Παρατηρήθηκε έξαρση κρουσμάτων λιστερίωσης, που προκαλείται από το βακτήριο Listeria -που εντοπίζεται και σε τρόφιμα-, σε επτά χώρες, γεγονός που οδήγησε το ECDC να σημάνει συναγερμό.

Σύμφωνα με τις υγειονομικές αρχές και τους επιστήμονες του ECDC, τα κρούσματα λιστερίωσης αυξήθηκαν σε επτά χώρες, όπου οι πολίτες κατανάλωσαν προϊόντα ψαριού.

Η λιστερίωση είναι μια σοβαρή λοίμωξη που ανήκει στις ζωονόσους και προκαλείται από την κατανάλωση τροφίμων μολυσμένων με το βακτήριο Listeria monocytogenes.

Στην έκθεση του ECDC της Τετάρτης (19/06), αναφέρεται ότι από το 2012 έως το 2024 έχουν καταγραφεί 73 κρούσματα και 14 θάνατοι στις εξής χώρες:

  • Βέλγιο (5 κρούσματα)
  • Τσεχία (1 κρούσμα)
  • Γερμανία (39 κρούσματα)
  • Φινλανδία (2 κρούσματα)
  • Ιταλία (1 κρούσμα)
  • Ολλανδία (20 κρούσματα)
  • Ηνωμένο Βασίλειο (5 κρούσματα)

Ποια τρόφιμα θεωρούνται υψηλού κινδύνου

  • Καπνιστά, βραστά και αλλαντικά αέρος
  • Μαλακά τυριά (όπως κατίκι, ανθότυρο) και ημίσκληρα τυριά
  • Μη παστεριωμένο γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα που προέρχονται από αυτό
  • Ωμά θαλασσινά (συμπεριλαμβανομένου και σούσι) ή καπνιστό σολωμό (cold smoked salmon)
  • Προπαρασκευασμένες ωμές σαλάτες
  • Προμαγειρεμένα προϊόντα κρέατος, που μπορεί να καταναλωθούν χωρίς επιπλέον μαγείρεμα
  • Πατέ
  • Μαλακά παγωτά που δεν είναι συσκευασμένα
  • Ωμοί βλαστοί

Τι είναι η λιστερίωση

Η λιστερίωση είναι μία βακτηριακή λοίμωξη που προκαλείται από το γραμ-θετικό βακτήριο Listeria monocytogenes, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Listeriaceae. Η μόλυνση στον άνθρωπο προκαλείται κυρίως (σε ποσοστό 95%) από τους ορότυπους 1/2a, 1/2b, 1/2c και 4b.

Η λιστερίωση είναι μία σχετικά σπάνια νόσος που προσβάλει κυρίως τα νεογέννητα βρέφη, τους ηλικιωμένους και τα ανοσοκατεσταλμένα άτομα. Η κλινική εικόνα του νοσήματος περιλαμβάνει πυρετό, μυαλγίες και ενίοτε συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα, όπως ναυτία ή διάρροια.

Αν η λοίμωξη επεκταθεί στο νευρικό σύστημα εμφανίζονται συμπτώματα όπως κεφαλαλγία, δυσκαμψία του αυχένα, σύγχυση, έλλειψη ισορροπίας ή σπασμοί. Ένας ασθενής ο οποίος θα εμφανίσει σηψαιμία ή μηνιγγίτιδα θα χρειαστεί να νοσηλευτεί για αρκετές εβδομάδες. Άμεση επαφή με μολυσμένο υλικό μπορεί να προκαλέσει βλατιδώδη εξανθήματα στα χέρια και τις παλάμες.

Οι έγκυες γυναίκες εμφανίζουν συνήθως µόνο ήπια συμπτώματα γρίπης, µε προεξάρχον σύμπτωμα τον πυρετό. Ανάλογα µε την ηλικία της κύησης, η μόλυνση της μητέρας είναι δυνατό να οδηγήσει σε αποβολή, θνησιγένεια (γέννηση νεκρού νεογνού), πρόωρο τοκετό ή σε σοβαρή λοίμωξη του νεογνού. Στην Ευρώπη, η νόσος ευθύνεται για το 4% των νοσηλειών και το 28% των θανάτων από τροφιμογενή νοσήματα.

Περίπου το 30% των κλινικών περιπτώσεων λαμβάνουν χώρα τις τρεις πρώτες εβδομάδες της ζωής, ενώ στους ενήλικες (εκτός των εγκύων) εμμένουσες λοιμώξεις εμφανίζονται μετά τα 40 έτη. Ασυμπτωματική λοίμωξη μπορεί να έχουν άτομα όλων των ηλικιών, παρόλα αυτά η κλινική της σημασία περιορίζεται στην περίπτωση των εγκύων, καθώς μπορεί να αποβεί μοιραία για το έμβρυο. Στο γενικό πληθυσμό η θνητότητα της νόσου ποικίλει ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του ατόμου και είναι αυξημένη στα ηλικιωμένα άτομα και τα άτομα με υποκείμενα νοσήματα, φτάνοντας στο 20 με 30%.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της λιστερίωσης περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιβιοτικών για διάστημα που εξαρτάται από την εντόπιση της νόσου. Φάρμακο εκλογής θεωρείται η αμπικιλλίνη, ενώ συχνά στο θεραπευτικό σχήμα προστίθεται και η γενταμυκίνη.

Όταν διαγνωστεί η λοίμωξη στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η άμεση χορήγηση αντιβιοτικών στην έγκυο γυναίκα μπορεί να προλάβει τη λοίμωξη του εμβρύου ή του νεογνού. Τα νεογνά που νοσούν λαμβάνουν την ίδια αντιμικροβιακή αγωγή με τους ενήλικες.

Η μετάδοση του νοσήματος συνήθως προκαλείται με τους εξής τρόπους:

  • Μέσω της εντερο-στοματικής οδού με την κατανάλωση τροφίμων που έχουν μολυνθεί από ασθενείς ή ασυμπτωματικούς φορείς του νοσήματος. Αν και τα υγιή άτομα μπορεί να καταναλώσουν μολυσμένα τρόφιμα χωρίς να νοσήσουν, τα ευπαθή άτομα (ηλικιωμένοι, ανοσοκατεσταλμένοι κ.λπ.) είναι πιθανό να νοσήσουν από λιστερίωση ακόμα και μετά την κατανάλωση τροφίμων με μικρό μικροβιακό φορτίο. Τα λαχανικά μπορεί να μολυνθούν από το χώμα ή από την κοπριά, ειδικά όταν αυτή χρησιμοποιείται ως λίπασμα.
  • Μέσω της επαφής με πάσχοντα ζώα ή με τις αποκρίσεις τους.
  • Από τη μητέρα στο έμβρυο είτε μέσω του πλακούντα κατά τη διάρκεια της κύησης είτε κατά τον τοκετό.

Η περίοδος επώασης του νοσήματος μπορεί να διαφέρει και είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με άλλα τροφιμογενή νοσήματα, κυμαίνοντας από 3 έως και 70 ημέρες μετά την κατανάλωση μολυσμένου τροφίμου. Η μέση περίοδος επώασης εκτιμάται περίπου στις 3 εβδομάδες.

Τα μολυσμένα άτομα μπορούν να διασπείρουν το παθογόνο για αρκετούς μήνες, ενώ ασυμπτωματική φορία παρατηρείται σε περίπου 5% των μολυσμένων ατόμων. Αυτό το ποσοστό αυξάνεται σημαντικά σε ορισμένες ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως οι εργαζόμενοι σε σφαγεία και εργαστήρια που έρχονται σε επαφή με δυνητικά μολυσμένα δείγματα, καθώς και οι στενές επαφές ατόμων που νοσούν.

Επίσης, οι μητέρες μολυσμένων νεογνών μπορούν να διασπείρουν το βακτήριο μέσω των κολπικών εκκρίσεων και των ούρων για έως και 10 ημέρες μετά τη γέννηση.

Διαβάστε ακόμη