Πτώση ύστερα από πέντε συναπτά έτη (2015-2019) ανοδικής τροχιάς, σημείωσε η απασχόληση στη χώρα μας, ως αποτέλεσμα των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας του κορωνοϊού.

Ως εκ τούτου η διαδικασία αναπλήρωσης των απωλειών που καταγράφηκαν σωρευτικά την περίοδο 2009-2013 διακόπηκε, με αποτέλεσμα το σύνολο των εργαζομένων να παραμείνει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, παρόμοια με εκείνα του 1997 (μη συμπεριλαμβανομένου του διαστήματος της οικονομικής κρίσης), όπως καταγράφει σε σχετικό κεφάλαιο για τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, η Ετήσια Έκθεση για το Ελληνικό Εμπόριο της ΕΣΕΕ.

Σύμφωνα και με τα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η απασχόληση μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά 2,8%, εξέλιξη άρρηκτα συνδεδεμένη με την υγειονομική κρίση, η οποία επηρέασε ιδιαίτερα δυσμενώς όχι μόνο την εγχώρια αλλά και την ευρωπαϊκή και τη διεθνή οικονομία.

Τα μέτρα όμως που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση, σε συνδυασμό με εκείνα των ευρωπαϊκών θεσμών στον δημοσιονομικό και νομισματικό τομέα, αλλά και στον τραπεζικό για τη στήριξη επιχειρήσεων και απασχολουμένων, περιόρισαν τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού.

Εντούτοις, το δεύτερο κύμα της κρίσης υγείας, καθώς και πιθανές αναζωπυρώσεις της στο μέλλον επιτείνουν την αβεβαιότητα και αναδεικνύουν συνεχώς νέες προκλήσεις σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο, καθυστερώντας την ανάκαμψη της οικονομίας και επιβραδύνοντας τη σταθεροποίηση στην αγορά εργασίας, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις των εγχώριων αλλά και των διεθνών θεσμών και οργανισμών (Υπουργείο Οικονομικών, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή).

Η διακοπή της ανοδικής πορείας της απασχόλησης εξαιτίας του κορονοϊού, έπειτα από ρυθμό αύξησης που άγγιζε ή και ξεπερνούσε το 2% σε ετήσια βάση, αποτελεί αναμφισβήτητα αρνητική εξέλιξη και προκαλεί νέα εμπόδια στη διαδικασία σταδιακής αποκατάστασης της κανονικότητας στην αγορά εργασίας.

Οι απώλειες αυτές καταγράφονται μάλιστα σε μια ήδη εξαιρετικά επιβαρυμένη οικονομία και κοινωνία λόγω των πιέσεων που σώρευσε η χρηματοοικονομική κρίση που προηγήθηκε. Παράλληλα, οι νέες αυτές συνθήκες οξύνουν την ανάγκη για επιτάχυνση του παραγωγικού μετασχηματισμού, ενώ οι προκλήσεις για την εγχώρια αγορά εργασίας, βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, παραμένουν.

Ειδικότερα:

  • Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ως προς το ΑΕΠ είναι το υψηλότερο στην ΕΕ και αγγίζει το 200%.Παράλληλα, η επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας (υποχρέωση πρωτογενών πλεονασμάτων κ.λπ.) έχει προσωρινά μόνο ανασταλεί, καθώς το περιοριστικό πλαίσιο παραμένει. Συνεπώς τα μέτρα ανακούφισης των συνεπειών της πανδημίας μόνο προσωρινά μπορούν να θεωρηθούν.

  • Οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα, καθώς το πότε και με ποια ένταση θα ανακάμψει η παραγωγική δραστηριότητα εξαρτάται από σειρά παραγόντων. Αν η πανδημία δεν καταπολεμηθεί επαρκώς το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα (μαζικοί εμβολιασμοί, βελτίωση της φαρμακευτικής αγωγής κ.λπ.), είναι πιθανό να περιοριστεί η ζήτηση ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, όπως ο τουρισμός, για δεύτερη συνεχή χρονιά.

  • Η ποιότητα των νέων θέσεων μισθωτής εργασίας το 2020 δεν βελτιώθηκε ουσιαστικά, καθώς σχεδόν οι μισές (48,5%)7 αφορούσαν θέσεις εκ περιτροπής ή μερικής απασχόλησης.

  • Η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση και κυρίως η πανδημία ανέδειξαν με τον πλέον εμφατικό τρόπο την ανάγκη του παραγωγικού μετασχηματισμού της εγχώριας οικονομίας. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται αφενός αυξημένες ανάγκες για κατάρτιση του εργατικού δυναμικού στις νέες τεχνολογίες, αφετέρου πιέσεις σε αρκετά παραδοσιακά επαγγέλματα.

  • Στο γεμάτο προκλήσεις υφιστάμενο πλαίσιο θα πρέπει να συνεχιστεί η μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ιδιαίτερα σε τομείς όπου η τελευταία ήταν περισσότερο αποτελεσματική, όπως η ένταξη στην αγορά εργασίας ευάλωτων ομάδων (νέοι, γυναίκες, μακροχρόνια άνεργοι κ.λπ.), αλλά και ο περιορισμός της αδήλωτης εργασίας.

    Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Radar.gr.