Αμεταβλητα, για τέταρτη συνεχή φορά άφησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) τα βασικά επιτόκια, μετά από δέκα διαδοχικές αυξήσεις, μεταξύ Ιουλίου 2022 και Σεπτεμβρίου 2023.

τελευταία αύξηση των επιτοκίων αποφασίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2023, με αύξηση 25 μονάδων βάσης, ανεβάζοντας το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 4%, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 4,50% και 4,75% αντίστοιχα. Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες, οι αγορές ήταν βέβαιες ότι η συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Μάρτιο θα οδηγούσε σε μείωση των επιτοκίων.

Ορισμένοι κεντρικοί τραπεζίτες, ιδιαίτερα στη νότια Ευρώπη, συμφώνησαν προς αυτή την κατεύθυνση, πιστεύοντας ότι οι συνθήκες ήταν ώριμες για μια αρχική χαλάρωση του κόστους δανεισμού. Ωστόσο κάποιοι κεντρικοί τραπεζίτες, όπως ο Αυστριακός Robert Holzmann της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας, αρνήθηκαν μια τέτοια εξέλιξη

Στη σημερινή συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου , η ΕΚΤ δείχνει επιφυλακτική να αποφανθεί για τη μείωση των επιτοκίων, τουλάχιστον, μέχρι τη συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου. Σε κάθε περίπτωση, η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θεωρείται βέβαιη, ωστόσο άπαντες, αναμένουν το πότε αυτή θα ανακοινωθεί.

Αυτές οι επιφυλάξεις που μπορούν να διαγνωσθούν στο ΔΣ της ΕΚΤ, έχουν να κάνουν με εξελίξεις που δεν περίμενε σχεδόν κανείς στην ΕΕ. Την περασμένη Παρασκευή, οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό ήταν υψηλότερες του αναμενόμενου. Η αύξηση των τιμών διαμορφώθηκε στο 2,6% τον περασμένο μήνα και με εξαίρεση τον πληθωρισμό στην ενέργεια και τα τρόφιμα, η πραγματική αύξηση των τιμών άγγιξε το 3,1%. Τιμές πολύ υψηλότερες από τον στόχο της ΕΚΤ, ήτοι το 2%.

Η πιο ανησυχητική συνιστώσα του πληθωρισμού εντοπίζεται στις υπηρεσίες , ενώ οι τιμές των αγαθών έχουν υποχωρήσει. Οι υπηρεσίες επηρεάζονται περισσότερο από τους μισθούς , επειδή η εργασία αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο μέρος του κόστους. Το τελευταίο τρίμηνο του 2023, η αύξηση των μισθών , σύμφωνα με τη μέτρηση της ΕΚΤ, ήταν στο 4,5%. Χαμηλότερο από το 4,7% του προηγούμενου τριμήνου.

Η ανακοίνωση της ΕΚΤ

Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να διατηρήσει αμετάβλητα τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Μετά την τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου τον Ιανουάριο, ο πληθωρισμός υποχώρησε περαιτέρω. Στις πιο πρόσφατες προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω, ιδίως για το 2024, πράγμα που αντανακλά κυρίως μια μικρότερη συμβολή των τιμών της ενέργειας.

Σύμφωνα με τις προβολές, ο πληθωρισμός αναμένεται πλέον να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 2,3% το 2024, 2,0% το 2025 και 1,9% το 2026. Οι προβολές για τον πληθωρισμό χωρίς τις τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής έχουν επίσης αναθεωρηθεί προς τα κάτω και θα διαμορφωθούν κατά μέσο όρο σε 2,6% για το 2024, 2,1% για το 2025 και 2,0% για το 2026. Αν και οι περισσότεροι δείκτες μέτρησης του υποκείμενου πληθωρισμού έχουν εξασθενήσει περαιτέρω, οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές παραμένουν υψηλές, εν μέρει λόγω της έντονης αύξησης των μισθών.

Οι συνθήκες χρηματοδότησης είναι περιοριστικές και οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων εξακολουθούν να επιδρούν ανασταλτικά στη ζήτηση, συμβάλλοντας στην ώθηση του πληθωρισμού προς τα κάτω. Οι εμπειρογνώμονες έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω την προβολή όσον αφορά την ανάπτυξη, σε 0,6% για το 2024, και η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να παραμείνει υποτονική σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Στη συνέχεια, οι εμπειρογνώμονες αναμένουν ότι η οικονομία θα ανακάμψει και θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,5% το 2025 και 1,6% το 2026, υποβοηθούμενη αρχικά από την κατανάλωση και αργότερα και από τις επενδύσεις.

Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή σε αυτόν τον στόχο. Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής θα διαμορφωθούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητο.

Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να ακολουθεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα στοιχεία για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της κατάλληλης διάρκειας της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια θα βασίζονται στην αξιολόγηση που διενεργεί όσον αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών στοιχείων, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ένταση με την οποία μεταδίδεται η νομισματική πολιτική.

Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ

Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 4,50%, 4,75% και 4,00% αντιστοίχως. Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (APP) και έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP)

Το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει πλέον τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους.

Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP κατά τη λήξη τους στη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2024. Στη διάρκεια του β΄ εξαμήνου του έτους, σκοπεύει να μειώσει το χαρτοφυλάκιο PEPP κατά 7,5 δισεκ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να τερματίσει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP στο τέλος του 2024.

Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.

Πράξεις αναχρηματοδότησης

Καθώς οι τράπεζες αποπληρώνουν τα ποσά που δανείστηκαν στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης και η συνεχιζόμενη αποπληρωμή τους συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.

Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα και να διαφυλάξει την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμίζει ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώνει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για σταθερότητα των τιμών.

Λαγκάρντ: Θα διατηρήσουμε υψηλά τα επιτόκια για όσο χρειαστεί

Την ανησυχία των κεντρικών τραπεζιτών ότι οι εγχώριες πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν στην ζώνη του ευρώ -παρά την πτωτική αναθεώρηση- εξέφρασε η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ,  επισημαίνοντας ιδιαίτερα την αύξηση στους μισθούς.

Η κ. Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι η νομισματική πολιτική θα παραμείνει σε περιοριστικό έδαφος έως ότου υπάρξει βεβαιότητα ότι οι πληθωριστικοί κίνδυνοι έχουν παρέλθει, υπογραμμίζοντας την προσήλωση της ΕΚΤ στην επίτευξη του στόχου του  2%. Και επανέλαβε ότι η κεντρική τράπεζα αναμένει περαιτέρω στοιχεία που θα καταδεικνύουν με βεβαιότητα την αποκλιμάκωση των τιμών.

«Έχουμε μια εντολή κι έχουμε μια αποστολή να μειώσουμε τον πληθωρισμό στο 2%», τόνισε χαρακτηριστικά.

Η κ. Λαγκάρντ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην πτωτική αναθεώρηση των εκτιμήσεων για πληθωρισμό και ανάπτυξη, η οποία αναφέρεται και στην ανακοίνωση της ΕΚΤ, που συνόδευσε νωρίτερα την απόφαση της ΕΚΤ.

Για τις προσδοκίες της αγοράς

Ερωτηθείσα για το αν οι αποφάσεις της ΕΚΤ επηρεάζονται από τις προσδοκίες της αγοράς, η κ.Λαγκάρντ τόνισε ότι η ίδια προσπαθεί να μην σχολιάζει αυτές τις προσδοκίες: «Αυτοί κάνουν τη δουλειά τους και εμείς κάνουμε τη δική μας. Ο καθένας έχει μια δουλειά που πρέπει να κάνει», τόνισε προσθέτοντας ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ δεν επηρεάζονται από την αγορά.

Εκτίμηση κινδύνου

Οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη παραμένουν προς τα κάτω, υπογράμμισε. Η ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι χαμηλότερη εάν τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής αποδειχθούν ισχυρότερα από τα αναμενόμενα.

Μια πιο αδύναμη παγκόσμια οικονομία ή μια περαιτέρω επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου θα επηρεάσει επίσης την ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ. Ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η τραγική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή αποτελούν σημαντικές πηγές γεωπολιτικού κινδύνου. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να αποκτήσουν λιγότερη αυτοπεποίθηση για το μέλλον και να διαταραχθεί το παγκόσμιο εμπόριο. Η ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι υψηλότερη εάν ο πληθωρισμός μειωθεί ταχύτερα από το αναμενόμενο και η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων σημαίνει ότι οι δαπάνες αυξάνονται περισσότερο από το αναμενόμενο ή εάν η παγκόσμια οικονομία αναπτυχθεί ισχυρότερα από το αναμενόμενο.

Γεωπολιτικές εντάσεις

Ανοδικοί κίνδυνοι για τον πληθωρισμό περιλαμβάνουν τις αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις, ειδικά στη Μέση Ανατολή, οι οποίες θα μπορούσαν να ωθήσουν τις τιμές της ενέργειας και το κόστος των φορτίων υψηλότερα βραχυπρόθεσμα και να διαταράξουν το παγκόσμιο εμπόριο. Ο πληθωρισμός θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί υψηλότερος από το αναμενόμενο εάν οι μισθοί αυξηθούν περισσότερο από το αναμενόμενο ή τα περιθώρια κέρδους αποδειχθούν πιο ανθεκτικά. Αντίθετα, ο πληθωρισμός μπορεί να εκπλήξει καθοδικά εάν η νομισματική πολιτική περιορίσει τη ζήτηση περισσότερο από το αναμενόμενο ή εάν το οικονομικό περιβάλλον στον υπόλοιπο κόσμο επιδεινωθεί απροσδόκητα.

«Θα διατηρήσουμε την περιοριστική πολιτική για όσο καιρό χρειαστεί» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο πληθωρισμός

«Από την τελευταία μας συνάντηση τον Ιανουάριο, ο πληθωρισμός μειώθηκε περαιτέρω. Στις τελευταίες προβλέψεις του προσωπικού της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, ιδίως για το 2024, γεγονός που αντανακλά κυρίως τη χαμηλότερη συμβολή των τιμών της ενέργειας. Το προσωπικό προβλέπει τώρα ότι ο πληθωρισμός θα είναι κατά μέσο όρο 2,3 τοις εκατό το 2024, 2,0 τοις εκατό το 2025 και 1,9 τοις εκατό το 2026», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Λαγκάρντ.

Και υπογράμμισε ότι οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό εξαιρουμένων της ενέργειας και των τροφίμων έχουν επίσης αναθεωρηθεί προς τα κάτω και κατά μέσο όρο 2,6% για το 2024, 2,1% για και 2,0% για το 2026.

«Αν και τα περισσότερα μέτρα του υποκείμενου πληθωρισμού έχουν υποχωρήσει περαιτέρω, οι εγχώριες πιέσεις τιμών παραμένουν υψηλές, εν μέρει λόγω της έντονης αύξησης των μισθών», υπογράμμισε.

«Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή μας, θεωρούμε ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα που, διατηρούμενα για αρκετά μεγάλη διάρκεια, θα συμβάλουν ουσιαστικά σε αυτόν τον στόχο. Οι μελλοντικές μας αποφάσεις θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής μας θα καθορίζονται σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα είναι απαραίτητο» είπε χαρακτηριστικά.

Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και διάρκειας περιορισμού. Ειδικότερα, οι αποφάσεις μας για τα επιτόκια θα βασίζονται στην εκτίμησή μας για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το φως των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και της ισχύος της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.

Οικονομική ανάπτυξη

Ο κ. Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι η οικονομία παραμένει αδύναμη: οι καταναλωτές συνέχισαν να συγκρατούν τις δαπάνες τους, οι επενδύσεις μετριάστηκαν και οι εταιρείες εξήγαγαν λιγότερο, αντανακλώντας την επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης και ορισμένες απώλειες στην ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, οι έρευνες δείχνουν σταδιακή ανάκαμψη κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, υπογράμμισε προσθέτοντας ότι καθώς ο πληθωρισμός πέφτει και οι μισθοί συνεχίζουν να αυξάνονται, τα πραγματικά εισοδήματα θα ανακάμψουν, υποστηρίζοντας την ανάπτυξη.

Διαβάστε ακόμη: