Αξιοσημείωτη χαρακτηρίζει η BNP Paribas τη σημαντική βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της που πέτυχε η Ελλάδα το 2022.
Ο επενδυτικός οίκος αποδίδει την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στο επώδυνο πρόγραμμα προσαρμογής που εφαρμόστηκε στη χώρα, ενώ θεωρεί ότι το θετικό momentum του 2022 θα συνεχιστεί και το 2023, λόγω των θετικών εξελίξεων στην οικονομία.
Η BNP Paribas διαπιστώνει σημαντική βελτίωση στα δημόσια οικονομικά των χωρών της Νοτίου Ευρώπης, όμως τονίζει ότι οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι οι πιο αξιοσημείωτες, καθώς το πρωτογενές έλλειμμα εκμηδενίστηκε, και από το 4,6% του ΑΕΠ το 2021 μετατράπηκε σε οριακό πλεόνασμα 0,1% το 2022.
Το δημοσιονομικό ισοζύγιο (συμπεριλαμβανομένου του κόστους των τόκων) εξακολουθεί να εμφανίζει έλλειμμα, αλλά και αυτό έχει μειωθεί σημαντικά, από το 7,1% του ΑΕΠ το 2021 στο 2,3% το 2022.
Η Ελλάδα πέτυχε την ισχυρότερη αύξηση των εσόδων ανάμεσα στις χώρες του Νότου (+13,7% το 2022), με την BNP Paribas να συνδέει την αύξηση αυτή με την αύξηση των εσόδων από τον ΦΠΑ, των εισπράξεων από εργαζόμενους και εργοδότες καθώς του φόρου εισοδήματος και επιχειρήσεων.
Οι δημόσιες δαπάνες σημείωσαν αύξηση 4,1% στην Ελλάδα (έναντι 4,4% στην Πορτογαλία και 3,8% στην Ισπανία), κυρίως λόγω των μέτρων στήριξης έναντι του πληθωριστικού σοκ.
Έτσι, παρότι το χρέος παραμένει υψηλό, εμφάνισε νέα μείωση το 2022, πέφτοντας και πάλι κάτω από τα επίπεδα του 2019 (προ πανδημίας), και συγκεκριμένα εμφανίζοντας αποκλιμάκωση 23 ποσοστιαίων μονάδων, στο 171,3% του ΑΕΠ.
«Αυτές οι θετικές εξελίξεις δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της ευνοϊκής κατάστασης μετά την πανδημία», σημειώνουν οι αναλυτές της BNP Paribas.
Η Ελλάδα, όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, κατάφερε, πριν από την κρίση του κορωνοϊού, να βάλει σε τάξη τα δημόσια οικονομικά της, αν και όχι χωρίς κόστος.
Τα δραστικά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, με τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόστηκαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους υπήρξαν πολύ επώδυνα για τους πολίτες, αναγνωρίζει ο οίκος (αυξήσεις φόρων, παρατεταμένο πάγωμα μισθών στο Δημόσιο, χαμηλότερες συντάξεις και αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης).
Έτσι, το 2009, η Ελλάδα εμφάνιζε πολύ μεγάλο έλλειμμα, έως και 10,4% του ΑΕΠ. Δέκα χρόνια μετά, το 2019, το πρωτογενές πλεόνασμα έφτανε στο 3,9% του ΑΕΠ.
Το διαρθρωτικό έλλειμμα της χώρας, που το 2009 έφτασε στο 13% του ΑΕΠ, επέστρεψε σε πλεόνασμα το 2012.
Οι προσδοκίες για το 2023
Έπειτα από την εντυπωσιακή αύξηση των προσλήψεων, κατά 5,4% το 2022, η δυναμική περιορίστηκε κάπως τους πρώτους δύο μήνες του έτους, σημειώνει η BNP Paribas.
Όμως, το ποσοστό της ανεργίας έχει πέσει κάτω από τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δέκα και πλέον χρόνων (10,9% τον Μάρτιο του 2023).
Επομένως, οι αναλυτές σημειώνουν ότι η πορεία του προϋπολογισμού για τους πρώτους μήνες του 2023 δείχνει ότι η ανάκαμψη συνεχίζεται.
Η Κομισιόν προσέχει αυτή τη βελτίωση, τονίζει η BNP Paribas, παρότι σημειώνει ότι τα υψηλά χρέη παραμένουν η αχίλλειος πτέρνα για τις χώρες της Ν. Ευρώπης, στην εποχή της αύξησης του κόστος δανεισμού.
Στο Debt Sustainability Monitor που δημοσίευσε τον Απρίλιο, η Κομισιόν χαρακτήριζε υψηλό το ρίσκο της Ελλάδας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, λόγω του επιπέδου του χρέους.
Όμως, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, έκρινε το ρίσκο ως χαμηλό, λόγω και των μικρών δανειακών αναγκών ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το προφίλ ρίσκου της Ελλάδας αναθεωρήθηκε από «μεσαίο» σε «χαμηλό», δηλαδή καλύτερο από εκείνο χωρών όπως η Ολλανδία, η Γαλλία και η Γερμανία.