Την ιστορία ανάπτυξης και κερδοφορίας που μπορούν να πετύχουν οι ελληνικές τράπεζες την ερχόμενη τριετία αγοράζουν οι ξένοι επενδυτές που επενδύουν στις μετοχές τους μαζικά τους τελευταίους μήνες.

Ο εγχώριος κλάδος μετά από έναν ευρύ κύκλο μετασχηματισμού έχει επιτύχει τη μεγάλη επιστροφή στα ραντάρ των μεγαλύτερων επενδυτικών σπιτιών του πλανήτη, εξέλιξη που αποτυπώνεται στην ισχυρή ζήτηση για τους τίτλους των τεσσάρων συστημικών ομίλων και στην άνοδο των αποτιμήσεών τους.

Αναμφίβολα καταλύτης αποτέλεσε η έξοδος της χώρας από την κατηγορία των σκουπιδιών στα τέλη του περασμένου έτους, που διεύρυνε την επενδυτική βάση και για τις τράπεζες, ανοίγοντας το δρόμο για την προσέλκυση φρέσκων κεφαλαίων που αναζητούν υψηλές αποδόσεις σε όρους ευρώ.

Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης οι θετικές μακροοικονομικές προοπτικές και οι καλύτερες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Σε αυτό το περιβάλλον, η όρεξη των επενδυτών για ανάληψη ελληνικού ρίσκου έχει αυξηθεί σημαντικά.

Η είσοδος ξένων παικτών

Το κλίμα αυτό έσπευσε να εκμεταλλευτεί η κυβέρνηση για την οριστική αποχώρηση από το μετοχικό κεφάλαιο των τεσσάρων συστημικών ομίλων.

Την αρχή έκανε η Εθνική Τράπεζα με τη διάθεση του 22% των μετοχών της από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) το Νοέμβριο του 2023, η οποία ολοκληρώθηκε με χαρακτηριστική άνεση και με την προσέλκυση μακροπρόθεσμων funds.

Λίγες ημέρες νωρίτερα, η Alpha Bank είχε υπογράψει συμφωνία με τη UniCredit για την απόκτηση του 9% της κρατικής συμμετοχής, σηματοδοτώντας την πρώτη επένδυση μεγάλου τραπεζικού ομίλου στη χώρα μετά από 17 χρόνια.

Οι εξελίξεις αυτές πιστοποίησαν την αλλαγή σελίδας για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, μετά την υπερδεκαετή κρίση, που ακολούθησε τη χρεοκοπία του ελληνικού δημοσίου.

Έκτοτε οι ξένοι επενδυτές είναι μόνιμα αγοραστές των μετοχών των ελληνικών τραπεζών, οδηγώντας τις κεφαλαιοποιήσεις τους σε πολυετή υψηλά.

Το ενδιαφέρον δε που επιδεικνύουν στις παρουσιάσεις που πραγματοποιούν οι διοικήσεις των συστημικών ομίλων στο εξωτερικό για τις προοπτικές τους, θυμίζει την εποχή της υπερανάπτυξής τους στα χρόνια μετά την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ.

Επόμενο σταθμός για τον κλάδο αποτελεί η διάθεση έως και του 27% των μετοχών που κατέχει στην Τράπεζα Πειραιώς το ΤΧΣ.

Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της την ερχόμενη εβδομάδα αποτελεί το τελευταίο βήμα πριν την εκκίνηση της σχετικής διαδικασίας, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί έως και τις αρχές Μαρτίου.

Σύμφωνα με αναλυτές, η ζήτηση αυτή τη στιγμή είναι τόσο ισχυρή, που δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να μηδενίσει τη συμμετοχή του κράτους στην τράπεζα με πολύ καλούς όρους.

Μένει να φανεί αν θα πουληθεί το σύνολό της ή μέρος της κατά το επικείμενο placement.

Τα ατού του κλάδου

Σύμφωνα με αναλυτές, η επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στα διεθνή επενδυτικά ραντάρ μόνο τυχαία δεν είναι.

Όπως επισημαίνουν, είναι αποτέλεσμα της σημαντικής βελτίωσης των θεμελιωδών μεγεθών τους και των προοπτικών τους για υψηλή κερδοφορία τα επόμενα χρόνια.

Συγκεκριμένα:

  •  Μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν μία άνευ προηγουμένου στην ευρωπαϊκή οικονομική ιστορία εξυγίανση την τελευταία τριετία.

Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τη ζώνη του 50%, βρίσκεται πλέον κατά μέσο όρο κάτω από το 5% και μέσα στην επόμενη διετία εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει χαμηλότερα του 3%.

  •  Υψηλή ρευστότητα

Οι εποχές που οι ελληνικές τράπεζες πλήρωναν επιτόκια της τάξης του 5% και 6% στις καταθέσεις για να ανακόψουν το κύμα των εκροών λόγω της επιδείνωσης της εμπιστοσύνης, έχουν παρέλθει.

Πλέον, με δείκτη δανείων προς καταθέσεις στο 60% έχουν την απαιτούμενη ρευστότητα για να καλύψουν τη ζήτηση για χρηματοδοτήσεις από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Στα επιχειρησιακά πλάνα που θα παρουσιάσουν τις επόμενες εβδομάδες μαζί με τα αποτελέσματα της περυσινής χρήσης θα αποτυπωθούν οι εκτιμήσεις των διοικήσεών τους για θετικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης τουλάχιστον ως το τέλος του 2026.

Προς αυτήν την κατεύθυνση υποστηρικτικά λειτουργούν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και των λοιπών αναπτυξιακών προγραμμάτων.

Η επίτευξη των στόχων για την μεγέθυνση των δανειακών χαρτοφυλακίων θα αναπληρώσει τις αναπόφευκτες απώλειες στα έσοδα από τόκους στις υφιστάμενες χορηγήσεις, όταν ξεκινήσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων στην ευρωζώνη.

  •  Κεφαλαιακή ισχύς

Οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν την ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής τους επάρκειας, τόσο με οργανικό τρόπο, μέσω της κερδοφορίας, όσο και με εκδόσεις ομολογιακών τίτλων.

Μέσα σε περίπου 1 μήνα από τις αρχές του 2024 άντλησαν από τις αγορές με αυτόν τον τρόπο 1,8 δισ. ευρώ, καλύπτοντας το 1/3 της απόστασης που τις χωρίζει από τον τελικό στόχο MREL για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Διαθέτουν με τον τρόπο αυτό τα κεφάλαια για να υποστηρίξουν την ανάπτυξη των εργασιών τους και να εκμεταλλευτούν ευκαιρίες που θα παρουσιαστούν για την περαιτέρω ενίσχυση των δεικτών αποδοτικότητάς τους.

  •  Δείκτες αποδοτικότητας

Η κερδοφορία των τεσσάρων συστημικών ομίλων εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε σε υψηλά πολλών ετών το 2023.

Σύμφωνα με αναλυτές, τα αποτελέσματα που θα ανακοινώσουν οι διοικήσεις τους τις επόμενες εβδομάδες θα δείξουν καθαρά κέρδη της τάξης των 4 δισ. ευρώ.

Στόχο αποτελεί η διατήρησή τους σε αυτή τη ζώνη στις επόμενες δύο χρήσεις τουλάχιστον, εξέλιξη που θα ανοίξει το δρόμο για τη γενναία επιβράβευση των μετόχων τους μέσω μερισμάτων.

Διαβάστε ακόμη: