Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, μετά την ανακοίνωση του οίκου Moody’s για την αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η Moody’s προχώρησε σήμερα στην αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας για τρεις κυρίως λόγους που, όπως σημειώνει η ίδια, είναι οι εξής: η ταχύτερη ανάπτυξη, οι καλύτερες σε σχέση με τον προγραμματισμό δημοσιονομικές επιδόσεις οι οποίες αποδίδονται κυρίως στα μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής και η περαιτέρω ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος.
Πρόκειται για την δεύτερη αναβάθμιση των προοπτικών της οικονομίας από διεθνή οίκο αξιολόγησης ύστερα από την αντίστοιχη κίνηση της DBRS την προηγούμενη εβδομάδα.
Η Moody’s σημειώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδείξει ισχυρή προσήλωση στη δημοσιονομική σύνεση και έχει εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια μια σειρά δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων (ψηφιοποίηση της ΑΑΔΕ, ηλεκτρονική τιμολόγηση, διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές) που έχουν ενισχύσει τα έσοδα . Επισημαίνει ακόμη ότι τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα – ενδεχομένως σε συνδυασμό με ισχυρότερη πραγματική και ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ – θα υποστηρίξουν με τη σειρά τους την ταχύτερη μείωση του χρέους.
Ενώ σε σχέση με τις τράπεζες ο οίκος υπογραμμίζει ότι η υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει ήδη βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται τώρα πιο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ ως προς τους δείκτες κεφαλαιοποίησης, κερδοφορίας και μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η αξιολόγηση της Moody’s αποτελεί μια ακόμη απάντηση σε όσους επιμένουν σε μηδενιστική κριτική για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Πολιτική την οποία η κυβέρνηση θα συνεχίσει με ταχύτερους ρυθμούς, όχι μόνο γιατί αναγνωρίζεται στο εξωτερικό αλλά κυρίως επειδή οι πολίτες διαπιστώνουν καθημερινά τα θετικά της αποτελέσματα στην ανάπτυξη, τα εισοδήματα, τη μείωση της ανεργίας και τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών».
Ν. Παπαθανάσης: Συνεχίζουμε να προσθέτουμε βαθμίδες αξιοπιστίας στη χώρα
Από την πλευρά του ο αναπληρωτής υπουργός Νίκος Παπαθανάσης, υπογράμμισε τα εξής:
«Η ανακοίνωση του οίκου Moody’s αποτελεί μια ακόμα διεθνή επιβεβαίωση της συστηματικής δουλειάς που βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2019, με αποτέλεσμα την κατάκτηση από τη χώρα της 2ης θέσης σε ρυθμούς ανάπτυξης στην Ε.Ε. για το 2ο τρίμηνο του 2024, ρυθμούς ανάπτυξης κατά πολύ ισχυρότερους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά και της συμπερίληψης της Ελλάδας στις πρώτες θέσεις των χωρών της Ένωσης ως προς την απορρόφηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ.
Η σημερινή εξέλιξη έρχεται να ενισχύσει την πεποίθησή μας ότι η ανάπτυξη δεν έρχεται ως “μάννα εξ ουρανού”. Χρειάζεται μεταρρυθμιστικό σχέδιο, προσήλωση στους στόχους και καθημερινή σκληρή δουλειά για την υλοποίησή τους. Διότι, μόνον έτσι μειώνεται το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, μόνον έτσι μειώνεται το κόστος δανεισμού και οι ελληνικοί τίτλοι γίνονται πιο ορατοί από ξένους θεσμικούς επενδυτές, μόνον έτσι αυξάνονται οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, πρωτίστως όμως, μόνον έτσι δημιουργούνται νέες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας για όλους τους συμπολίτες μας.
Πιστοί στη στρατηγική επιλογή μας για σεβασμό στους δημοσιονομικούς κανόνες, συνέπεια και αποτελεσματικότητα, με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη με κοινωνική και περιφερειακή συνοχή, συνεχίζουμε να προσθέτουμε βαθμίδες αξιοπιστίας στη χώρα, συνεχίζουμε να κάνουμε πράξη όσα έχουμε δεσμευθεί».
Moody’s: Αναβάθμισε σε θετικές τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s αναβάθμισε σήμερα τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από σταθερές, ενώ επιβεβαίωσε το αξιόχρεό της σε Βa1.
Όπως αναφέρει ο οίκος, η αλλαγή των προοπτικών σε θετικές αντανακλά την αυξημένη πιθανότητα βιώσιμης ενίσχυσης της ευρωστίας του τραπεζικού τομέα, η οποία μειώνει τους κινδύνους ανάληψης χρέους από την κυβέρνηση.
Επιπλέον, με την πιθανότητα η οικονομική ανάπτυξη και οι δημοσιονομικές επιδόσεις να υπερβούν τις προσδοκίες, η δημοσιονομική ισχύς της Ελλάδας θα μπορούσε να βελτιωθεί ταχύτερα από ό,τι αναμένεται επί του παρόντος.
Η επιβεβαίωση των αξιολογήσεων Ba1 της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τις σημαντικές βελτιώσεις των τελευταίων ετών όσον αφορά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική εξυγίανση, οι οποίες εξισορροπούνται με τις συνεχιζόμενες προκλήσεις σε τομείς όπως η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και το πολύ υψηλό βάρος του δημόσιου χρέους.
Ειδικότερα, ο Moody’s σημειώνει ότι η υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει ήδη βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται πλέον πιο κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ σε πολλούς δείκτες χρηματοπιστωτικής ευρωστίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΒΑ) για το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι δείκτες κεφαλαιοποίησης είναι πλέον κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, με τον δείκτη CET-1 για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να ανέρχεται σε 15,5% έναντι 16% για τον μέσο όρο σε ολόκληρη την ΕΕ. Η κερδοφορία είναι ισχυρότερη για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες εμφανίζουν και τον χαμηλότερο δείκτη κόστους-εσόδων στην ΕΕ.
Ενώ ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) εξακολουθεί να είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, οι προοπτικές είναι καλές ότι θα πλησιάσει τον μέσο όρο του 1,9% της ΕΕ κατά τα επόμενα ένα έως δύο χρόνια, σημειώνει ο οίκος.
Η πιθανή περαιτέρω μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων θα ωφεληθεί, προσθέτει, από την ανακοινωθείσα αύξηση του προγράμματος «Ηρακλής» κατά 1 δισεκ. ευρώ (από τα αρχικά 2 δισεκ. ευρώ).
Σημάδια βελτίωσης της υγείας του τραπεζικού τομέα και, συνεπώς, μειωμένων κινδύνων ενδεχόμενων υποχρεώσεων για το Δημόσιο είναι επίσης ορατά από την πώληση της συμμετοχής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στην Τράπεζα Πειραιώς τον Μάρτιο του 2024 και τα σχέδια για την εκποίηση του μεγαλύτερου μέρους της συμμετοχής του στην Εθνική Τράπεζα πριν από το τέλος του έτους, αναφέρει ο Moody’s.
Η βελτίωση της χρηματοοικονομικής υγείας των τραπεζών, εάν διατηρηθεί, θα τις βάλει σε καλύτερη θέση για την αντιμετώπιση πιθανών μελλοντικών σοκ χωρίς να αυξήσει τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων για το κράτος.
«Η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδείξει ισχυρή δέσμευση για δημοσιονομική σύνεση και έχει εφαρμόσει μια σειρά δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει τη βάση εσόδων τα τελευταία χρόνια, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας από ό,τι αναμένουμε σήμερα», σύμφωνα με τον Moody’s.
Οι μεταρρυθμίσεις για τα έσοδα, που έχουν ολοκληρωθεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη, αποσκοπούν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της είσπραξης φόρων και στη μείωση της φοροδιαφυγής στους τομείς του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και στη μείωση του κενού στον ΦΠΑ.
Κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου του τρέχοντος έτους, ο κρατικός προϋπολογισμός παρουσίασε ισχυρή αύξηση των εσόδων, ιδίως για τους φόρους εισοδήματος και τον ΦΠΑ, γεγονός που ενισχύει την αποτελεσματικότητα των πρόσφατων φορολογικών μεταρρυθμίσεων.
Για τη γενική κυβέρνηση, το πρωτογενές πλεόνασμα σε ταμειακή βάση ανήλθε σε 5,2 δισεκ. ευρώ (2,2% του ΑΕΠ), από 3,7 δισεκ. ευρώ (1,7% του ΑΕΠ) για την ίδια περίοδο το 2023, καθώς τα έσοδα αυξήθηκαν ταχύτερα από τις δαπάνες.
«Προβλέπουμε δημοσιονομικά ελλείμματα της τάξης του 1% του ΑΕΠ για τη γενική κυβέρνηση την περίοδο 2024-2026, που συνιστούν μια περαιτέρω βελτίωση από το έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ το 2023. Επιπλέον, αναμένουμε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2024 και 2026, ξεπερνώντας τους στόχους που περιγράφονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας της Ελλάδας», αναφέρει ο οίκος.
Αναμένουμε επί του παρόντος ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2025 και σε λιγότερο από 140% του ΑΕΠ το 2027, προσθέτει.
Δεδομένου του ιστορικού της κυβέρνησης στην υπεραπόδοση των δημοσιονομικών της στόχων και της πιθανότητας περαιτέρω κερδών από τις μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των εσόδων, βλέπουμε ανοδικούς «κινδύνους» για τις δημοσιονομικές επιδόσεις (δηλαδή να υπάρξει εκ νέου υπεραπόδοση), σημειώνει ο Moody’s.
Τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα – ενδεχομένως σε συνδυασμό με την ισχυρότερη πραγματική και ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ – θα στηρίξουν με τη σειρά τους την ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους, αν και από πολύ υψηλά επίπεδα.
Οι αξιολογήσεις Ba1 της Ελλάδας υποστηρίζονται από ένα σταθερό ιστορικό μεταρρυθμίσεων, το οποίο έχει οδηγήσει σε ορατές βελτιώσεις στους θεσμούς και τη διακυβέρνηση, σε ισχυρότερες επενδύσεις και σε έναν υγιέστερο τραπεζικό τομέα. Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί σθεναρά για δημοσιονομική σύνεση.
Η μέτρια οικονομική ισχύς αντανακλά τα υψηλότερα επίπεδα πλούτου σε σχέση με αυτά άλλων χωρών με αντίστοιχες αξιολογήσεις και τις ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια, καθώς τα σημαντικά κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ιδιωτικές επενδύσεις θα στηρίξουν την ανάπτυξη.
Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του ταμείου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRF) της ΕΕ, η Ελλάδα έχει πρόσβαση σε επιχορηγήσεις και δάνεια ύψους 36 δισεκ. ευρώ (περίπου 16,3% του ΑΕΠ το 2023), από τα οποία σχεδόν τα μισά έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και σχεδόν 6 δισεκ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις και έργα.
Τα πλεονεκτήματα αυτά εξισορροπούνται από το μέτριο οικονομικό μέγεθος της Ελλάδας και από ένα οικονομικό μοντέλο που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες. Η Ελλάδα έχει δυνατότητες διαφοροποίησης και ανάπτυξης του μεταποιητικού τομέα υψηλότερης τεχνολογίας και των εξαγωγών, αλλά η πρόοδος θα πάρει χρόνο και αναμένουμε συγκριτικά μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 4-5% του ΑΕΠ για τα επόμενα πέντε χρόνια, καθώς η ανάκαμψη των επενδύσεων θα οδηγήσει σε ισχυρή αύξηση των εισαγωγών για κεφαλαιουχικά και ενδιάμεσα αγαθά και το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών θα βελτιωθεί μόνο σταδιακά, σημειώνεται.
Μακροπρόθεσμες προκλήσεις για τη δυνητική ανάπτυξη προκύπτουν από τα δυσμενή δημογραφικά μεγέθη, τα οποία θα αντισταθμιστούν μόνο εν μέρει από τον αναμενόμενο θετικό αντίκτυπο των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων του RRF στην αύξηση της παραγωγικότητας.
«Παρά τις προσδοκίες μας για περαιτέρω σημαντική μείωση της δανειακής επιβάρυνσης της Ελλάδας, το χρέος ως προς το ΑΕΠ θα παραμείνει πάνω από 120% μέχρι και τη δεκαετία του 2030, ένα υψηλό επίπεδο σε σύγκριση με τα κράτη παγκοσμίως. Ωστόσο, η ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη μέση διάρκεια έως τη λήξη περίπου 20 ετών και τα χαμηλά επιτόκια στηρίζουν ισχυρά τους δείκτες βιωσιμότητας του χρέους. Το μεγάλο ταμειακό απόθεμα ύψους περίπου 35 δισεκ. ευρώ (15% του ΑΕΠ) αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα».
Διαβάστε ακόμη:
- Προβληματίζει έντονα η εικόνα του Χρηματιστηρίου – Δεν ενθουσίασαν οι εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ
- Ανατροπή και στις στοιχηματικές – Δίνουν πρώτο φαβορί τώρα τον Κασσελάκη – Όλο το παρασκήνιο που εκθέτει το κόμμα
- Η τεχνητή νοημοσύνη προέβλεψε τον επόμενο νικητή του Champions League
- Λόρα Λούμερ: Ποια είναι η ακροδεξιά συνωμοσιολόγος που ταξιδεύει στο πλευρό του Τραμπ