Σημαντικές αποκλίσεις εξακολουθούν να χωρίζουν την ελληνική αγορά εργασίας από τις υπόλοιπες αγορές της Ε.Ε., σύμφωνα με σχετική ανάλυση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.Αποκλίσεις, οι οποίες συντηρούνται και από τα σχετικά χαμηλά ποσοστά απασχόλησης που καταγράφονται στη χώρα μας.

Αγορά εργασίας – Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Ειδικότερα, ενώ το γ΄ τρίμηνο του 2021 το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών στην Ελλάδα ανέκαμψε και διαμορφώθηκε στο 60,1%, εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της ΕΕ κατά 8,8 και 9,2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.

Εξετάζοντας την απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης στα υπόλοιπα κράτη-μέλη έναντι της χώρας μας, το Ινστιτούτο παρατηρεί ότι αυτή –με εξαίρεση την Ιταλία, όπου το ποσοστό απασχόλησης βρίσκεται σε οριακά χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με την Ελλάδα– κυμαίνεται από 3,5 και 6,3 ποσοστιαίες μονάδες (στην Ισπανία και στο Βέλγιο αντίστοιχα) και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, ξεπερνά τις 16 ποσοστιαίες μονάδες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αντίστοιχες αποκλίσεις πριν από την ένταξη της Ελλάδας στα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής ήταν αρκετά μικρότερες.

Τα στοιχεία για την αγορά εργασίας στην Ελλάδα

Ενδεικτικά, συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της ΕΕ, η απόκλιση το γ’ τρίμηνο του 2008 ήταν μόλις 4,4 και 3,6 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, ενώ η Ελλάδα παρουσίαζε υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης συγκριτικά με την Ιταλία και τη Μάλτα. Μεγάλη όμως παραμένει στην Ελλάδα και η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών, η οποία το γ΄ τρίμηνο του 2021 διαμορφώθηκε στις 18,8 ποσοστιαίες μονάδες,6 0,6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη έναντι του γ΄ τριμήνου του 2020 και ίση με εκείνη του γ’ τριμήνου του 2019.

Τονίζεται ότι, συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, στη χώρα μας το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών το γ΄ τρίμηνο του 2021 υπολειπόταν κατά 13,4 ποσοστιαίες μονάδες, με τη μεγαλύτερη απόκλιση να καταγράφεται έναντι της Ολλανδίας (27,5 ποσοστιαίες μονάδες) και της Γερμανίας και της Λιθουανίας (22,2 ποσοστιαίες μονάδες), και τη μικρότερη έναντι της Ισπανίας (8 ποσοστιαίες μονάδες) και του Βελγίου (12,4 ποσοστιαίες μονάδες).7 Αν και χαμηλότερη συγκριτικά με εκείνη στις γυναίκες, μεγάλη παραμένει και η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης των ανδρών στις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης έναντι της Ελλάδας, με εξαίρεση την Ιταλία, την Ισπανία και το Βέλγιο, όπου καταγράφονται χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης έναντι της Ελλάδας.

Ιδιαίτερα χαμηλές είναι οι επιδόσεις της Ελλάδας και όσον αφορά τη μετάβαση άνεργων ανδρών και γυναικών σε καθεστώς απασχόλησης. Ενδεικτικά, μεταξύ των γυναικών που ήταν άνεργες το β΄ τρίμηνο του 2021 το ποσοστό εκείνων που βρήκαν μια θέση εργασίας το γ΄ τρίμηνο του 2021 ήταν χαμηλότερο κατά 5,9 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με εκείνο στην Ισπανία, 9,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με αυτό στην Πορτογαλία και 23,9 ποσοστιαίες μονάδες έναντι εκείνου στην Κύπρο.

αγορά εργασίας

Σημειώνεται, ότι το γ΄ τρίμηνο του 2021 η χώρα μας κατέγραψε υψηλότερο ποσοστό μετάβασης των άνεργων γυναικών σε καθεστώς απασχόλησης μόνο έναντι της Σλοβακίας. Όσον αφορά τους άνεργους άνδρες, η Ελλάδα εμφάνισε επίσης το γ΄ τρίμηνο του 2021 πολύ χαμηλότερα ποσοστά μετάβασης στην απασχόληση έναντι όλων των υπόλοιπων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, πλην της Σλοβακίας.

Η μεγαλύτερη απόκλιση του ποσοστού μετάβασης των άνεργων ανδρών σε καθεστώς απασχόλησης εμφανίστηκε το γ΄ τρίμηνο του 2021 έναντι της Ιρλανδίας (23,9 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ η μικρότερη έναντι της Ιταλίας (0,8 ποσοστιαίες μονάδες).

Σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα διατηρείται στη χώρα μας και το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας, το οποίο το γ΄ τρίμηνο διαμορφώθηκε στο 67,1%, 3,9 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2020 και 6,6 χαμηλότερα έναντι του γ΄ τριμήνου του 2019. Το πρόβλημα της μακροχρόνιας ανεργίας στη χώρα μας εντοπίζεται κυρίως στις γυναίκες, με το ποσοστό εκείνων που είναι μακροχρόνια άνεργες να διαμορφώνεται το γ΄ τρίμηνο του 2021 στο 69,2%, έναντι 64,3% στους άνδρες. Επίσης, όσον αφορά τη μακροχρόνια ανεργία, η Ελλάδα καταγράφει σε σχέση με τις υπό εξέταση ευρωπαϊκές οικονομίες τη χειρότερη επίδοση (Διάγραμμα 8).

Ενδεικτικά, η απόκλιση του ποσοστού των ατόμων που παραμένουν στη χώρα μας άνεργοι πάνω από 12 μήνες κυμαίνεται από 7,4 και 7,5 ποσοστιαίες μονάδες (συγκριτικά με την Ιταλία και τη Σλοβακία αντίστοιχα) έως και άνω των 40 ποσοστιαίων μονάδων, όπως στην περίπτωση της Εσθονίας, της Μάλτας και της Ολλανδίας.

Οι αποκλίσεις αυτές μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων κρατών- μελών της Ευρωζώνης είναι κατά βάση υψηλότερες όσον αφορά τον γυναικείο πληθυσμό, με τη σχετική διαφορά να ανέρχεται έως και τις 45,8 ποσοστιαίες μονάδες στην περίπτωση της Ολλανδίας. Αντίθετα, η απόκλιση του ποσοστού της μακροχρόνιας ανεργίας των ανδρών έναντι των αντίστοιχων ποσοστών στα υπόλοιπα κράτη-μέλη, αν και πολύ υψηλή, κυμαίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε επίπεδα χαμηλότερα, έναντι εκείνης των γυναικών.

Η ανισότητα των δύο φύλων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα

Η ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων δεν αφορά μόνο τις ευκαιρίες απασχόλησης, αλλά και τις αποδοχές των γυναικών έναντι των ανδρών. Το Διάγραμμα 9 αποτυπώνει τον αριθμό των γυναικών που βρίσκονται σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο σε σχέση με τον αντίστοιχο αριθμό των ανδρών.

Τον Δεκέμβριο του 2020 υπήρχαν περισσότερες γυναίκες που λάμβαναν μισθούς χαμηλότερους από τον κατώτατο, οι οποίες εργάζονταν κυρίως σε θέσεις ημιαπασχόλησης. Με εξαίρεση τα μισθολογικά κλιμάκια των 1.000 έως 1.300 ευρώ, όπου καταγράφεται σχετικά ίσος αριθμός γυναικών και ανδρών, στα υπόλοιπα μισθολογικά κλιμάκια υπάρχουν πολλοί περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες.

Επιπλέον, όσο κινούμαστε σε υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια τόσο περισσότερο μειώνεται ο αριθμός των γυναικών που λαμβάνουν υψηλούς μισθούς. Σε μισθούς που υπερβαίνουν τις 3.000 ευρώ η αναλογία μεταξύ γυναικών και ανδρών είναι μικρότερη της μίας γυναίκας προς δύο άντρες.