινης» ενέργειας στον τομέα των μεταφορών (από 29% που είναι ο στόχος της ΕΕ), γεγονός που μεταφράζεται ως «φρένο» στην ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης. Επίσης, χαμηλώνουν και οι στόχοι εξοικονόμησης ενέργειας.

Μείωση στο αέριο, ψαλίδι στο υδρογόνο

Το νέο ΕΣΕΚ στοχεύει στο περαιτέρω «πρασίνισμα» της ηλεκτροπαραγωγής καθώς εκτός από τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ θέτει ως στόχο κατακόρυφη πτώση της κατανάλωσης φυσικού αερίου, από τις 11,9 TWh (τεραβατώρες) στις 5,6 TWh. Ωστόσο, διατηρεί σχεδόν σταθερή την ισχύ των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο, όπως και την συνολική κατανάλωση αερίου για όλες τις χρήσεις.

Το στοιχείο ωστόσο που προκάλεσε έντονη συζήτηση κατά τη χθεσινή συνεδρίαση, ήταν η πρόθεση του ΥΠΕΝ να βάλει φρένο στους υπερφιλόδοξους στόχους του προηγούμενου σχεδίου για το «πράσινο» υδρογόνο και το βιομεθάνιο μετά το 2030. Όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά από τον επικεφαλής του ΚΑΠΕ, δεν μπορεί να μπει υδρογόνο και βιομεθάνιο στα δίκτυα αερίου καθώς θα αυξήσει σημαντικά το κόστος για τους καταναλωτές.

Αέρα στα …πανιά των αιολικών

Όσον αφορά στο ενεργειακό μείγμα για ηλεκτροπαραγωγή, οι στόχοι για το 2030 είναι πιο φιλόδοξοι για τα χερσαία αιολικά πάρκα και κατάτι χαμηλότεροι για τα φωτοβολταϊκά συστήματα. Η αναγκαία ισχύς των μονάδων αποθήκευσης ενέργειας παραμένει η ίδια έως τα τέλη της δεκαετίας. Ωστόσο, μετά το 2030, οι στόχοι για επενδύσεις σε μονάδες αντλησιοταμίευσης αυξάνονται σημαντικά ενώ μειώνονται κατακόρυφα εκείνοι για μπαταρίες.

Ειδικότερα, η εικόνα από το μέλλον που αποτυπώνει η νέα πρόταση που παρουσιάστηκε χθες στη σύσκεψη του ΥΠΕΝ για την εγκατεστημένη ισχύ σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2030 είναι η εξής:

– Φωτοβολταϊκά πάρκα: 13 GW (από 13,4 GW που προέβλεπε το προηγούμενο draft που είχε σταλεί για παρατηρήσεις τον Νοέμβριο στην Κομισιόν)

– Χερσαία αιολικά πάρκα: 9 GW (από 7,6 GW στο προηγούμενο σχέδιο)

– Υπεράκτια αιολικά πάρκα: 1,95 GW (από 1,90 GW στο προηγούμενο)

– Υδροηλεκτρικά έργα: 3,1 GW, όπως και στο προηγούμενο

– Φυσικό Αέριο: 8 GW (από 7,7 GW)

– Λιγνίτης: μηδέν

– Αποθήκευση ενέργειας με μπαταρίες: 3,1 GW (όπως και στο προηγούμενο)

– Αποθήκευση ενέργειας με την τεχνολογία της αντλησιοταμίευσης: 2,036 GW (από 2,2 GW).

Αποθήκευση ενέργειας

Πάντως, είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ για το 2030 ο συνολικός στόχος για την αποθήκευση ενέργειας παραμένει σχεδόν ο ίδιος, για την περίοδο που ακολουθεί έως και το 2050 μειώνεται, καθώς αυξάνεται μεν η συμμετοχή της αντλησιοταμίευσης, μειώνεται δε σημαντικά εκείνη των μπαταριών.

Ειδικότερα, όσον αφορά στην ισχύ της αντλησιοταμίευσης από 2,036 GW το 2030 υπερδιπλασιάζεται το 2040 στα 4,9 GW και φτάνει στα 6,4 GW το 2050 (στο προηγούμενο draft η ισχύς παρέμενε στα 2,2 GW για όλη την περίοδο έως το 2050). Όσο για τις μπαταρίες, από 3,1 GW το 2030, αυξάνεται στο 4,2 GW το 2040 (από 8,8 GW στο προηγούμενο σχέδιο) και στα 12 GW το 2050 (από 22,6 GW).

Σε κάθε περίπτωση, σε παρέμβασή του ο κ. Αϊβαλιώτης ανέφερε χθες ότι, δεν θα γίνουν δεκτές αλλαγές στο ΕΣΕΚ εάν το κόστος των πράσινων πολιτικών που προτείνονται ρίχνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κάτω από 1% με 1,2%.

Διαβάστε ακόμη: