Η εδραίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επισφραγίστηκε με την αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2023.

Επιπλέον, παρά τις αλλεπάλληλες διεθνείς κρίσεις και την υψηλή αβεβαιότητα εξαιτίας των γεωπολιτικών εντάσεων, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη εφέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης.

Ωστόσο, οι θετικές προοπτικές δεν πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό, καθώς η τρέχουσα διαβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπεται αισθητά της πιστοληπτικής αξιολόγησης που είχε το 2009, αλλά και της μέσης πιστοληπτικής αξιολόγησης που έχουν σήμερα οι χώρες της ευρωζώνης.

Συνεπώς απαιτείται υπευθυνότητα και συνέχιση της προσπάθειας ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και να συνεχιστούν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου.

Βασικοί πυλώνες αυτής της προσπάθειας θα πρέπει να είναι η συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης, η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

Οι δράσεις αυτές θα επιτρέψουν την ταχεία υποχώρηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, την αύξηση των επενδύσεων σε τομείς που σχετίζονται με την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας και τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε υψηλότερο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης, σε ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και σε επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης με την ευρωζώνη.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η ελληνική οικονομία συνέχισε κατά τη διάρκεια του 2023 να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό αλλά επιβραδυνόμενο ρυθμό, πολύ πιο ισχυρό πάντως από ό,τι στην ευρωζώνη. Ο γενικός πληθωρισμός σημείωσε σημαντική επιβράδυνση, πρωτίστως λόγω της συνεχιζόμενης υποχώρησης των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Ωστόσο, οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές των επεξεργασμένων τροφίμων, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών διατήρησαν τον πυρήνα του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα.

Οι σταθερά βελτιούμενες δημοσιονομικές επιδόσεις και η δέσμευση για την έγκαιρη υλοποίηση ενός φιλόδοξου επενδυτικού και μεταρρυθμιστικού προγράμματος συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου. Η εξέλιξη αυτή έχει συγκρατήσει τις ανοδικές επιδράσεις που ασκούν οι αυξήσεις των επιτοκίων στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.

Eurostat: Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έπεσε στο 166,5% του ΑΕΠ

Οι οικονομικές εξελίξεις το 2023

Όπως σημειώνει στην έκθεσή της η ΤτΕ, την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023 η οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2022, αλλά παρέμεινε ανθεκτική (+2,2%), ιδίως σε σύγκριση με τις επιδόσεις της ευρωζώνης. Βασικές συνιστώσες της ανάπτυξης παρέμειναν η ιδιωτική κατανάλωση, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου, αν και η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου και ο υψηλός πληθωρισμός επέδρασαν καθοδικά στις εν λόγω συνιστώσες του ΑΕΠ.

Η αύξηση των εισαγωγών, η οποία αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, συνέβαλε αρνητικά στη δυναμική του ΑΕΠ. Τέλος, η βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας, λόγω της υποχώρησης του ποσοστού ανεργίας, της ικανοποιητικής ανόδου της απασχόλησης και της αύξησης των ονομαστικών μισθών, συνέβαλε στη στήριξη των εισοδημάτων των νοικοκυριών.

Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός κατά τη διάρκεια του 2023 επιβραδύνθηκε σημαντικά, κυρίως λόγω της μεγάλης υποχώρησης των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Ειδικότερα, αποκλιμακώθηκε από 7,3% τον Ιανουάριο σε 2,9% τον Νοέμβριο. Ωστόσο, ο γενικός δείκτης χωρίς την ενέργεια κατέγραψε υψηλούς ρυθμούς, λόγω των ανοδικών πιέσεων τόσο στα διατροφικά αγαθά όσο και στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά και τις υπηρεσίες.

Ο πληθωρισμός των διατροφικών αγαθών, μετά την κορύφωσή του τον Δεκέμβριο του 2022 (12,9%), ακολουθεί καθοδική πορεία, η οποία ωστόσο παραμένει εύθραυστη λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία και της νέας κρίσης στη Μέση Ανατολή.

Η εξέλιξη της ιδιωτικής κατανάλωσης εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων

Οι προβλέψεις για πληθωρισμό και ανάπτυξη

Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,4%, να αυξηθεί οριακά στο 2,5% το 2024 και το 2025 και να υποχωρήσει ελαφρά στο 2,3% το 2026. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη.

Η προς τα κάτω αναθεώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης για το 2024 σε σχέση με την πρόβλεψη του Ιουνίου (3,0%) αντανακλά την προς τα κάτω αναθεώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης στην ευρωζώνη και την αναμενόμενη διατήρηση των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής σε υψηλό επίπεδο για μεγαλύτερο διάστημα. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομίας τα επόμενα έτη θα συνεχίσουν να είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, ενώ η καθαρή συμβολή του εξωτερικού τομέα θα είναι οριακά αρνητική.

Η νομισματική πολιτική εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να επιδρά συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα, ενώ θετικά στην ανάπτυξη θα συμβάλουν οι επενδύσεις χάρη στους πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, εκτιμάται ότι θα συνεχίσει την καθοδική του πορεία. Το 2023 αναμένεται να υποχωρήσει σε 4,1%, από 9,3% το 2022, αντανακλώντας τη μεγάλη μείωση των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Μέχρι το τέλος της περιόδου πρόβλεψης (2026), ο πληθωρισμός θα συγκλίνει προς το στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2%).

Στην καθοδική πορεία του πληθωρισμού θα συμβάλουν όλες οι συνιστώσες του. O πυρήνας του πληθωρισμού προβλέπεται στο 5,3% το 2023, ενώ θα μειωθεί έντονα το 2024 και στη συνέχεια θα αποκλιμακώνεται σταθερά.

Σε κλοιό κινδύνων ελληνική οικονομία και τράπεζες

Οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες για την οικονομία

Από εκεί και πέρα, οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της ΤτΕ για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί. Αναλυτικότερα, κινδύνους για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν:

  • (α) Τυχόν επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον
  • (β) Ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
  • (γ) Η καθυστέρηση υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, που θα επιβράδυνε τη διαδικασία ενίσχυσης της παραγωγικότητας της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων
  • (δ) Ακραία καιρικά φαινόμενα (πλημμύρες και πυρκαγιές, όπως συνέβη το 2023).

Η ελληνική οικονομία θα επηρεαστεί θετικά σε περίπτωση που η ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας στην πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου προκαλέσει ισχυρότερες ευνοϊκές επιδράσεις από τις αναμενόμενες ή σε περίπτωση που τα έσοδα από τον τουρισμό υπερβούν ξανά τις προσδοκίες.

Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζει η οικονομία

Στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2023, η ΤτΕ καταγράφει και μια σειρά σημαντικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Μεταξύ αυτών είναι:

Πληθωρισμός: Για όσο διάστημα είναι απαραίτητη η περιοριστική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα, η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι περιοριστική, ώστε να μη δημιουργείται πλεονάζουσα ζήτηση που θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τις τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις και κατ’ επέκταση τις πληθωριστικές προσδοκίες. Είναι κρίσιμο οι εθνικές πολιτικές να συμβάλουν στη συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών, ώστε να αποφευχθεί ένα σπιράλ αυξητικής δυναμικής των τιμών, που θα οδηγούσε σε εντονότερη και μεγαλύτερης διάρκειας αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής.

Υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ: Παρά την αύξηση των επιτοκίων κατά τη διάρκεια του 2023, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο.

Μη εξυπηρετούμενα δάνεια και υψηλό ιδιωτικό χρέος: Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), παρά την αξιοσημείωτη αποκλιμάκωσή του, παραμένει υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης και είναι αναγκαία η μείωσή του σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων για μακρότερο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη.

Χρόνιες αδυναμίες στην αγορά εργασίας: Παρά την αισθητή μείωση της ανεργίας χάρη στις μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται τα τελευταία έτη, αρκετές στρεβλώσεις συνεχίζουν να υφίστανται, καθώς τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών και των νέων παραμένουν σημαντικά υψηλότερα του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η επιθυμητή περαιτέρω μείωση της ανεργίας συναρτάται και με το πόσο εύκολα μπορούν οι επιχειρήσεις να προσλάβουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Η αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας καθυστερεί την ταχεία αποκλιμάκωση της ανεργίας και, σε συνδυασμό με το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, επιβραδύνει το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης.

Χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα: Η κατάταξη της Ελλάδος σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας παρουσιάζει στασιμότητα ή και υποχώρηση το 2023, μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την περίοδο 2020-2022. Συγκριτικά μειονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με το δείκτη ανταγωνιστικότητας του IMD (Ιούνιος 2023), θεωρούνται η έλλειψη ανταγωνιστικού φορολογικού πλαισίου, το αναποτελεσματικό νομικό πλαίσιο και η χαμηλή ποιότητα εταιρικής διακυβέρνησης.

Πρόσθετα παραδείγματα εγγενών αδυναμιών αποτελούν η φοροδιαφυγή, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στον χωροταξικό σχεδιασμό, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου και στον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στη χαμηλή αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (The 2023 EU Justice Scoreboard), o χρόνος που χρειάζεται για την επίλυση αστικών διαφορών σε πρωτοβάθμια δικαστήρια συνέχισε να αυξάνεται, σε 728 ημέρες το 2021 από 637 ημέρες το 2019.

Νέα μέτρα στήριξης το καλοκαίρι με συμπληρωματικό προϋπολογισμό και το «οκ» της Κομισιόν

Ανάγκη για προώθηση των μεταρρυθμίσεων

Η ΤτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, χαμηλότερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, υψηλών επιτοκίων και αυξημένης αβεβαιότητας λόγω των διαδοχικών κρίσεων, με αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους και με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης να γίνονται ολοένα πιο έκδηλες και αισθητές σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής ως προς το μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό αποκτά καθοριστική σημασία.

Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα της οικονομίας και να αντιμετωπιστούν οι μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις και χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, η οικονομική πολιτική οφείλει να δώσει έμφαση, μεταξύ άλλων, στους εξής τομείς:

Διατηρήσιμη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να περιορίσουν, όπου είναι εφικτό, το περιθώριο κέρδους τους ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο του “πληθωρισμού κερδών”. Βραχυπρόθεσμα απαιτείται εντατικοποίηση των ελέγχων των αρμόδιων ελεγκτικών μηχανισμών και της Επιτροπής Ανταγωνισμού ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας και ολιγοπωλιακές πρακτικές. Μεσομακροπρόθεσμα απαιτείται η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, με άρση των πάσης φύσεως ρυθμιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος νέων επιχειρήσεων.

Παράλληλα, οι μισθολογικές αυξήσεις, οι οποίες εντείνονται λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας, θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να καλύπτουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, χωρίς όμως να δημιουργούν ένα σπιράλ αυξήσεων μισθών-τιμών που θα οδηγούσε και σε χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας.

Επιτάχυνση της απορρόφησης και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU και του ΕΣΠΑ 2021-2027. Οι πόροι αυτοί θα πρέπει να κατευθυνθούν σε οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμους τομείς υψηλής τεχνολογίας, οι οποίοι έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό, καθώς και στη βελτίωση των υποδομών.

Συνέχιση και ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουργίες, όπως για παράδειγμα η απονομή της δικαιοσύνης. Συνεπώς απαιτούνται δράσεις (κάποιες από τις οποίες περιλαμβάνονται στο σχέδιο Ελλάδα 2.0) που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό και την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων των δικαστών, καθώς και των συστημάτων τήρησης αρχείων και πληροφορικής στα δικαστήρια, και μέσω της υιοθέτησης νομοθεσίας για την παρακολούθηση και βελτίωση της απόδοσης των δικαστικών υπαλλήλων και την αναθεώρηση του δικαστικού χάρτη για όλους τους κλάδους της δικαιοσύνης.

Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα της εργασίας. Δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης, αλλά και τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος που θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού.

Παράλληλα, απαιτείται η άρση των κανονιστικών περιορισμών στην πρόσβαση και την άσκηση ορισμένων επαγγελματικών υπηρεσιών, οι οποίοι παραμένουν υψηλότεροι από ό,τι κατά μέσο όρο στην ΕΕ, η αύξηση των επιχειρηματικών δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη, οι οποίες υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και η βελτίωση του επιπέδου ψηφιοποίησης της οικονομίας.

Αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα δημιουργήσει επιπλέον δημοσιονομικό χώρο, ικανό για μια ευρύτερη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης.

Μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Παρότι δεν υπάρχουν άμεσοι κίνδυνοι για το δημόσιο χρέος από την άνοδο των επιτοκίων, εξαιτίας των ευνοϊκών χαρακτηριστικών της διάρθρωσης του χρέους, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτά δεν είναι μόνιμα.

Παρέχουν μόνο ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο κατά την επερχόμενη σταδιακή λήξη και αντικατάσταση των ευνοϊκών δανείων, που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων, με νέο δανεισμό σε όρους αγοράς. Προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτό το παράθυρο ευκαιρίας, απαιτείται η επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων με σκοπό τη διατήρηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.

Διαβάστε ακόμη: