Η Ευρώπη βρίσκεται αυτή την περίοδο με ένα ιδιαίτερα σύνθετο πρόβλημα. Η ενεργειακή κρίση έχει τροφοδοτήσει την αύξηση του πληθωρισμού, αναγκάζοντας την ΕΚΤ να προχωρήσει σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Την ίδια ώρα όμως, η κρίση προκαλεί απώλειες στο ΑΕΠ των οικονομιών των κρατών μελών της Ε.Ε.
Σύμφωνα με τα όσα επεσήμανε ο Διοικητής της ΤτΕ κ. Γιάννης Στουρνάρας, σε πρόσφατη παρέμβασή του στο Οικονομικό Φόρουμ της Πράγας, ο πληθωρισμός, στην Ευρώπη τουλάχιστον, οφείλεται σαφώς σε κλονισμούς από την πλευρά της προσφοράς, όπως η πανδημία και οι ενεργειακές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Εφόσον η Ευρώπη είναι σε καθαρή βάση μεγάλος εισαγωγέας ενέργειας, αυτό που παρατηρείται σήμερα ουσιαστικά ισοδυναμεί με έναν ενεργειακό φόρο που επιβάλλεται στην Ευρώπη από μια ξένη χώρα και ο οποίος μειώνει το καθαρό εισόδημα ή την ευημερία της κατά περίπου 5% του ΑΕΠ. Η Ευρώπη διαφέρει από τις ΗΠΑ, που έχουν ισοσκελισμένο ή και πλεονασματικό ισοζύγιο ενέργειας.
Όπως έχει υπολογίσει η ΕΚΤ, το 75% των διαταραχών στις τιμές καταναλωτή προέρχεται από ένα και μόνο εμπόρευμα, το φυσικό αέριο, το οποίο λόγω του μοντέλου τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος με βάση το οριακό κόστος, επηρεάζει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος με αναλογία 1:1.-Σύμφωνα με τα οικονομετρικά υποδείγματα και τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ, μεταξύ 2022 και 2023 οι τιμές του φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθούν κατά 40%.Το ίδιο ισχύει και για τις τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος, λόγω της τιμολόγησης με βάση το οριακό κόστος και παρότι οι τιμές άλλων εισροών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως το πετρέλαιο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η υδροηλεκτρική ενέργεια, αναμένεται να περιοριστούν κατά 20% περίπου.
Αυτός ο παράγοντας διατηρεί το μέσο αναμενόμενο πληθωρισμό σε υψηλό επίπεδο, στο 5,5% το 2023, έναντι 8,1% φέτος, σύμφωνα με το βασικό σενάριο των μακροοικονομικών προβολών της ΕΚΤ. Δεν υπάρχουν, μέχρι στιγμής, ενδείξεις δευτερογενών επιδράσεων. Ο ρυθμός αύξησης των μισθών στην Ευρώπη παραμένει συγκρατημένος, περίπου 3-3,5% κατά μέσο όρο, κοντά στο στόχο του 2%, αν ληφθεί υπόψη και η αύξηση της παραγωγικότητας.
Επίσης, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό, τόσο με βάση στοιχεία ερευνών, όσο και με βάση τις πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων, μετά από 5 έτη με ορίζοντα 5 ετών, παραμένουν σταθεροποιημένες στο 2%. Δεν υπάρχει και θετικό παραγωγικό κενό. Αντίθετα, η ΕΚΤ αναθεώρησε τις προβλέψεις της και πλέον αναμένει εξάλειψη του παραγωγικού κενού στο τέλος του 2024, δύο τρίμηνα αργότερα από ό,τι είχε εκτιμηθεί στις προηγούμενες προβλέψεις.
Η αλλαγή στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής
Παρ´ όλα αυτά, ακόμα και στη σημερινή περίσταση που ο πληθωρισμός είναι πληθωρισμός κόστους, η νομισματική πολιτική είναι σημαντικό όπλο γιατί διατηρεί σταθεροποιημένες τις προσδοκίες και τις δευτερογενείς επιπτώσεις υπό έλεγχο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ΕΚΤ προχωρήσαμε σ’ αυτή την εμπροσθοβαρή κίνηση αύξησης των βασικών επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης, παρά το κόστος που είναι δυνατόν να υπάρξει σε όρους προϊόντος και απασχόλησης.
Η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής είναι από μόνη της όμως δεν είναι μια επαρκής και βέλτιστη απάντηση σε αυτό το σύνθετο πρόβλημα. Χρειάζονται άλλα δύο όπλα:
Πρώτον, χρειάζεται ενεργειακή πολιτική για να αποσυνδέσει, προσωρινά τουλάχιστον, τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας από τις τιμές του φυσικού αερίου, αλλά και να συνεχίσει να παρέχει κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας και για επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια.
Δεύτερον, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να διατηρήσει μια κατεύθυνση τέτοια ώστε να μην αντιστρατεύεται τη νομισματική πολιτική, ταυτόχρονα όμως δεν θα πρέπει να είναι οριζόντια, αλλά στοχευμένη ώστε να προσφέρει στήριξη στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Πρέπει να συνδυάζει τη φορολόγηση των έκτακτων κερδών ορισμένων παραγωγών ενέργειας και επιδοτήσεις για όσους βγαίνουν ζημιωμένοι.
Απαιτούνται επίσης εργαλεία κατά του κατακερματισμού γιατί στην Ευρώπη δεν είμαστε μια πλήρης οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Είμαστε μόνο μια πλήρης νομισματική ένωση. εν έχουμε δημοσιονομική ένωση. Δεν έχουμε καν τραπεζική ένωση, γιατί δεν έχουμε ακόμη ένα κοινό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων. Δεν είμαστε ένωση κεφαλαιαγορών.
Γι’ αυτό, με τα πρώτα σημάδια αστάθειας, ο κλασικός διαχωρισμός μεταξύ Βορρά και Νότου έρχεται στην επιφάνεια ανεξάρτητα από τη δημοσιονομική κατάσταση. Στον ευρωπαϊκό νότο, ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ, για παράδειγμα στην Ελλάδα, μειώνεται δραστικά. Επί του παρόντος, η διαφορά ρυθμού ανάπτυξης-επιτοκίου (snowball effect) είναι ευνοϊκή, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Η ΕΚΤ χρειάζεται εργαλεία κατά του κατακερματισμού, γιατί το άλλο σκέλος της ΟΝΕ είναι ακόμη ατελές. Το βάρος το επωμίζεται το σκέλος που έχει ολοκληρωθεί, και αυτό είναι το νομισματικό. Και αυτό πρέπει κάποια στιγμή να αλλάξει.