Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα μειώσει τα επιτόκια από τα επίπεδα ρεκόρ την Πέμπτη και θα αναγνωρίσει ότι έχει σημειώσει πρόοδο στη μάχη της κατά του υψηλού πληθωρισμού, τονίζοντας παράλληλα ότι ο αγώνας δεν έχει ακόμη τελειώσει, δεδομένου ότι οι τιμές των υπηρεσιών παραμένουν υψηλές.

Το μεγάλο ερώτημα ωστόσο είναι, εάν η ΕΚΤ θα συνεχίσει τον κύκλο της μείωσης επιτοκίων και τους επόμενους μήνες, προκειμένου να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις των υψηλών επιτοκίων.

Σύμφωνα με το Reuters, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν κάνει σαφή την πρόθεσή τους να μειώσουν το κόστος δανεισμού, αφού είδαν τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη να υποχωρεί από το 10% στα τέλη του 2022, σε λίγο πάνω από τον στόχο του 2% τους τελευταίους μήνες.

Η ευρεία πτώση θεωρήθηκε υπεραρκετή για την ΕΚΤ ώστε να αρχίσει να αναιρεί την μεγαλύτερη σειρά αυξήσεων των επιτοκίων στην ιστορία της, οι οποίες αποτέλεσαν απάντηση στην εκτίναξη των τιμών στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Πλέον, η ΕΚΤ θα ενωθεί με τις κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Σουηδίας και της Ελβετίας στη μείωση των επιτοκίων και θα κινηθεί πολύ πιο μπροστά από τη Fed.

Φρένο στις μειώσεις

Αλλά, αυτό που φαινόταν ως η έναρξη ενός σημαντικού κύκλου χαλάρωσης μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, φαίνεται τώρα πιο αβέβαιο εν μέσω ενδείξεων ότι ο πληθωρισμός μπορεί να αποδειχθεί πιο επίμονος από ό,τι αναμενόταν στη ζώνη του ευρώ, όπως συνέβη και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αυτό σημαίνει ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ και οι συνάδελφοί της είναι απίθανο να δεσμευτούν για περαιτέρω μείωση των επιτοκίων στη συνεδρίαση του Ιουλίου ή και αργότερα.

Αντιθέτως, αναμένεται να τονίσουν ότι οποιαδήποτε περαιτέρω κίνηση θα εξαρτηθεί από τα εισερχόμενα στοιχεία και ότι το κόστος δανεισμού πρέπει να παραμείνει αρκετά υψηλό ώστε να συγκρατήσει τον πληθωρισμό.

«Περαιτέρω μειώσεις τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο παραμένουν η κεντρική μας υπόθεση», ανέφερε σε σημείωμά του ο οικονομολόγος της HSBC Fabio Balboni. «Αλλά αν η πρόσφατη ανθεκτικότητα του πληθωρισμού στον τομέα των υπηρεσιών αποδειχθεί διατηρήσιμη, βλέπουμε αυξανόμενες πιθανότητες ότι η ΕΚΤ ίσως χρειαστεί να είναι πιο προσεκτική».