Μια ενδιαφέρουσα αλλά και άκρως ανησυχητική αντίφαση παρουσιάζει η ελληνική αγορά εργασίας: ενώ τα στοιχεία της Eurostat για το 2024 καταρρίπτουν ένα βαθιά ριζωμένο στερεότυπο, ότι δηλαδή οι Έλληνες εργάζονται λίγο, αναδεικνύοντας τη χώρα μας πρωταθλήτρια στις ώρες εβδομαδιαίας εργασίας, την ίδια στιγμή δείχνουν ότι η παραγωγικότητα της εργασίας αυτής παραμένει χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει επανειλημμένως επισημανθεί τόσο από διεθνείς οργανισμούς όσο και από Ελληνες ειδικούς, καταδεικνύοντας τις σοβαρές συνέπειες του φαινομένου τόσο για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας όσο και για την κοινωνική συνοχή. Κι αυτό θα μπορούσε να παρουσιαστεί μέσω μιας ακόμη αντίφασης: Οι Ελληνες εργαζόμενοι υποχρεώνονται να δουλεύουν περισσότερες ώρες για να επιτύχουν υψηλότερα εισοδήματα, καθώς ο μέσος ετήσιος μισθός προσαρμοσμένος για πλήρη απασχόληση στη χώρα μας είναι περίπου 17.000 ευρώ, όμως η χαμηλή παραγωγικότητα περιορίζει τις δυνατότητες για αύξηση των μισθών και βελτίωση των συνθηκών εργασίας, με αποτέλεσμα ο μέσος μισθός στην Ελλάδα να αντιστοιχεί περίπου στο 45% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αναλυτικά, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα, προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), οι Ελληνες εργαζόμενοι απασχολούνται κατά μέσον όρο 39,8 ώρες την εβδομάδα, όταν ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης των 27 κρατών-μελών βρίσκεται στις 36 ώρες. Η Ελλάδα, μάλιστα, καταλαμβάνει σταθερά την πρώτη θέση σε επίπεδο Ευρώπης όσον αφορά τις εβδομαδιαίες ώρες απασχόλησης, ακολουθούμενη από χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Βουλγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία. Ωστόσο, η αυξημένη διάρκεια εργασίας δεν μεταφράζεται σε αντίστοιχα υψηλή παραγωγικότητα. Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα στην Ελλάδα παραμένει περίπου στο 60% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, επίσης για το 2024. Αντίθετα, άλλες χώρες της Ε.Ε. με σαφώς χαμηλότερες μέσες ώρες εργασίας επιτυγχάνουν πολύ υψηλότερη παραγωγικότητα ανά ώρα.

Η αντίφαση αυτή δεν είναι καινούργια. Οι ειδικοί κρούουν συνεχώς τον κώδωνα του κινδύνου, ζητώντας στην πράξη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Θέτουν μάλιστα, με στόχο την αντιστροφή αυτής της κατάστασης, ως βασική προϋπόθεση την υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής αναβάθμισης της παραγωγικότητας, μέσα από επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και αυτοματοποίηση, αναδιάρθρωση των επιχειρησιακών δομών, στροφή της παραγωγικής δραστηριότητας σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, κίνητρα για τη δημιουργία καινοτόμων επιχειρήσεων και ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Οπως εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο γενικός γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων του υπουργείου Εργασίας Νίκος Μηλαπίδης, το γεγονός ότι δουλεύουμε πολύ και παράγουμε λίγο οφείλεται στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας:

α) Εχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχόλησης στην Ε.Ε. (26% έναντι 13%), όπου δεν υπάρχουν ωράρια.

β) Εχουμε υψηλά ποσοστά πλήρους απασχόλησης σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα (93,4% έναντι 81,2% στην Ε.Ε.).

γ) Το κυριότερο, η οικονομία μας στηρίζεται σε κλάδους υπηρεσιών χαμηλής εξειδίκευσης με διευρυμένα ωράρια, όπως ο τουρισμός, η εστίαση, το λιανεμπόριο και η γεωργία.

Σύμφωνα με τον κ. Μηλαπίδη, η αύξηση της παραγωγικότητας, που είναι βασικό ζητούμενο και λόγω δημογραφικού, θα προέλθει από την αύξηση των επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες που θα δημιουργήσουν καλοπληρωμένες θέσεις υψηλής εξειδίκευσης σε συνδυασμό με διαρκή κατάρτιση στους εργαζομένους. Μάλιστα, ο γενικός γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων επισημαίνει ότι όσο πιο γρήγορα αυξηθούν οι επενδύσεις στην Ελλάδα, τόσο πιο γρήγορα θα αυξηθούν η παραγωγικότητα και οι μισθοί, επιτυγχάνοντας και λιγότερες ώρες απασχόλησης. «Στη μετάβαση αυτή, ο ρόλος της βιομηχανίας, της πληροφορικής και της μεταποίησης είναι καθοριστικός», καταλήγει.

Επιπλέον παράγοντες που επισημαίνονται από τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων είναι η υπερφορολόγηση και η γραφειοκρατία, λόγω της ύπαρξης των οποίων οι επιχειρήσεις διστάζουν να επενδύσουν σε καινοτόμες υποδομές και εκσυγχρονισμό του παραγωγικού τους εξοπλισμού. Η απουσία τεχνολογικού εκσυγχρονισμού επιβραδύνει τους ρυθμούς παραγωγής, αυξάνει το κόστος λειτουργίας και, τελικά, συμπιέζει την παραγωγικότητα.

Τέλος, η ΓΣΕΕ θέτει στον πυρήνα του προβλήματος και τη χαμηλή κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις (μόλις το 30% εντάσσεται σε ΣΣΕ), αλλά και την αποδόμηση των μηχανισμών συλλογικής διαπραγμάτευσης, που εμποδίζουν τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου και παραγωγικού εργασιακού προτύπου, με αποτέλεσμα την εντατικοποίηση της εργασίας, χωρίς επένδυση στην ποιότητα αυτής.

Διαβάστε ακόμη: