Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε στην αγορά η απόφαση της Ιταλικής Mediobianca και της αμερικανικής JP Morgan να χαμηλώσει τον πήχη για τις ελληνικές τράπεζες αφού ακόμη δεν είχε προλάβει να στεγνώσει το μελάνι των θετικών εκθέσεων (με τελευταία εκείνη της NBG Sec) για τον κλάδο την ώρα μάλιστα που η αγορά βρίσκεται εν αναμονή του ερχομού της JP Morgan στην Αθήνα για το προγραμματισμένο Roadshow.
Για ακόμη μια φορά οι αναλυτές και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού φαίνεται πως χωρίζονται στα δυο βάζοντας κάτω τα αισιόδοξα και τα πιο απαισιόδοξα σενάρια. Οσον αφορά στον τραπεζικό κλάδο, πάντως, όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι το μακροπρόθεσμο «στόρι» του κλάδου διατηρείται αμετάβλητο. Όπως είχαμε επισημάνει άλλωστε και παλαιότερα δυο όψεις υπάρχουν και στις εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία με τους δείκτες να ευημερούν και τις αδυναμίες να… παραμένουν.
Καλές επιδόσεις
Τις καλύτερες επιδόσεις εντός της Ευρωζώνης εκτιμά η Capital Economics ότι θα συνεχίσει να έχει η Ελλάδα για τα επόμενα δυο χρόνια. Στο πλαίσιο της αναθεώρησης του outlook για το τρέχον έτος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «Η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει καλύτερες επιδόσεις έναντι της ευρύτερης οικονομίας της ευρωζώνης για τα επόμενα δύο χρόνια και το δημόσιο χρέος θα μειωθεί».
Πάντως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της η ευρωζώνη θα συνεχίσει να βρίσκεται σε γενικές γραμμές στάσιμη το α’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους, καθώς οι επιπτώσεις των υψηλότερων επιτοκίων συνεχίζουν να επιβαρύνουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις των νοικοκυριών και η δημοσιονομική πολιτική γίνεται αυστηρότερη.
Σε σημείωμά της η ING υπογραμμίζει ότι «η ελληνική οικονομία αναμένεται να υπεραποδώσει σε ένα περιβάλλον επιβράδυνσης, το 2024, βοηθούμενη από τις επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και την αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας».
Το «turnaround story» της ελληνικής οικονομίας το αντιλαμβάνονται και οι επενδυτές που συνεχίζουν να στηρίζουν το Ελληνικό χρηματιστήριο το οποίο πραγματοποίησε ένα σημαντικό «γύρισμα» έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών στις τελευταίες συνεδριάσεις. Μετά την αρνητική εξέλιξη με τις εκθέσεις που χαμηλώνουν τον πήχη για τις τράπεζες ο τραπεζικός δείκτης ξεκίνησε, σύμφωνα με τους αναλυτές, την διόρθωση δοκιμάζοντας την ζώνη των προηγούμενων υψηλών όπου και αντέδρασε.
Ουσιαστικά η ζώνη των 1.112 μονάδων αποτελεί στήριξη και τυχόν κατοχύρωση και μόνο μπορεί να δώσει συνέχιση της κίνησης με μία πιο πιθανή «στάση» στις 1.141 μονάδες ή και τα υψηλότερα.
Μια μερίδα αναλυτών της αγοράς κάνει λόγο για «αγοραστική κόπωση» και πως σύντομα ο Γενικός Δείκτης θα βρεθεί σε τροχιά διόρθωσης με τα ξένα χαρτοφυλάκια να «μαζεύουν» τα βραχυχρόνια κέρδη τους. Στην «κακή διάθεση» συμβάλλει η διεξαγωγή των συζητήσεων της επενδυτικής κοινότητας στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στο Νταβός, αλλά και η γεωπολιτική αναταραχή στην Ερυθρά Θάλασσα.
Διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο
Η «χρυσή τομή» μεταξύ των απαισιόδοξων και των αισιόδοξων για την επόμενη ημέρα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό φαίνεται ότι έρχεται από την… λύση ενός διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου. Ενός χαρτοφυλακίου που τα έχει όλα. Ομόλογα, μετοχές και ολίγον από commodities.
«Ισως να μην πληρώνεστε για το ρίσκο που αναλαμβάνετε» αναφέρει οικονομολόγος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού τονίζοντας ότι από τις 11 συνεδριάσεις μέχρι στιγμής εφέτος ο δείκτης S&P500 κατάφερε να κλείσει υψηλότερα σε μόλις τρεις (και μια μετά βίας), αλλά ακόμη είναι νωρίς για συμπεράσματα. Οσον αφορά στην αγορά ομολόγων, τα τελευταία δυο χρόνια δεν ήταν «εκπληκτική» για τους επενδυτές, αλλά ορισμένοι προβλέπουν ότι το 2024 θα είναι «έτος για ομόλογα» εν μέρει επειδή η εν λόγω επένδυση θα επωφεληθεί όταν η FED κλείσει τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων της. Τα ομόλογα έναντι των μετοχών κατά την εφετινή χρονιά είναι «ο δρόμος που πρέπει να πάρουμε» λέει η Nadege Dufosse παγκόσμιος επικεφαλής στην Candriam, μια εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και θυγατρική της New York Life.
«Για τις μετοχές να πληρώνεσαι αντίστοιχα με τους κινδύνους που αναλαμβάνεις. Στην αγορά ομολόγων, υπάρχει μια αναμενόμενη απόδοση που δεν είναι πολύ υψηλή, αλλά έχει χαμηλότερο επίπεδο ρίσκου και σίγουρα θα υπάρξουν αποδόσεις εάν κάποιος έχει και τα δυο επενδυτικά προϊόντα σε ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο» δήλωσε σε συνέντευξή της στο Marketwatch.
Σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους της δεν «βλέπει» 6 ή 7 μειώσεις επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ το 2024. Μια τέτοια πορεία «θα σήμαινε ότι η οικονομική ανάπτυξη θα ήταν πιο αδύναμη από την αναμενόμενη» λέει η ίδια και συμπληρώνει ότι «εάν έχετε κάποια θετική έκπληξη από την πλευρά των ομολόγων επειδή μειώνονται οι αποδόσεις, θα έχετε αρνητικές εκπλήξεις από την πλευρά των ιδίων κεφαλαίων επειδή η ανάπτυξη (το Ρ/Ε) θα είναι αρνητική και η αγορά μετοχών θα υποχωρήσει».
Όσον αφορά στις προσδοκίες για την ανάπτυξη των κερδών ανά μετοχή, αναμένει ότι οι αμερικανικές μετοχές τεχνολογίας πιθανότατα θα συνεχίσουν να έχουν υψηλότερη απόδοση, προσθέτοντας ότι το περιβάλλον των επιτοκίων δεν θα πρέπει να αποτελεί εμπόδιο για τις αποτιμήσεις.
Στο «μικροσκόπιο» της εταιρείας μπαίνουν επίσης και οι αμυντικές εταιρίες από τους κλάδους ενέργειες, υγειονομικής περίθαλψης, που ήταν ένα στοίχημα που δεν βγήκε πέρυσι, αλλά που ήδη πηγαίνουν καλύτερα εφέτος. Η άποψη της οικονομολόγου για τις Κινεζικές και Ευρωπαϊκές μετοχές είναι θετική αλλά χρονομέτρησε μια έξοδο από αυτές τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2023, κάτι που αποδείχθηκε έξυπνο, είπε ο ίδιος.
Η Dufossé λέει για ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο, η αύξηση του πληθωρισμού «θα ήταν το χειρότερο σενάριο», θέτοντας τα ομόλογα και τις μετοχές σε κίνδυνο για μια ύφεση όπως αυτή το 2022. «Σε αυτή την περίπτωση, η ρευστότητα και η έκθεση σε ορισμένα εμπορεύματα που θεωρούνται ασφαλή καταφύγια όπως ο χρυσός ή η ενέργεια (πετρέλαιο) θα πρέπει να ευνοηθεί για να περιοριστεί η πτώση».
«Διαμάχη» και για το πετρέλαιο
Η «διαμάχη» περνά και στο μέτωπο του πετρελαίου με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΔΟΕ) να αναβαθμίζει εκ νέου την πρόβλεψή του για την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου το 2024 και τον ΟΠΕΚ να παραμένει πιο συντηρητικός στις εκτιμήσεις του. Οι δύο Οργανισμοί έχουν βρεθεί αρκετές φορές σε αντίθετη τροχιά για τα θέματα του «μαύρου χρυσού».
Σε τελευταία του ανάλυση ο ΔΟΕ εκτιμά ότι η ζήτηση πετρελαίου θα έχει φτάσει στην κορύφωσή της έως το 2030, καθώς ο κόσμος θα στραφεί σε καθαρότερα καύσιμα, προβλέποντας ότι θα αυξηθεί κατά 1,24 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως εφέτος, την ώρα που ο ΟΠΕΚ μιλά για 2,25 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Το πετρέλαιο τύπου Brent πάντως θυμίζουμε ότι διαπραγματεύεται μια ανάσα από τα $80 το βαρέλι στις διεθνείς αγορές.
Διαβάστε ακόμη:
- Κόντρα Καρανίκα και Ακρίτα για τις Σπέτσες: «Δεν σας καλεί για να περάσετε τούφα» – «Ασχολήσου με τα πόδια της Μενεγάκη»
- «Βόμβα» Ιερώνυμου: Θα μπορούσε να γίνει δημοψήφισμα για τα ομόφυλα ζευγάρια
- Σάλμα Χάγιεκ: Δημοσίευσε γυμνές φωτογραφίες από τα νιάτα της
- Ηλιάνα Παπαγεωργίου: Πόζαρε με το μαγιό της και «έλιωσε» τις χιονισμένες Άλπεις