Σε ακόμη μία αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, παρά τις τραπεζικές αναταράξεις και τις ανησυχίες για την Credit Suisse, προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης προχώρησαν σε παρέμβαση 50 μονάδων βάσης, αναθεωρώντας στο 3,5% το βασικό επιτόκιο (από 3% προηγουμένως), στο 3% το επιτόκιο καταθέσεων (από 2,5% προηγουμένως) και σε 3,75% το επιτόκιο οριακές χρηματοδότησης (από 3,25% προηγουμένως).
Αυτή είναι η τρίτη διαδοχική αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων κατά 50 μ.β. και η έκτη συνολικά από τον Ιούλιο του 2022 όταν η ΕΚΤ ξεκίνησε τη σύσφιξη της πολιτικής της για να αντιμετωπίσει το ράλι του πληθωρισμού.
Η σημερινή απόφαση της κεντρικής τράπεζας επέρχεται σε μια ιδιαιτέρως δύσκολη συγκυρία για την Ευρώπη, μετά την ανάφλεξη των ανησυχιών για τη βιωσιμότητα της Credit Suisse. Η ελβετική τράπεζα αναγκάστηκε να ζητήσει έκτακτη χρηματοδότηση έως 50 δισ. φράγκων από την SNB (Ελβετική Κεντρική Τράπεζα), προκειμένου να καλύψει τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες της.
Δείτε τη συνέντευξη Τύπου της επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ:
Λαγκάρντ: Τρεις παράγοντες θα καθορίσουν τις επόμενες κινήσεις μας
Οι επόμενες κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα εξαρτηθούν από τρεις παράγοντες, φρόντισε να ξεκαθαρίσει η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης τύπου μετά το πέρας της συνεδρίασης για τον καθορισμό της νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας.
Ερωτηθείσα η Κριστίν Λαγκάρντ για τις επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ αναφορικά με τις αυξήσεις των επιτοκιών, παρέπεμψε στην ανακοίνωση (στην οποία απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά για την «επόμενη ημέρα») που ακολούθησε τη σημερινή απόφαση της ανώτατης ευρωπαϊκής τραπεζικής αρχής για αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης. Να σημειωθεί ότι από τη σημερινή ανακοίνωση απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά για το πώς θα κινηθεί η ΕΚΤ στο μέλλον, κάτι που ήταν ξεκάθαρο στην ανακοίνωση που ακολούθησε την προηγούμενη συνεδριάση της ΕΚΤ.
«Αν διαβάσετε προσεκτικά την ανακοίνωσή μας, στην πρώτη παράγραφο, τρία σημεία περιγράφουν με σαφήνεια πώς θα κινηθούμε στο εξής. Νούμερο ένα η εκτίμηση του διοικητικού συμβουλίου για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το φως των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων, νούμενο δύο η δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και νούμερο τρία η δύναμη της μετάδοσης της νομισματικής μας πολιτικής».
Αυτή θα είναι η βάση στην οποία θα στηριχθεί η ΕΚΤ για να προχωρήσει στο μέλλον. Σαφώς πρόκειται για αναθεώρηση της στρατηγικής της, καθώς όπως υπογράμμισε η Κριστίν Λαγκάρντ, σε σχέση με την προηγούμενη συνεδρίασή μας ο «κόσμος» έχει αλλάξει.
Αναφορικά με το εάν η κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις ΗΠΑ και τα ζητήματα που έχουν προκύψει με την Credit Suisse, προμηνύουν ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα συστημικής κρίσης, η κυρία Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι η ΕΚΤ παρακολουθεί προσεκτικά τις τρέχουσες εντάσεις στις αγορές και είναι έτοιμο να λάβει μέτρα όπως κρίνεται απαραίτητο για να διαφυλάξει τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ.
«Ο τραπεζικός τομέας στην Ευρωζώνη είναι ανθεκτικός, διαθέτοντας ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας. Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη πολιτικής που διαθέτει η ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για την παροχή στήριξης σε ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα αν χρειαστεί», τόνισε η πρόεδρος της ΕΚΤ.
Τι εκτιμούν οι αναλυτές
Ωστόσο, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι το πρόβλημα δεν έχει λυθεί, εκφράζοντας τον φόβο για μια επανάληψη των γεγονότων του 2007 – 2009, με την Credit Suisse να «ντύνεται» Lehman Brother’s και ενδεχόμενη κατάρρευσή της να πυροδοτεί ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να επιβραδύνει ή και να σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων, οι οποίες ναι μεν συνδράμουν στην αναχαίτιση του επίμονου πληθωρισμού, αλλά ταυτόχρονα υποσκάπτουν την οικονομία και «φουσκώνουν» το κόστος δανεισμού.
Έτσι, δεν αποκλείεται τους επόμενους μήνες να ακολουθήσουν ηπιότερες παρεμβάσεις, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα και να μην προκληθεί ένα ντόμινο τραπεζικών καταρρεύσεων.
Από την άλλη πλευρά, η αδήριτη ανάγκη αντιμετώπισης του πληθωριστικού προβλήματος δικαιολογεί την περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, καθώς η ακρίβεια, η οποία «σαρώνει» την Ευρώπη, παραμένει σε υψηλά επίπεδα (8,5% τον Φεβρουάριο) και περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα καταναλωτών και επιχειρήσεων.