Σε σωρεία ερωτημάτων οδήγησαν οι ανοδικές εκπλήξεις από το μέτωπο του πληθωρισμού και αφορούσαν κυρίως στο πόσο δύσκολο είναι να επανέλθει με ένα πιο σταθερό «βηματισμό» προς το στόχο των κεντρικών τραπεζών. Για παράδειγμα, οι δείκτες CPI και PPI στις ΗΠΑ για το μήνα Ιανουάριο εξέπληξαν με την δυναμική τους, ενώ αντίστοιχου χαρακτήρα ήταν και οι ανακοινώσεις από τη Σουηδία.

Σύμφωνα με τη Deutsche Bank, παρόλο που ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει αισθητά από τα υψηλά που χτύπησε, από την άλλη παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα των στόχων των κεντρικών τραπεζών σε ΗΠΑ, Ευρωζώνη και Ιαπωνία. Αυτό οδήγησε στο να εκπέμψουν αρκετά σήματα προειδοποιήσεων από την πρόσφατη ιστορία, καθώς το τελευταίο μίλι της επιστροφής του πληθωρισμού προς τους στόχους των κεντρικών τραπεζών είναι συχνά το πιο δύσκολο. Γιατί όμως αυτή η τελευταία φάση είναι συχνά η πιο δύσκολη;

Ένα από τα αίτια που επισημαίνει η Deutsche Bank είναι ότι όσο ο πληθωρισμός επιστρέφει προς το στόχο, τόσο μεγαλύτερη πίεση ασκείται για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο «ατυχήματος» από μια πρόωρη χαλάρωση και την εκ νέου αναθέρμανση του πληθωρισμού. Οι οικονομολόγοι του οίκου επισημαίνουν πως «είναι αρκετά δύσκολο να γνωρίζουμε σε πραγματικό χρόνο ποια είναι η σωστή απάντηση, καθώς η νομισματική πολιτική λειτουργεί και περνάει πιο ετεροχρονισμένα. Έτσι, εάν οι κεντρικές τράπεζες προβούν σε μια πρόωρη χαλάρωση (όπως συνέβη στη δεκαετία του 1970), ο κίνδυνος έγκειται στο να επανέλθει ο πληθωρισμός. Επιπλέον, ακόμη και οι προσδοκίες ως προς τις μελλοντικές μειώσεις των επιτοκίων μπορούν να αμβλύνουν τις χρηματοοικονομικές συνθήκες, οι οποίες με τη σειρά τους ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό είναι κάτι που είδαμε το 2024, όπου το consensus συντάσσεται στο ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, όπως η Fed και η ΕΚΤ, θα κινηθούν προς μια μείωση των επιτοκίων και όχι προς μια αύξηση.

Ένας δεύτερος λόγος, είναι ότι όταν ο πληθωρισμός προκαλείται από ένα προσωρινό «σοκ», οι άμεσες επιπτώσεις συνήθως εξανεμίζονται με τον καιρό. Ωστόσο οι δευτερογενείς επιπτώσεις μπορεί να αποδειχθούν πιο επίμονες, επομένως η αρχική υποχώρηση αποτελεί συχνά και το πιο εύκολο στάδιο. Σε αυτόν τον κύκλο υπήρξαν αρκετά «σοκ», όπως το κύμα αδρανοποίησης της ζήτησης μετά την πανδημία, η αναταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω των lockdown και η σημαντική αύξηση των τιμών της ενέργειας, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ωστόσο, αυτοί οι πρώτοι «κραδασμοί» έχουν συχνά δευτερογενείς επιπτώσεις που συνεπάγονται, πως ο πληθωρισμός λαμβάνει πιο επίμονα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, εάν οι υψηλότερες τιμές ενέργειας διατηρηθούν μετά από ένα «σοκ», οι επιχειρήσεις συχνά μετακυλίουν αυτό το κόστος, οπότε οι επιπτώσεις γίνονται αισθητές σε ένα ευρύτερο περιβάλλον. «Έχουμε δει κάτι παρόμοιο να συμβαίνει και σήμερα. Αρχικά ο πληθωρισμός προκλήθηκε από το σκέλος των αγαθών και από τα πιο ευμετάβλητα συστατικά του καταναλωτικού «καλαθιού», όπως η ενέργεια. Αλλά όλο και περισσότερες κατηγορίες εμφανίζουν πιο επίμονα χαρακτηριστικά, όπως οι υπηρεσίες που διατηρούν τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα και μπορεί να κινηθούν πιο αργά στη φάση αποκλιμάκωσης», αναφέρουν οι αναλυτές.

Τέλος, η Deutsche Bank επισημαίνει πως όσο περισσότερο ο πληθωρισμός παραμένει υψηλότερα από τον στόχο, τόσο πιο πιθανό είναι να κινηθούν υψηλότερα και οι προσδοκίες για αυτόν. Ωστόσο, αυτό μπορεί να λειτουργήσει ενάντια στις προσπάθειες μείωσής τους, καθώς οι υψηλότερες προσδοκίες κινδυνεύουν να γίνουν μια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία».

Όταν ο πληθωρισμός κινείται υψηλότερα, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις συνήθως αναμένουν υψηλότερα επίπεδα. Ωστόσο, όταν οι επιχειρήσεις αναμένουν υψηλότερο πληθωρισμό σε ολόκληρη την οικονομία, είναι πιθανό να καθορίσουν – ρυθμίσουν ανάλογα και την τιμολογιακή πολιτική τους. Ομοίως οι εργαζόμενοι αναμένουν υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις ώστε να καλύψουν το πρόθετο κόστος που προκύπτει από τις τιμές και με τη σειρά τους, οι επιχειρήσεις μπορούν να μετακυλίσουν αυτό το υψηλότερο μισθολογικό κόστος στις τιμές τους, κάτι που μπορεί να τροφοδοτήσει ένα «σπιράλ» αύξησης μισθών – τιμών που διατηρεί τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα. Αυτό είναι λιγότερο πιθανό να προκύψει εάν ο πληθωρισμός κινηθεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα υψηλότερα του στόχου.

Σύμφωνα με τη Deutsche Bank, η τελευταία φάση που είναι και η πιο δύσκολη πηγάζει από την καμπύλη Phillips που δείχνει μια βραχυπρόθεσμη αντιστάθμιση (trade – off) μεταξύ της ανεργίας και του πληθωρισμού. Εάν αυτό επαληθεύεται, τότε το κόστος της απασχόλησης του χαμηλότερου πληθωρισμού θα αυξηθεί καθώς ο πληθωρισμός πλησιάζει πιο κοντά στον στόχο. Αλλά και πάλι, αυτός ο οικονομικός κύκλος έχει δείξει πως η ανεργία να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, παρόλο που ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σημαντικά. Επομένως, δεν είναι προφανές εάν αυτή η σχέση ισχύει αυτή τη φορά. Επιπλέον, σε αυτόν τον κύκλο έχουν προκληθεί σημαντικά «σοκ» από την πλευρά της προσφοράς που έχουν αλληλεπιδράσει με τις επιπτώσεις από την πλευρά της ζήτησης λόγω των υψηλότερων επιτοκίων. Αλλά σε κάθε περίπτωση, η ιστορία δείχνει ότι ο πληθωρισμός δε χρειάζεται να ακολουθήσει μια ομαλή πορεία επιστροφής προς τον στόχο. «Πράγματι, όσο περισσότερο παραμένει ο πληθωρισμός σε υψηλά επίπεδα, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος που ενσωματώνεται στις προσδοκίες και αποδεικνύεται ακόμη πιο δύσκολη μια εκ νέου υποχώρησή τους».

Διαβάστε ακόμη: