Οι ισχυρές αναπτυξιακές επιδόσεις που κατεγράφησαν το πρώτο εξάμηνο του έτους, παρά το ταραγμένο οικονομικό και γεωπολιτικό παγκόσμιο περιβάλλον και την ενεργειακή κρίση, δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία επιδεικνύει αντοχές. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, στην «καρδιά» της ενεργειακής κρίσης, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς, σχεδόν διπλάσιους του μέσου ευρωπαϊκού όρου.

Όπως επισημαίνει και στην πρόσφατη έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), Η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα στις διαταραχές του ενεργειακού κόστους και του πολέμου στην Ουκρανία και όλα δείχνουν πως ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2022 θα ξεπεράσει τις συγκρατημένες προβλέψεις των αρχών του έτους.

Ταυτόχρονα, το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται μειωμένο (12,6% τον Ιούλιο) σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό, ενώ η απασχόληση αυξήθηκε κατά 3,3% στο ίδιο διάστημα.

Λιγότερο ενθαρρυντική πάντως είναι η εικόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου διευρύνθηκε κατά το δεύτερο τρίμηνο στα 10,8 δισ. έναντι 7,4 δισ. πέρυσι. Ακόμα λιγότερο ενθαρρυντική είναι η πορεία του πληθωρισμού που διαμορφώθηκε στο 11,2% τον Αύγουστο (εναρμονισμένος δείκτης) με αποτέλεσμα να βρίσκεται εντός του εύρους των προβλέψεων του Γραφείου Προϋπολογισμού.

Ο ρυθμός ανάπτυξης

Από την πλευρά της η τράπεζα Alpha Bank σε σχετική ανάλυση σημειώνει, ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διατηρηθεί ισχυρός και το τρίτο τρίμηνο του έτους, με αρωγό τις εξαιρετικές επιδόσεις του κλάδου του τουρισμού και τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης με σκοπό την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και επομένως της ιδιωτικής κατανάλωσης που είναι συγκριτικά με το ΑΕΠ, από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.

Ειδικότερα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης πρόσθετα μέτρα στήριξης της οικονομίας, συνολικού ύψους περίπου Ευρώ 5,5 δισ. (εξ. της μηνιαίας επιδότησης στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος), τα οποία περιλαμβάνουν:

1. δημοσιονομικές παρεμβάσεις που θα εφαρμοστούν έως το τέλος του 2022 (π.χ. έκτακτα βοηθήματα για τον ευάλωτο πληθυσμό, αύξηση του ποσού και διεύρυνση κριτηρίων για το επίδομα θέρμανσης, κίνητρα για χρήση πετρελαίου θέρμανσης έναντι άλλων καυσίμων, για επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά μεμονωμένων παραγωγών κ.λ.π.),
2. ένα ειδικό στεγαστικό πρόγραμμα για νέους ύψους ευρώ 1,8 δισ. αλλά και
3. μόνιμες ελαφρύνσεις και μέτρα ενίσχυσης του διαθεσίμου εισοδήματος που ενεργοποιούνται από τις αρχές του 2023 (μείωση ασφαλιστικών εισφορών, κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης, αυξήσεις συντάξεων κ.λ.π.)

Η αναμενόμενη μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ το 2022, ωστόσο, θα έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη ισχυρών επιδράσεων βάσης την επόμενη χρονιά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση των εισοδημάτων σε ενδεχόμενη διατήρηση του ενεργειακού κόστους σε υπέρμετρα υψηλά επίπεδα, μετριάζει τις προσδοκίες για τη δυναμική της μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2023.

Πως θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα

Οι αναπτυξιακές επιδόσεις

Σύμφωνα με τους νέους υπολογισμούς του ΥΠΟΙΚ, η εκτίμηση για την αύξηση του ΑΕΠ αναθεωρείται ανοδικά, πλέον στο 5,3% για το 2022, από αρχική εκτίμηση 3,1%. Και προβλέπεται στο 2,1% για το 2023.Την ίδια περίοδο, ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος εκτιμάται στο 3,1% για το 2022 και στο 0,9% για το 2023. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,8% σε ετήσια βάση, το πρώτο εξάμηνο, σημειώνοντας εντυπωσιακή άνοδο τόσο στο πρώτο (8%), όσο και στο δεύτερο (7,7%) τρίμηνο του έτους.

Η ιδιωτική κατανάλωση αποτέλεσε τον βασικότερο πυλώνα της οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς αυξήθηκε κατά 11,4% το πρώτο εξάμηνο του 2022, συνεισφέροντας 7,9 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) στην αύξηση του ΑΕΠ. Οι επενδύσεις και η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκαν κατά 10,9% και 0,3% αντίστοιχα, συμβάλλοντας κατά 1,4 και 0,1 π.μ. στην αύξηση του ΑΕΠ, ενώ αντίθετα, αρνητική συνεισφορά είχαν τόσο οι καθαρές εξαγωγές (-1,3 π.μ.), όσο και τα αποθέματα (-0,2 π.μ.).

Ωστόσο, ότι το δεύτερο τρίμηνο οι καθαρές εξαγωγές είχαν θετική συνεισφορά στην αύξηση του ΑΕΠ, καθώς οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (20,8%) αυξήθηκαν περισσότερο από τις αντίστοιχες εισαγωγές (15,5%), με τις εξαγωγές υπηρεσιών να καταγράφουν εντυπωσιακή αύξηση κατά 47,4% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας τις ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού.

Σύμφωνα με την ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, ειδικά η αξία των εξαγωγών τόσο των αγαθών, όσο και των υπηρεσιών έχει αυξηθεί σημαντικά από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας μέχρι σήμερα, γεγονός που καταδεικνύει την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, η οποία με τη σειρά της δύναται να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα της οικονομικής μεγέθυνσης εφεξής.

Επίσης, η διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών έχει μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια, με τις εξαγωγές αγαθών να κερδίζουν έδαφος έναντι των εξαγωγών υπηρεσιών. Παράλληλα, είναι αξιοσημείωτη η άνοδος των εξαγωγών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, γεγονός που συνδέεται και με την άνοδο των επενδύσεων και ειδικότερα στο πεδίο της έρευνας και τεχνολογίας, τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας.

Τα ανωτέρω αντανακλώνται:

• Στη σωρευτική αύξηση της ονομαστικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών κατά 52% το 2021 σε σύγκριση με το 2010, με την άνοδο των εξαγωγών αγαθών να είναι ίση με 93,3%. Σημειώνεται ότι ο εναρμονισμένος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα σε μόλις 0,6%, κατά μέσο όρο.

• Στον διπλασιασμό σχεδόν του ποσοστού των εξαγωγών ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 40,6% το 2021 από 21,8% το 2010, γεγονός που αποδίδεται στην αξιοσημείωτη άνοδο των εξαγωγών, αλλά και στη συρρίκνωση του ΑΕΠ της Ελλάδας την περασμένη δεκαετία, εξαιτίας της παρατεταμένης ύφεσης.

• Στη διαμόρφωση του μεριδίου των εξαγωγών αγαθών σε επίπεδο άνω του 50% επί του συνόλου των εξαγωγών τη διετία 2020-2021, λόγω της έντονης αύξησης των εξαγωγών αγαθών (+18% το 2021 σε σύγκριση με το 2019), αλλά και της πτώσης των εξαγωγών υπηρεσιών που επέφερε η πανδημία.

• Στη σημαντική άνοδο των εξαγωγών αγαθών υψηλής τεχνολογίας ως ποσοστό των βιομηχανικών εξαγωγών σε 13,2% το 2020, από 9,1% το 2007.

Β. Κορκίδης: Η ανάπτυξη της θαλάσσιας οικονομίας σε ένα νησιωτικό περιβάλλον

Ο τουρισμός και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Επιπλέον, η ελληνική οικονομία έχει βρει ισχυρό στήριγμα, στις εντυπωσιακές επιδόσεις του τουρισμού. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Eurobank, λόγω της έντονης εποχικότητας των τουριστικών εισπράξεων και λόγω της υψηλής συμβολής τους στις εξωτερικές συναλλαγές της ελληνικής οικονομίας, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) στην Ελλάδα από έλλειμμα €0,7 δισ. τον Ιούνιο 2022 διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα €1,1 δισ. τον Ιούλιο 2022, σημειώνοντας ετήσια αύξηση κατά €0,6 δισ. σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ.

Η βελτίωση του ΙΤΣ εδράζεται στην ισχυρή ανάκαμψη των ταξιδιωτικών εσόδων. Αναλυτικά, οι τουριστικές εισπράξεις τον Ιούλιο 2022 ανήλθαν στα €3,7 δισ., ενισχυμένες σε ετήσια βάση, εν μέρει και λόγω πληθωρισμού, κατά €1,4 δισ. ή 62,7%. Επιπρόσθετα, ήταν υψηλότερες, έστω και οριακά (0,5%), από τις αντίστοιχες του Ιουλίου 2019, χρονιά ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό.

Οι τουριστικές αφίξεις διαμορφώθηκαν σε 5,3 εκατ. ταξιδιώτες, ήτοι στο 93,0% των αφίξεων του Ιουλίου 2019, σημειώνοντας ετήσια άνοδο κατά 2,5 εκατ. ταξιδιώτες ή 87,3%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών να αυξηθεί κατά €1,4 δισ. ή 63,0% και να υπερκαλύψει τη διεύρυνση κατά €0,9 δισ. ή 38,7% του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών.

Το έλλειμμα

Για το σύνολο της περιόδου Ιανουαρίου-Ιουλίου 2022, το ΙΤΣ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε έλλειμμα €9,7 δισ. από έλλειμμα €6,8 δισ. την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2021 (διεύρυνση κατά €2,9 δισ. ή 43,0%). Συγκεκριμένα, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών ενισχύθηκε κατά €7,9 δισεκ. υπερκαλύπτοντας την αύξηση του πλεονάσματος των υπηρεσιών κατά €5,4 δισ.

Σύμφωνα με την ανάλυση της τράπεζας Eurobank, λόγω των πολύ αισιόδοξων μηνυμάτων που εξέπεμψε ο ελληνικός τουρισμός κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και λόγω των προσδοκιών ότι το θετικό μομέντουμ θα συνεχιστεί και το φθινόπωρο, είναι πιθανόν να δούμε περαιτέρω βελτίωση των τουριστικών εσόδων, στοιχείο που θα συγκρατήσει τη διεύρυνση του ελλείμματος για το σύνολο του έτους.

Από κει και πέρα, η χειροτέρευση του ΙΤΣ είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού κυρίως τεσσάρων παραγόντων:

1ον της υψηλής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές αγαθών, είτε για κατανάλωση είτε για παραγωγή τελικών προϊόντων,

2ον της μεγάλης αύξησης των τιμών εισαγόμενων αγαθών με σχετικά χαμηλή ελαστικότητα ζήτησης όπως είναι τα ενεργειακά προϊόντα,

3ον της ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης που σε έναν βαθμό υποστηρίχθηκε από τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, είτε αυτών κατά της πανδημίας είτε αυτών κατά της ενεργειακής κρίσης και

4ον της υποτίμησης του ευρώ.

Η εγχώρια ζήτηση

Είναι χαρακτηριστικό ότι, το 1ο εξάμηνο 2022 η εγχώρια ζήτηση, ήτοι το άθροισμα της κατανάλωσης και των επενδύσεων, αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά €15,8 δισ. ή 16,8%, το πακέτο στήριξης της κυβέρνησης κατά των επιπτώσεων της ανόδου των τιμών ενέργειας υπολογιζόταν μέχρι και τον Ιούνιο 2022 στα €8,5 δισ., ενώ το ευρώ στο 7μηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2022 σημείωσε κατά μέσο όρο πτώση έναντι του δολαρίου κοντά στο 10%.

Πληθωρισμός και επιτόκια οι κίνδυνοι

Επιστρέφοντας στην έκθεση του ΓΠΚΠ, επισημαίνεται ότι, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη συνθέτουν μια σχετικά θετική εικόνα σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Υπάρχουν, ωστόσο, σημαντικοί κίνδυνοι που ενδέχεται να επηρεάσουν μεσοπρόθεσμα την ελληνική οικονομία.

Ο πρώτος από αυτούς προέρχεται από τον πληθωρισμό που, παρά τη θετική του επίδραση στα δημόσια οικονομικά, αποτελεί τη βασική αιτία διάβρωσης των πραγματικών εισοδημάτων, κυρίως εκείνων που η ονομαστική τους αύξηση υπολείπεται του ρυθμού αύξησης των τιμών.

Πρόκειται ουσιαστικά για τους μισθούς, τις συντάξεις και επιχειρηματικά εισοδήματα σε κλάδους που αδυνατούν να προσαρμόσουν τις τιμές τους στο γενικό επίπεδο. Αυτή η συνθήκη θέτει ένα δίλημμα πολιτικής αναφορικά με την αύξηση των ονομαστικών εισοδημάτων ώστε να καλύψουν τις αυξήσεις των τιμών.

Από τη μια πλευρά, η γενικευμένη αύξηση των μισθών (πέρα από την άνοδο του κατώτατου μισθού) θα ανατροφοδοτούσε τις πληθωριστικές πιέσεις, ενώ από την άλλη πλευρά η μη αύξησή τους περιορίζει σημαντικά την αγοραστική δύναμη των μισθωτών. Θα πρέπει, επομένως, να σταθμιστούν οι συνέπειες και να ληφθεί μέριμνα ώστε να αποτραπούν οι εισοδηματικές απώλειες, ιδίως στους χαμηλόμισθους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν θα υπάρξει πληθωριστική ανατροφοδότηση και απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών

Ο δεύτερος κίνδυνος προέρχεται από την αντίδραση των κεντρικών τραπεζών στον υψηλό πληθωρισμό. Ενώ τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δεν έχουν καταφέρει ακόμα να συμφωνήσουν σε μια συντονισμένη στρατηγική για την αντιμετώπιση του αυξημένου ενεργειακού κόστους, η ΕΚΤ προχώρησε πρόσφατα σε δεύτερη αύξηση του βασικού της επιτοκίου, ευθυγραμμιζόμενη με τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων οικονομιών.

Η μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής μετά από μια μακρά περίοδο χαμηλών επιτοκίων αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στο σύνολο των οικονομιών της Ευρωζώνης και να επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Ιδιαίτερα αρνητική θα είναι η επίπτωση σε χώρες με υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, όπως η Ελλάδα, που μέχρι πρότινος ήταν σχετικά ευνοημένες από τον υψηλό πληθωρισμό, παρά την πρωτοβουλία της ΕΚΤ μέσω του Μηχανισμού Προστασίας Μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής (Transmission Protection Instrument – TPI).

Η κύρια ανησυχία αφορά την επίδραση των αυξημένων επιτοκίων στη δυναμική του δημόσιου χρέους και στο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του. Όπως είναι γνωστό, το επίπεδο του πρωτογενούς πλεονάσματος εξαρτάται θετικά από το τρέχον ύψος του χρέους και το επιτόκιο και αρνητικά από τον ρυθμό μεγέθυνσης και τον πληθωρισμό.

Αν οι παραδοχές στις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους (DSA) είναι τέτοιες που απαιτούν υψηλότερα μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα, η χώρα μας θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τη δημοσιονομική της στρατηγική.

Ένας τρίτος κίνδυνος συνδέεται με τις αβεβαιότητες για την πορεία της οικονομίας εξαιτίας των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία και της εντεινόμενης ενεργειακής κρίσης, που ενδεχομένως να αποθαρρύνουν καταναλωτικές αλλά και επενδυτικές αποφάσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό και να επιβραδύνει την ανοδική πορεία της οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα. Στο ίδιο πλαίσιο μια ενδεχόμενη ταχύτερη επιβράδυνση των οικονομιών των κύριων εμπορικών εταίρων αναμφίβολα θα επιδρούσε αρνητικά στις εμπορικές και ταξιδιωτικές εισπράξεις.

Ανάπτυξη χωρίς αναπτυξιακό νόμο γίνεται; Το σύγχρονο «Γεφύρι της Άρτας»

Αβεβαιότητα από πολιτική αστάθεια

Ο τέταρτος, τέλος, κίνδυνος είναι πολιτικός και συνδέεται με τις πιθανές δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης στις ερχόμενες εκλογές. Μια ενδεχόμενη πολιτική αστάθεια θα εντείνει την αβεβαιότητα σχετικά με τη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και πιθανότατα θα αποθαρρύνει την επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας από κάθε πλευρά.

Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να επιτευχθεί ένα ελάχιστος βαθμός συναίνεσης στους βασικούς άξονες της δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να μην εγείρονται αμφιβολίες για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας κατά την προεκλογική και μετεκλογική περίοδο.

Στις δημοκρατικές κοινωνίες οι επιλογές του εκλογικού σώματος είναι κυρίαρχες και δεν μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί.

Ωστόσο, οι πολιτικές επιλογές παράγουν οικονομικά αποτελέσματα που δεν εξαρτώνται μόνο από τη βούληση του εκλογικού σώματος αλλά και από τις συνθήκες και τους μηχανισμούς του οικονομικού περιβάλλοντος που θα ήταν χρήσιμο να λαμβάνονται υπόψη.

Διαβάστε ακόμη: