Οι περισσότεροι αναλυτές και οικονομολόγοι, ξένοι κυρίως αλλά και έλληνες, δεν φείδονται θετικών διατυπώσεων για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας κατά το τρέχον έτος, αλλά και για τα προσεχή 3-4 έτη, βασιζόμενοι σε μια σειρά από βάσιμους λόγους.

Προειδοποιούν όμως ταυτόχρονα ότι οι μεταβαλλόμενες πολύ συχνά διεθνείς συνθήκες, αλλά και τα εσωτερικά διαρθρωτικά προβλήματα, καθώς και οι εσωτερικές αντιδράσεις, μπορεί να διαφοροποιήσουν άρδην το θετικό κλίμα και να εισαγάγουν και πάλι την ελληνική οικονομία σε εσωστρεφείς και αδιέξοδους κύκλους.

Η οικονομία της Ελλάδας, περνώντας από τη βαθιά ύφεση το 2020 στην απότομη ανάκαμψη της διετίας 2021-2022, είδε το πραγματικό ΑΕΠ της να μεγεθύνεται και το 2023, με αποτέλεσμα να υπερκεράσει την Ευρωζώνη.

Το γεγονός αυτό σαφώς είναι από μόνο του ενθαρρυντικό, αλλά χρειάζεται να διατηρηθεί, προκειμένου η χώρα να καλύψει την απόσταση που τη χωρίζει από την Ευρωζώνη σε όρους κατά κεφαλήν πραγματικού προϊόντος.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης στο 9μηνο του 2023 διαμορφώθηκε στο 2,2% και ήταν ο έκτος υψηλότερος ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Στις πέντε πρώτες θέσεις ήταν χώρες της Ν. Ευρώπης, όπως η Μάλτα, η Ισπανία, η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Κροατία, έχοντας επιδόσεις αντιστοίχως της τάξης του 6,5%, 2,6%, 2,5%, 2,3% και 2,3%.

Στις πέντε τελευταίες -με εξαίρεση το Λουξεμβούργο και την Ιρλανδία- ήταν χώρες της Βορειας και Κεντρικής Ευρώπης, όπως η Εσθονία, η Λιθουανία, η Αυστρία, η Λετονία και η Φινλανδία με επιδόσεις αντίστοιχα της τάξης του -3,7%, -0,5%, -0,4%, -0,4% και -0,4%.

Και με την Ευρωζώνη συνολικά στο 0,06%. Σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση της αγοράς, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ενισχύθηκε κατά 2,3% το 2023, ενώ για το 2024 προβλέπεται επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 2,0%. Η προαναφερθείσα εκτίμηση για το 2024 είναι πιο συντηρητική από τις αντίστοιχες εκτιμήσεις της Κομισιόν (2,3%), του Προϋπολογισμού 2024 (2,9%) και της Τράπεζας της Ελλάδος (2,5%).

Παρά τη συνεχή πτώση του, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι το δεύτερο υψηλότερο ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης, με την Ισπανία στην πρώτη θέση.

Σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 10,8% του εργατικού δυναμικού στο 11μηνο του 2023, από 12,4% το 2022.

Παράλληλα, όμως, η απασχόληση ενισχύθηκε σε ετήσια βάση μόνο κατά 1,5% από 5,5% το 2022. Η μέση εκτίμηση της αγοράς για το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα το 2023 διαμορφώνεται στο 11,1% (συντηρητική εκτίμηση βάσει των στοιχείων που έχουν δημοσιευτεί στο 11μηνο), ενώ για το 2024 προβλέπεται περαιτέρω συρρίκνωση στο 10,1%. Αρκεί βέβαια να αποκατασταθεί έστω και ελάχιστα η ροή χρήματος στην αγορά, προκειμένου να υπάρξουν και νέες θέσεις εργασίας.

Στο μέτωπο του πληθωρισμού, σαφώς βρισκόμαστε σε φάση αποκλιμάκωσης, κυρίως λόγω της πτώσης των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Τα αγκάθια του τιμαρίθμου, όμως έχουν να κάνουν με τον πληθωρισμό στα τρόφιμα, που εξακολουθεί να είναι υψηλός, επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών.

Οι μόλις προ ημερών ανακοινώσεις της κυβέρνησης, κινούνται μεν σε θετική κατεύθυνση, αλλά μένει να φανεί η πραγματική επίπτωσή τους επί των τιμών στο ράφι, καθώς από πολλούς αμφισβητείται η αποτελεσματικότητά τους, παρά τις προθέσεις της κυβέρνησης να περιορίσει τουλάχιστον το φαινόμενο της ακρίβειας σε βασικά καταναλωτικά αγαθά.

Σημαντικό στοιχείο αποτελεί επίσης το ότι, σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση της αγοράς, αναμένεται αποκλιμάκωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και του λόγου δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια.

Όλα καλά μέχρι εδώ, ενώ υπάρχουν και άλλα θετικά, όπως η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η καλή πορεία του Χρηματιστηρίου. Υπάρχουν όμως και εγγενή προβλήματα, άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα. Η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας αντιμετωπίζει περιορισμούς λόγω της μείωσης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και της υπογεννητικότητας, λόγω των χαμηλών ακόμα επενδύσεων, που εξακολουθούν να βασίζονται κατά ένα μεγάλο τους μέρος σε μη αναπτυξιακές επενδύσεις, ενώ προβλήματα χρόνια εμποδίζουν ακόμα και σήμερα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Επιπλέον κινδύνους για το 2024 συνιστούν μια πιθανή κλιμάκωση των εντάσεων στα πολεμικά μέτωπα Ουκρανίας και Μ. Ανατολής, μια μεγαλύτερη του αναμενομένου παραμονή των επιτοκίων στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα λόγω μιας νέας έξαρσης του πληθωρισμού, όπως και η ασθενέστερη ανάκαμψη οικονομιών, που αποτελούν σημαντικούς εμπορικούς εταίρους μας.

Αν υπάρξει δε και υστέρηση στην υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με ολοκληρωμένα σχέδια να μην προχωρούν για διάφορους λόγους, καθώς και επανάληψη των περυσινών φυσικών καταστροφών, γίνεται αντιληπτό ότι η νέα χρονιά, της οποίας τις πρώτες ημέρες διανύουμε, δεν θα είναι τόσο εύκολη όσο αυτή που έφυγε.

Διαβάστε ακόμη: