Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε ο πόλεμος τονίσαμε πως ένα πράγμα μόνο είναι σίγουρο: μεταξύ των τριών μεγάλων δυνάμεων –Αμερική, Ευρώπη και Ασία– η Γηραιά Ήπειρος θα είναι δυστυχώς (όπως πάντα) η μεγάλη χαμένη. Από όλες τις απόψεις.

Ακούσαμε αμέτρητες μπούρδες από πολιτικούς, παπαγαλάκια και κάθε λογής εντεταλμένα ή απλώς ανίκανα ανθρωπάκια. Η κορυφαία μπούρδα όλων, το ότι δήθεν η Ρωσία θα ήταν αυτή που θα χάσει από τις κυρώσεις-ανέκδοτο που η Ευρώπη ας πούμε ότι επέβαλε (εμμέσως κατ’ εντολήν ΗΠΑ, φυσικά).

Το ότι αυτοί μας έχουν ανάγκη, και όχι εμείς αυτούς! Σκίσαμε τα πτυχία μας, και ρίξαμε άπειρο γέλιο, διότι δεν ξανακούστηκε ποτέ ο εξαρτημένος, ανήμπορος και ανίκανος καταναλωτής να είναι ο “μάγκας” στην εξίσωση. Να είναι αυτός που ορίζει την τιμή στον παραγωγό. Αυτά γίνονται μόνο σε ουτοπικές συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού.

Εμείς είμαστε εξαρτημένοι. Παράγουμε όλο και λιγότερο (το εμπορικό έλλειμμα της Ευρώπης έπιασε πάτο-ρεκόρ), γινόμαστε όλο και περισσότερο καταναλωτές. Εξαρτημένοι, δίχως “leverage”, δίχως διαπραγματευτική ισχύ. Πλέον όποιος μας πουλάει φυσικό αέριο, σιτάρι ή οτιδήποτε, το αγοράζουμε, σε όποια τιμή μας πει και λέμε κι ένα τραγούδι. Λες και ο Ρώσος δεν έχει μια κολοσσιαία δεξαμενή δισεκατομμυρίων ψυχών εξ Ανατολάς, τα ψωροεκατομμύρια των κακομαθημένων αγοραστών της Ευρώπης περίμενε…

Στην κατάσταση αυτή της εξάρτησης φυσικά δεν μας έφερε ο Πούτιν. Μόνοι μας ήρθαμε, ή μάλλον με το “αόρατο χέρι της αγοράς” από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Και ο Αμερικάνος θα κερδίσει. Και ο Ρώσος. Για τον Κινέζο δε χρειάζεται καν να πούμε κάτι. Εμείς θα χάσουμε.

Οι εγχώριοι και διεθνείς μπουρδολόγοι όμως μας γελούσαν με τον “εχθρό” και μας έλεγαν κερδάμε.

Τα αποτελέσματα τα είδαμε. Θλιβερά, αξιολύπητα, κατάπτυστα επιδόματα βενζίνης, στέγης, σίτισης, εμβολιασμού και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Μια κοινωνία επιδομάτων. Σήψη, παρακμή και θλίψη. Αυτό δεν είναι οικονομία. Και δεν έχουμε δει τίποτα ακόμη.

Ο επίσημος πληθωρισμός στην Ευρώπη ξεπέρασε το 10% (και πού να δείτε τα πραγματικά στοιχεία!) Ο ίδιος πληθωρισμός που μέχρι πριν μερικούς μήνες έλεγαν θα είναι παροδικός. Ακόμη έχουν το θράσος να το λένε! Η Λαγκάρντ μάς διαβεβαίωνε πριν και μετά τον πόλεμο πως δε θα ξεπεράσουμε το 2%. Και είμαστε στο 10%, και είναι μόλις ο πρώτος χρόνος. Κοιτώντας τον κόσμο γύρω μου, αμφιβάλλω ότι η μάζα έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής. Της κρίσης που θα σημαδέψει αυτή τη δεκαετία. Ολόκληρη τη δεκαετία, και όχι μερικούς μήνες δήθεν λόγω πολέμου…

Τα χρηματιστήρια; Τι να πρωτοπιάσει κανείς. Ένα-ένα τα μικρο- και μακροοικονομικά στοιχεία της Ευρώπης διαψεύδουν καθημερινά, πανηγυρικά τους μπουρδολόγους, και επιβεβαιώνουν όσα κάποιοι τονίσαμε εξαρχής. Με μοναδικό σκοπό να προειδοποιήσουμε. Να κάνει τα κουμάντα του ο κόσμος.

Και φτάνουμε στο ευρώ. Στο σύμβολο της δύναμης της Ευρωζώνης, ένα σύμβολο που όσο φθίνει αποκαλύπτεται η σκουριά ενός γερασμένου θεσμού που απέτυχε παταγωδώς. Απέτυχε να ενώσει, να δει τα μέλη του να ευδοκιμούν. Αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που δεν έχει και πολύ νόημα εκ των υστέρων να αναλύσουμε. Ό,τι έγινε, έγινε, υπήρξαν τα καλά και τα κακά. Το θέμα είναι τώρα τι κάνει η Ευρώπη.

Τουρισμός: Η «τρύπα» στα έσοδα που μπορεί να δημιουργήσει το ρούβλι

Γελούσαν με το ρούβλι…

Το ευρώ καταρρέει πλησιάζοντας επικίνδυνα την απόλυτη ισοτιμία με το δολάριο. Κορόιδευαν το ρούβλι κάποιοι (όπως γελούν αντίστοιχα με τις συμφορές του γείτονα, βλέπε τουρκική λίρα). Το ρούβλι όμως έσπασε όλα τα κοντέρ, έγινε το νόμισμα με την καλύτερη επίδοση το 2022, ξεπερνώντας ακόμη και τα ευμετάβλητα κρυπτονομίσματα που αυτή τη στιγμή βυθίζονται.

Αλήθεια, τι απέγινε το αφήγημα “inflation hedge” για το Bitcoin, δηλαδή η μπούρδα πως είναι πληθωριστικό χετζ; Αν πραγματικά ήταν, θα έπρεπε αν μη τι άλλο να ανεβαίνει τώρα που εκτοξεύεται ο πληθωρισμός, και όχι να έχει χάσει το 50% της αξίας του από τα περσινά υψηλά. Το γενικευμένο κραχ στα χρηματιστήρια απέδειξε πως το Bitcoin δεν είναι παρά βαλβίδα αποσυμπίεσης της υπέρμετρης ρευστότητας της Fed που διοχέτευε στην αγορά.

Μια αποθήκη φρεσκοτυπωμένων πληθωριστικών δολαρίων. Το αντίθετο, δηλαδή! Η επιτομή της υποκρισίας σε μια εποχή γενικότερης υποκρισίας, σε όλα, όχι τυχαίως… Αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Την ώρα λοιπόν που το ρούβλι σπάει επιδόσεις και αφηγήματα, το ευρώ για πρώτη φορά εδώ και 20 χρόνια πλησιάζει ένα κρίσιμο σημείο: την απόλυτη ισοτιμία με το δολάριο. Ένα ψυχολογικό φράγμα που συμβολίζει ακριβώς αυτό για το οποίο υποτίθεται φτιάχτηκε το ευρώ: να “ξεπεράσει” τον Αμερικάνο. Όχι να είναι “υπό” του και πάλι…

Οι αναλυτές λοιπόν προσπαθούν να δουν τα σημάδια για το αν θα φτάσει εκεί και τι θα σημαίνει για τους επενδυτές και την οικονομία.

Αναδιάρθρωση χαρτοφυλακίου προτείνει ο «Mad Money» του CNBC

Αποδεκατίστηκαν οι επενδυτές – Σε χαμηλό 20 ετών το ευρώ

Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές το ευρώ κυμαινόταν γύρω στα 1,05 δολ., έχοντας σταθερή πτώση για σχεδόν έναν χρόνο, από περίπου 1,22 δολ. τον περασμένο Ιούνιο. Νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα είχε φτάσει ακόμη και στο επίπεδο του 1,03 ανά δολάριο.

Το δολάριο έχει ενισχυθεί από την αποστροφή του κινδύνου στις αγορές, καθώς οι ανησυχίες για τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο αυξανόμενος πληθωρισμός, τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, η επιβράδυνση της ανάπτυξης και η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής οδήγησαν τους επενδυτές σε παραδοσιακά περιουσιακά στοιχεία «ασφαλούς καταφυγίου».

Η ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων οφείλεται επίσης στην απόκλιση στη νομισματική πολιτική μεταξύ των κεντρικών τραπεζών.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε αντίθεση με τη Fed και την Τράπεζα της Αγγλίας, δεν έχει ακόμη αυξήσει τα επιτόκια παρά τον υψηλό πληθωρισμό-ρεκόρ σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.

Ωστόσο, έχει σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν υιοθετήσει πιο επιθετικό τόνο τον τελευταίο καιρό.

Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας και μέλος της ΕΚΤ, Francois Villeroy de Galhau, δήλωσε ότι η υπερβολική αδυναμία του ευρώ απειλεί τη σταθερότητα των τιμών στο μπλοκ, αυξάνοντας το κόστος των εισαγόμενων αγαθών και εμπορευμάτων που εκφράζονται σε δολάρια και τροφοδοτώντας περαιτέρω τις πιέσεις τιμών που οδήγησαν τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης σε υψηλά ρεκόρ.

Ο Sam Zief, επικεφαλής στρατηγικής συναλλάγματος στην JPMorgan Private Bank, δήλωσε ότι η πορεία προς την ισοτιμία θα απαιτούσε «μια υποβάθμιση των προσδοκιών ανάπτυξης για τη ζώνη του ευρώ σε σχέση με τις ΗΠΑ παρόμοια με ό,τι συνέβη αμέσως μετά την εισβολή στην Ουκρανία».

“Είναι αυτό εφικτό; Σίγουρα, αλλά σίγουρα δεν είναι το βασικό σενάριο, και ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση φαίνεται ότι το ευρώ στην απόλυτη ισοτιμία είναι το χειρότερο σενάριο» είπε ο Zief.
Πρότεινε ότι η ανταμοιβή κινδύνου σε μια περίοδο δύο έως τριών ετών -με την ΕΚΤ πιθανότατα να ξεφεύγει από το έδαφος του αρνητικού επιτοκίου- σημαίνει ότι το ευρώ φαίνεται «απίστευτα φθηνό» προς το παρόν.

«Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί πελάτες που θα κοιτάξουν πίσω σε δύο με τρία χρόνια και πιστεύουν ότι η αγορά ευρώ κάτω του 1,05 δολαρίου θα ήταν κακή ιδέα» είπε ο Zief.

Σημείωσε ότι ο επιθετικός κύκλος αύξησης των επιτοκίων της Fed και η ποσοτική σύσφιγξη τα επόμενα δύο χρόνια έχουν ήδη τιμολογηθεί στο δολάριο, μια άποψη που επαναλαμβάνεται από τον Stephen Gallo, επικεφαλής της ευρωπαϊκής στρατηγικής FX της BMO Capital Markets.

Ο Gallo επισήμανε ότι δεν είναι μόνο η προοπτική ουσιώδους απόκλισης της πολιτικής μεταξύ της Fed και της ΕΚΤ που θα επηρεάσει το ζεύγος ευρώ – δολαρίου. «Είναι επίσης η εξέλιξη των ροών του βασικού ισοζυγίου πληρωμών του ευρώ και η προοπτική πρόσθετων αρνητικών κλυδωνισμών στον ενεργειακό εφοδιασμό, που επίσης παρασύρουν το νόμισμα χαμηλότερα» είπε.

«Δεν έχουμε δει ενδείξεις μεγάλης συσσώρευσης αρνητικών θέσεων στο ευρώ – δολάριο από την πλευρά των κεφαλαίων με μόχλευση στα δεδομένα που παρακολουθούμε, γεγονός που μας κάνει να πιστεύουμε ότι το ευρώ είναι αδύναμο λόγω της επιδείνωσης των υποκείμενων βασικών ροών» ανέφερε.

Μια κίνηση προς την ισοτιμία μεταξύ ευρώ και δολαρίου, πρότεινε ο Gallo, θα απαιτούσε «αδράνεια πολιτικής» από την ΕΚΤ το καλοκαίρι, με τη μορφή αμετάβλητων επιτοκίων, και πλήρες γερμανικό εμπάργκο στις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία, το οποίο θα οδηγούσε σε περιορισμό της προμήθειας ενέργειας.

«Δεν θα ήταν έκπληξη να δούμε την αδράνεια της πολιτικής της ΕΚΤ να συνεχίζεται εάν η κεντρική τράπεζα αντιμετωπίζει τον χειρότερο δυνατό συνδυασμό υψηλότερου κινδύνου ύφεσης στη Γερμανία και πρόσθετων απότομων αυξήσεων των τιμών (δηλαδή της επίφοβης στασιμότητας)» δήλωσε ο Gallo.

«Από την άλλη πλευρά, η Fed θα ανησυχούσε από μια κίνηση στο εύρος 0,98/1,02 στο ευρώ – δολάριο, και την έκταση της ισχύος του δολαρίου έναντι του ευρώ.

Έτσι, δεν αποκλείεται η Fed να σταματήσει ή να επιβραδύνει την εκστρατεία σύσφιξης της».

Ο δείκτης του δολαρίου έχει σημειώσει άνοδο περίπου 8% από την αρχή του έτους, και σε σημείωμά της η Deutsche Bank ανέφερε ότι το ασφάλιστρο κινδύνου «ασφαλούς καταφυγίου» που αποτιμάται στο δολάριο βρισκόταν τώρα στο «ανώτερο άκρο ιστορικά».

Ενώ πολλοί αναλυτές παραμένουν δύσπιστοι ότι θα επιτευχθεί απόλυτη ισοτιμία, τουλάχιστον επίμονα, δεν είναι λίγοι που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το ευρώ τελικά θα αποδυναμωθεί περαιτέρω.

Οι διαφορές επιτοκίων σε σχέση με τις ΗΠΑ μετατοπίστηκαν έναντι του ευρώ μετά τη συνεδρίαση της Fed τον Ιούνιο του 2021, στην οποία οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σηματοδοτούσαν έναν όλο και πιο επιθετικό ρυθμό σύσφιγξης της πολιτικής.

Ο Jonas Goltermann, ανώτερος οικονομολόγος αγορών στην Capital Economics, δήλωσε σε σημείωμα την περασμένη εβδομάδα ότι η πρόσφατη επιθετική μετατόπιση της ΕΚΤ εξακολουθεί να μην ταιριάζει με τη Fed ή να είναι αρκετή για να αντισταθμίσει την αύξηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη από την αλλαγή του 2022.

Ενώ η Capital Economics αναμένει ότι η πορεία της πολιτικής της Fed θα είναι παρόμοια με αυτή που τιμολογείται από τις αγορές, ο Goltermann αναμένει μια λιγότερο επιθετική από την προεξοφλημένη πορεία για την ΕΚΤ, υπονοώντας μια πρόσθετη μετατόπιση στα spreads των ονομαστικών επιτοκίων έναντι του ευρώ, αν και πολύ μικρότερη από αυτήν που εμφανίστηκε τον περασμένο Ιούνιο.

Η επιδείνωση των όρων της Ευρωζώνης και η παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση με περαιτέρω αναταράξεις στο μέλλον –με το ευρώ πιο εκτεθειμένο σε οικονομική σύσφιγξη λόγω της ευπάθειας των αγορών ομολόγων της περιφέρειας– επιδεινώνουν περαιτέρω αυτήν την άποψη.
«Το αποτέλεσμα είναι ότι –σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους αναλυτές– προβλέπουμε πως το ευρώ θα αποδυναμωθεί λίγο περισσότερο έναντι του δολαρίου: αναμένουμε ότι η ισοτιμία ευρώ – δολάριο θα φτάσει την ισοτιμία αργότερα φέτος, πριν ανακάμψει προς το 1,10 το 2023, καθώς οι αντίθετοι άνεμοι για την οικονομία της Ευρωζώνης θα χαλαρώσουν και η Fed θα φτάσει στο τέλος του κύκλου σύσφιξης της»,δήλωσε ο Goltermann.

Τα hedge funds ήδη ποντάρουν στο σενάριο της απόλυτης ισοτιμίας. Έχουν συσσωρεύσει 7 δισεκατομμύρια δολάρια σε ονομαστική αξία σε στοιχήματα δικαιωμάτων προαίρεσης (wagers) επί της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων μόνο τον περασμένο μήνα· κατέστη η πλέον δημοφιλής συναλλαγή μεταξύ εκείνων που προβλέπουν περαιτέρω πτώση στο κοινό νόμισμα.

«Το ίδιο το ευρώ δεν είναι ελκυστικό νόμισμα αυτή τη στιγμή» δήλωσε ο Francesco Pesole, υπεύθυνος στρατηγικής στη αγορά νομισμάτων στην ING. Ενώ η ολλανδική τράπεζα διατηρεί την επίσημη πρόβλεψή της για το ευρώ για τους επόμενους έξι μήνες στο 1,05 δολάριο, ο Pesole παραδέχεται ότι η ισχύς του δολαρίου και η αστάθεια της αγοράς σημαίνουν ότι η ισοτιμία είναι ρευστή.

Η ζήτηση για περιουσιακά στοιχεία που θα λειτουργήσουν ως καταφύγιο για τους επενδυτές όπως το δολάριο οδηγεί το ευρώ προς το 1 δολάριο.

Bloomberg: H EKT εξετάζει νέο εργαλείο αντιμετώπισης κρίσεων

Δυσοίωνες προοπτικές για Ευρωζώνη

Μια νέα περίοδος αποστροφής εκ μέρους των επενδυτών κινδύνου εκκίνησε που έχει οδηγήσει σε χαμηλές πτήσεις τις αγορές μετοχών και πιστώσεων και παρέχει ώθηση στα νομίσματα που αποπνέουν ασφάλεια – τους επενδυτικούς παραδείσους.
Υπάρχει, επίσης, μια σκοτεινή προοπτική για την ευρωπαϊκή οικονομία με γεωπολιτικά συμφραζόμενα.

Η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση με τη Μόσχα σχετικά με την προμήθεια φυσικού αερίου στην ήπειρο έχει αυξήσει την προοπτική μιας έντονης επιβράδυνσης. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μείωσε την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη του νομίσματος για το 2022 στο 2,8%.

Στο πλαίσιο αυτό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την άσκηση νομισματικής πολιτικής περπατά σε τεντωμένο σκοινί.

Πρέπει να εξισορροπήσει την ανάγκη για αυστηρότες χρηματοδοτικές συνθήκες προκειμένου να τιθασεύσει τον πληθωρισμό ο οποίος έχει κατακτήσει με την προοπτική της οικονομικής ζημίας που θα μπορούσε να προκαλέσει οδηγώντας σε ύφεση — ειδικά σε ορισμένα από τα πιο υπερχρεωμένα κράτη μέλη της περιοχής, όπως η Ιταλία (εδώ σίγουρα θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η περίπτωση της Ελλάδας). Ενώ οι αξιωματούχοι ενδέχεται να αυξήσουν τα επιτόκια πάνω από το μηδέν πριν από το τέλος του έτους, υπάρχουν αμφιβολίες για περαιτέρω αυξήσεις πέρα από αυτό.

Η Lagarde περιλαμβάνεται σε μία λίστα υπευθύνων χάραξης πολιτικής που προβλέπουν «μία δύσκολη πορεία» μέχρι τον Ιούλιο, όταν και προβλέπεται το τέλος της αγοράς ομολόγων και εκκίνηση της διαδικασίας αυξησης την επιτοκίων.

Με τα ομόλογα της περιοχής επίσης να αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, η αγορά συναλλάγματος μπορεί να αρχίσει να συνυπολογίζει τους κινδύνους χρέους στη ζώνη του ευρώ, σύμφωνα με τους αναλυτές στρατηγικής της HSBC Holdings, συμπεριλαμβανομένου του Dominic Bunning.

To spread (η διαφορά της απόδοσης) μεταξύ των ομολόγων της Ιταλίας και της Γερμανίας –που θεωρείται δείκτης επιμέτρησης του κινδύνου για την εν λόγω αγορά– ξεπέρασε τις 200 μονάδες βάσης αυτόν τον μήνα για πρώτη φορά από τις πρώτες ημέρες της πανδημίας.

Πάντως, υπάρχουν και οι αισιόδοξοι. Ο Roberto Mialich, υπεύθυνος στρατηγικής νομισμάτων στην UniCredit SpA, αναμένει ότι το ευρώ θα αναρριχηθεί ξανά πάνω από το 1,10 δολάριο κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, καθώς ο κύκλος ανόδου των επιτοκίων της Fed τελειώνει. Διαβλέπει το μακροπρόθεσμο σενάριο της πτώσης της ισοτιμίας σε βάρος του ευρώ ως απλώς έναν παράπλευρο κίνδυνο, αυτός αποκτά πραγματική διάσταση υπό την αίρεση ότι η ανάπτυξη της Ευρωζώνης θα υποχωρήσει πολύ περισσότερο από ό,τι αναμένεται.