Σε κλοιό πιέσεων βρίσκονται πλέον οι τράπεζες για την πολιτική που ακολουθούν στα επιτόκια καταθέσεων και ιδιαίτερα στις καταθέσεις προθεσμίας, καθώς επιμένουν να κρατούν πολύ χαμηλά, παρά την απότομη αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, κατά 2% μέσα σε λίγους μήνες. Από την πλευρά της κυβέρνησης υπήρξε η πρώτη εκδήλωση δυσφορίας για αυτή την πολιτική, με αιχμές για ανεπαρκή ανταγωνισμό στην τραπεζική αγορά, ενώ οι τελευταίες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εκτιμάται ότι πιέζουν τις τράπεζες να ξαναδούν τη σχέση τους με τους καταθέτες.
Ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης έστειλε ένα αρκετά σαφές μήνυμα προς τις τραπεζικές διοικήσεις ότι η κυβέρνηση δεν είναι ικανοποιημένη από την πολιτική τους στα επιτόκια καταθέσεων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτό οφείλεται στην ανεπαρκή λειτουργία του ανταγωνισμού στην τραπεζική αγορά.
Όπως είπε ο κ. Πατέλης, «δεν είμαστε στο 2019. Τα κόκκινα δάνεια είναι πια σε μονοψήφιο αριθμό και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα οφείλει να επιτελέσει τον ρόλο του, που δεν είναι άλλος από τη χρηματοδότηση της υγιούς οικονομικής δραστηριότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε κίνηση που θα μπορούσε να αυξήσει τον ανταγωνισμό είναι ευπρόσδεκτη. Είμαι σίγουρος ότι σε διάστημα χρόνου οι τράπεζες θα καταλάβουν ότι, αν δεν προσφέρουν ικανοποιητικές αποδόσεις στους πελάτες τους, κινδυνεύουν να τους χάσουν. Αυτό μπορεί να γίνει και μέσω ανταγωνιστικών τραπεζών σε άλλες χώρες, αλλά και μέσω του fintech. Η κυβέρνηση θα είναι στο πλευρό των αποταμιευτών και των δανειοληπτών, ενθαρρύνοντας τον ανταγωνισμό».
Το πρόβλημα του ανεπαρκούς ανταγωνισμού, σε μια αγορά που έχει συγκεντρωθεί σε ποσοστό σχεδόν 100% σε τέσσερις μεγάλες τράπεζες, τίθεται εκ των πραγμάτων με βάση τα στοιχεία για τα επιτόκια καταθέσεων του Αυγούστου σε Ελλάδα και ευρωζώνη, που έδειξαν ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν πέρασαν στους πελάτες τους, ιδιαίτερα στις προθεσμιακές καταθέσεις, μια αύξηση στα επιτόκια ως αποτέλεσμα της πρώτης αύξησης επιτοκίων από την ΕΚΤ, τον Ιούλιο, κατά 0,50%.
Οι τράπεζες της ευρωζώνης πρόσφεραν τον Αύγουστο νέες καταθέσεις προθεσμίας για έως ένα χρόνο με επιτόκιο υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο στην Ελλάδα (0,35% έναντι 0,14%), ενώ για καταθέσεις με διάρκεια 1 -2 έτη το επιτόκιο ευρωζώνης είναι 478,6% μεγαλύτερο από το ελληνικό (0,81% έναντι 0,14%). Το μέσο επιτόκιο για ένα χρόνο έπεσε τον Αύγουστο στο χαμηλότερο (!) επίπεδο για το 2022, καθώς μειώθηκε από 0,13% σε 0,11%. Για μεγαλύτερες περιόδους, δηλαδή έως και για δύο έτη έμεινε σταθερό στο 0,14%.
Το γεγονός ότι και οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες κράτησαν σταθερά ή μείωσαν τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, παρότι αυξήθηκαν τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ, σίγουρα αντανακλά μια στρέβλωση του ανταγωνισμού, αν όχι και καταχρηστικές συνεννοήσεις μεταξύ των τραπεζικών διοικήσεων που θα ήταν αντίθετες με τη νομοθεσία για τον ανταγωνισμό.
Υπενθυμίζεται ότι οι τράπεζες βρίσκονται ήδη υπό διερεύνηση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού από τον Σεπτέμβριο του 2019 για υπόθεση παραβίασης των κανόνων για τον ανταγωνισμό και στο πλαίσιο εκείνης της έρευνας έγινε ο μεγαλύτερος επιτόπιος έλεγχος που έχει κάνει ποτέ η Επιτροπή. Ωστόσο, είναι άγνωστο ποιο αποτέλεσμα θα έχει η έρευνα, που, όπως προκύπτει από δηλώσεις του προέδρου της Επιτροπής, Ιωάννη Λιανού, θα ήταν φυσιολογικό να ολοκληρωθεί εντός τετραετίας, δηλαδή να δούμε τα αποτελέσματα το φθινόπωρο του 2023.
Πέρα από την πίεση της ελληνικής κυβέρνησης, οι τράπεζες δέχονται πίεση και από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αυξήσουν τα επιτόκιά τους, καθώς από τις 23 Νοεμβρίου δίνεται τέλος στην εποχή της χρηματοδότησης από την ΕΚΤ με αρνητικά ή πολύ χαμηλά επιτόκια. Όπως αποφάσισε η κεντρική τράπεζα την προηγούμενη Πέμπτη, το επιτόκιο για τη ρευστότητα που δόθηκε στη διάρκεια της πανδημίας με το πρόγραμμα TLTRO III θα αναπροσαρμοσθεί στο 1,75%.
Μέσω αυτών των δανείων, οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν αντλήσει 2,1 τρισ. ευρώ, εκ των οποίων οι ελληνικές 51 δισ. ευρώ. Αυτό εξασφάλιζε στις τράπεζες όχι μόνο φθηνή χρηματοδότηση, με αρνητικό επιτόκιο έως -1%, αλλά και ένα εύκολο κέρδος, αφού κατέθεταν πίσω στην ΕΚΤ τα φθηνά δάνεια, με επιτόκιο υψηλότερο από το επιτόκιο δανεισμού τους. Αυτή η πρακτική πλέον τελειώνει, αφού το επιτόκιο δανεισμού θα είναι 1,75%, ίσο με το επιτόκιο που δίνει η ΕΚΤ για τις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών (επίσης 1,75%).
Για τις ελληνικές τράπεζες αυτό σημαίνει ότι θα αρχίσουν να βλέπουν με… άλλο μάτι την άντληση ρευστότητας από τις καταθέσεις, καθώς πλέον θα πάψει να υπάρχει η… πλημμύρα ρευστότητας από την ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο και ενδεχομένως ένα μέρος ή και όλες οι χρηματοδοτήσεις του TLTRO III να επιστραφούν πρόωρα στην κεντρική τράπεζα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι δείκτες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών παραμένουν στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και πολλά χρόνια και τίποτα δεν θυμίζει τα πρώτα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, όπου έχαναν τεράστια ποσά καταθέσεων. Αυτό τους επιτρέπει να… σνομπάρουν τους καταθέτες και δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι οι αυξήσεις επιτοκίων που θα δούμε τους επόμενους μήνες θα προσφέρουν ουσιαστική ανταμοιβή στους Έλληνες αποταμιευτές.