Το τελευταίο έτος, οι ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις στις ΗΠΑ ώθησαν την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να ηγηθεί ενός ανοδικού κύκλου επιτοκίων (αύξηση των επιτοκίων κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι τώρα και αναμένεται, τουλάχιστον, άλλη μία αύξηση).

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, η αύξηση αυτή των επιτοκίων οδήγησε στη μαζική κίνηση κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ και κατ’ επέκταση στην ονομαστική ανατίμηση του δολαρίου έναντι των άλλων, κύριων νομισμάτων, όπως το ευρώ, η βρετανική λίρα και το ιαπωνικό γιέν. Δεν είναι, όμως, μόνο οι υψηλότερες αποδόσεις που αύξησαν τη ζήτηση για αμερικανικούς τίτλους.

Σε περιόδους σοβαρών, οικονομικών διαταραχών και υψηλής αβεβαιότητας στις αγορές, η ανάγκη για αναζήτηση ενός αποδοτικότερου επενδυτικού καταφυγίου καθίσταται εντονότερη. Ο ρόλος του δολαρίου και των αμερικανικών κεφαλαιαγορών είναι πιο σημαντικός από ό,τι υποδηλώνει το σχετικό μέγεθος της οικονομίας των ΗΠΑ. Οι κεφαλαιαγορές της και το νόμισμά της είναι το ασφαλές καταφύγιο των επενδυτών παγκοσμίως και οι κεντρικές τράπεζες διακρατούν το μεγαλύτερο ποσοστό των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους σε δολάρια.

Ως εκ τούτου, κάθε φορά που σημειώνονται διακυμάνσεις στη συναλλαγματική ισοτιμία, επηρεάζονται σχεδόν όλες οι οικονομίες, παγκοσμίως. Επιπλέον, το ιδιωτικό χρέος πολλών επιχειρήσεων αλλά και το κρατικό χρέος πολλών χωρών είναι εκπεφρασμένο σε δολάρια, γεγονός που σημαίνει μεγαλύτερη επιβάρυνση, ιδιαίτερα για τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες.

Ποιοι παράγοντες συνηγορούν σήμερα στην περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, άρα και στη διατήρηση του ανατιμημένου δολαρίου έναντι άλλων νομισμάτων;

Πρώτον, η ισχυρή -και ανθεκτική στην ενεργειακή κρίση- συνολική ζήτηση στην οικονομία των ΗΠΑ, όπως επιβεβαιώνεται από την εύρωστη αγορά εργασίας (για κάθε άνεργο, υπάρχουν δύο διαθέσιμες θέσεις εργασίας, ενώ οι μισθοί αυξήθηκαν τον προηγούμενο μήνα κατά 7% σε ετήσια βάση, τον ταχύτερο ρυθμό από τις αρχές της δεκαετίας του 1980).

Οι πωλήσεις νέων κατοικιών αυξήθηκαν, τα εταιρικά κέρδη βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών ως ποσοστό του ΑΕΠ και παρά τα υψηλότερα επιτόκια, η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει βελτιωθεί. Αυτό αποτελεί μια σοβαρή πρόκληση για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα: όσο μεγαλύτερο δυναμισμό επιδεικνύει η αμερικανική οικονομία, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό.

Δεύτερον, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη και η ύφεση που είναι πιθανή το επόμενο έτος. Η προεξόφληση από τις αγορές της διαφοράς μεταξύ των αναμενόμενων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης, από το 2023, εκτιμάται ότι θα διατηρήσει ισχυρό το δολάριο στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς δίδει μεγαλύτερη ευελιξία στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα έναντι της Eυρωπαϊκής Kεντρικής Tράπεζας να διατηρήσει τα επιτόκια σε υψηλότερο επίπεδο.

Εξάλλου, η Διοικητής της ΕΚΤ, Christine Lagarde, ήταν σαφής σε πρόσφατη ομιλία της: «Δεν θα αφήσουμε αυτή τη φάση του υψηλού πληθωρισμού να δημιουργήσει ένα διαρκές πρόβλημα πληθωρισμού. Η νομισματική πολιτική θα τεθεί με έναν στόχο: να εκπληρώσουμε την εντολή μας για τη σταθερότητα των τιμών».

Συνεπώς, οι κεντρικές τράπεζες έχουν περιορισμένες επιλογές, δηλαδή θα πρέπει να κάνουν «ό,τι χρειάζεται» για να περιορίσουν τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, αλλά παράλληλα να μην προκαλέσουν οι ίδιες μια βαθύτερη ύφεση. Όσον αφορά στη διάρκεια της αυστηρής νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα. Επίσης, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η διόγκωση του ιδιωτικού και κρατικού χρέους, παγκοσμίως, καθώς αυτό θα εξαρτηθεί από τη συμπεριφορά των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων.

Ιδιαίτερα όσον αφορά στις κυβερνήσεις, η δημοσιονομική πολιτική, σε συνδυασμό με τη νομισματική πολιτική, θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στην αποτροπή χρηματοοικονομικών κρίσεων, όπως συνέβη πρόσφατα με το Ηνωμένο Βασίλειο, μια από τις πιο μεγάλες και αξιόπιστες οικονομίες στον κόσμο. Τέλος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα νομισματικά μέτρα που λαμβάνουν οι κεντρικές τράπεζες έχουν αποτέλεσμα στην πραγματική οικονομία με χρονική υστέρηση, γεγονός που θα διατηρήσει το δολάριο ενισχυμένο για ανάλογο χρονικό διάστημα.

Διαβάστε ακόμη: