Το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σύγκριση με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, κυρίως λόγω της αυξημένης εξάρτησής του από τους έμμεσους φόρους. Στο επίκεντρο αυτής της δομής βρίσκεται ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), ο οποίος αποτελεί βασική πηγή φορολογικών εσόδων.

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, παρά το γεγονός όμως ότι η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους υψηλότερους βασικούς συντελεστές ΦΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στο 24%, η ευρεία εφαρμογή μειωμένων συντελεστών (κυρίως του 13%) σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες έχει αποτέλεσμα ο μέσος πραγματικός συντελεστής να υπολογίζεται περίπου στο 15,6%. Παρ’ όλα αυτά, τα φορολογικά έσοδα από τον ΦΠΑ αυξάνονται διαρκώς, τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και ως ποσοστό επί των συνολικών εισπράξεων του κράτους.

Εκρηκτική αύξηση

Σύμφωνα με τα στοιχεία των προϋπολογισμών του κράτους, από το 2020 έως σήμερα, τα έσοδα από έμμεσους φόρους στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατά περίπου 14 δισ. ευρώ. Από 24,2 δισ. ευρώ το 2020 εκτιμάται ότι θα φτάσουν και κατά πάσα πιθανότητα θα ξεπεράσουν τα 38 δισ. ευρώ φέτος.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα τα έσοδα από άμεσους φόρους, όπως αυτοί στο εισόδημα φυσικών και νομικών προσώπων, έχουν αυξηθεί μεν (κατά περίπου 12 δισ. ευρώ) αλλά εξακολουθούν να υπολείπονται σε απόλυτο μέγεθος και ποσοστιαία βαρύτητα. Πρόκειται για μια αντιστροφή της εικόνας που επικρατεί σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου η φορολογική επιβάρυνση κατανέμεται περισσότερο μέσω άμεσων φόρων, οι οποίοι θεωρούνται πιο δίκαιοι και προοδευτικοί. Η εκρηκτική αύξηση των εσόδων από τον ΦΠΑ στην Ελλάδα δεν είναι τυχαία. Αντιθέτως, ερμηνεύεται μέσα από τρεις κυρίως παραμέτρους:

• Πρώτον, τον πληθωρισμό και την ακρίβεια, που έχουν οδηγήσει σε αυξήσεις τιμών στα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, άρα και σε μεγαλύτερο ποσό ΦΠΑ ανά συναλλαγή.

• Δεύτερον, την εκτίναξη της τουριστικής κίνησης τα τελευταία χρόνια, η οποία ενισχύει την κατανάλωση και συνεπώς την απόδοση του φόρου.

• Και τρίτον, τη σταδιακή βελτίωση στην παρακολούθηση και είσπραξη του ΦΠΑ μέσω της ενίσχυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της εφαρμογής ψηφιακών εργαλείων, που έχουν περιορίσει σε σημαντικό βαθμό τη φοροδιαφυγή (περίπου 3,9 δισ. ευρώ τη διετία 2024-2025).

Το φαινόμενο της υψηλής εξάρτησης από τους έμμεσους φόρους δεν είναι νέο στην Ελλάδα, αλλά αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν συγκρίνεται με την υπόλοιπη Ευρώπη. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. σε έσοδα από έμμεσους φόρους ως ποσοστό του ΑΕΠ (17,3%), ενώ τα έσοδα από φόρους κατανάλωσης (όπως ο ΦΠΑ και οι ειδικοί φόροι) αντιστοιχούν σε περίπου 44,4% των συνολικών φορολογικών εσόδων της χώρας, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι περίπου 33,2%.

Η Γερμανία και η Γαλλία

Αντιθέτως, σε χώρες όπως η Γερμανία, όπου ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ είναι 19%, τα έσοδα από έμμεσους φόρους αποτελούν μικρότερο ποσοστό του συνολικού φορολογικού μείγματος. Η Γερμανία βασίζεται περισσότερο στη φορολόγηση του εισοδήματος και των επιχειρηματικών κερδών, με ισχυρή συμβολή από τους άμεσους φόρους.

Ανάλογη είναι και η εικόνα στη Γαλλία, όπου παρότι ο ΦΠΑ φτάνει το 20%, το βάρος των φορολογικών εσόδων μετατοπίζεται περισσότερο προς τις κοινωνικές εισφορές και τη φορολόγηση της εργασίας.

Η Ισπανία επανέφερε τον ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα

Στις σκανδιναβικές χώρες, όπως η Δανία και η Σουηδία, ο ΦΠΑ βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα (στη Δανία ο βασικός συντελεστής είναι 25%), ωστόσο εκεί το κράτος εφαρμόζει εκτενείς μηχανισμούς κοινωνικής αναδιανομής. Δηλαδή, ενώ οι πολίτες καταβάλλουν υψηλό ΦΠΑ, ωφελούνται από δωρεάν παιδεία, υγειονομική περίθαλψη και ισχυρά επιδόματα. Η φορολόγηση είναι υψηλή, αλλά το κράτος πρόνοιας εξισορροπεί το κόστος.

Στον αντίποδα, σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης όπως η Ουγγαρία, ο ΦΠΑ είναι ο υψηλότερος στην Ε.Ε., στο 27%, με περιορισμένο όμως κοινωνικό αντιστάθμισμα, ενώ οι άμεσοι φόροι είναι σχετικά χαμηλοί. Η Ουγγαρία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας με έντονη εξάρτηση από την κατανάλωση ως πηγή εσόδων, όπως και η Ελλάδα, όμως με ακόμη μεγαλύτερο ΦΠΑ και λιγότερα προγράμματα κοινωνικής στήριξης.

Στην Ιρλανδία, αντιθέτως, ισχύει διαφορετική λογική: ο βασικός ΦΠΑ είναι στο 23%, αλλά υπάρχει μεγάλη ευελιξία στη χρήση υπερμειωμένων συντελεστών (π.χ. 9%, 0%) για βασικά αγαθά, τρόφιμα, παιδικά είδη, βιβλία και φάρμακα, περιορίζοντας την επίδραση στους πιο ευάλωτους.

Η Ελλάδα, παρά τις προσπάθειες ελέγχου, συνεχίζει να παρουσιάζει σημαντικό πρόβλημα στο λεγόμενο «κενό ΦΠΑ» – δηλαδή τη διαφορά μεταξύ του ποσού που θα έπρεπε να εισπραχθεί θεωρητικά και αυτού που τελικά εισπράττεται. Η χώρα βρίσκεται σταθερά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε αυτόν τον δείκτη, εξαιτίας της εκτεταμένης παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, κυρίως σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια το «κενό ΦΠΑ» έχει μειωθεί σημαντικά και υπολογίζεται ότι στο τέλος του 2026 θα έχει φθάσει στον μέσο όρο της Ε.Ε., που ανέρχεται περίπου στο 7%.

Σημειώνεται ότι από το 2024 αρκετές χώρες έχουν προχωρήσει σε αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ, ενώ όσες είχαν προχωρήσει σε προσωρινές μειώσεις, τις καταργούν. Συγκεκριμένα, η Βουλγαρία κατάργησε σταδιακά τις προσωρινές μειώσεις συντελεστών για ορισμένα είδη που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η Εσθονία διεύρυνε τη βάση του ΦΠΑ μεταφέροντας ορισμένα είδη σε υψηλότερους συντελεστές και αύξησε τον κανονικό της συντελεστή από 22% σε 24% τον Ιούλιο του 2025. Η Φινλανδία αύξησε τον κανονικό της συντελεστή από 24% σε 25,5% και διεύρυνε τη βάση του ΦΠΑ μεταφέροντας τα περισσότερα είδη από το κλιμάκιο του 10% στο κλιμάκιο του 14% τον Σεπτέμβριο του 2024. Η Σλοβακία αύξησε τον κανονικό της συντελεστή από 20% σε 23%, τον μειωμένο της συντελεστή από 10% σε 19% και μετέφερε πολλά είδη σε διαφορετικούς συντελεστές.

Η ισπανική κυβέρνηση επανέφερε τον ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα, τον οποίο είχε μηδενίσει για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό και να βοηθήσει τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Στο πλαίσιο αυτό, το ελαιόλαδο έχει συντελεστή πλέον 4%, όπως ήταν πριν από την προσωρινή κατάργηση αυτού του φόρου, ενώ στο 4% είναι μια κατηγορία βασικών τροφίμων, όπως το ψωμί, το αλεύρι, το γάλα ζωικής προέλευσης, τα τυριά, τα αυγά, καθώς και φρούτα, λαχανικά, όσπρια και δημητριακά. Η πολιτική της Ισπανίας απέναντι στο κύμα ακρίβειας δεν φαίνεται να απέδωσε καρπούς. Οπως διαπιστώθηκε, δεν ήταν αρκετή για να σταματήσει την αύξηση των τιμών τροφίμων, λόγω άλλων παραγόντων (ενέργεια, παραγωγή, διεθνή κόστη). Επίσης, η μετακύλιση της μείωσης δεν ήταν καθολική και σε πολλές περιπτώσεις οι καταναλωτές δεν είδαν τη μείωση του ΦΠΑ να αντανακλάται πλήρως ή άμεσα στις τιμές.

Διαβάστε ακόμη: