Η αναγγελία του mega-deal της UBS με την Credit Suisse με την υπερμεγέθη στήριξη από την Ελβετική Κεντρική Τράπεζα και τη διαγραφή των τραπεζικών ομολόγων της δεύτερης, δεν έκλεισε τον κύκλο των ανησυχιών για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Έτσι, την περασμένη Παρασκευή οι αγορές αμφισβήτησαν το σχέδιο επαναγοράς του χρέους της Deutsche Bank που στο παρελθόν απασχόλησε με τη χαμηλή ποιότητα του ενεργητικού της τις αγορές, με τα ασφάλιστρα κινδύνου της τράπεζας (τα CDS) να εκτοξεύονται!
Με το Γερμανό Καγκελάριο να σπεύδει να διαβεβαιώσει για τη χρηματοοικονομική υγεία της μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας και την ΕΚΤ να διατελεί σε επαγρύπνηση.
Την ίδια ώρα, η Federal επιμένει να προτάσσει ως προτεραιότητά της τη μείωση του πληθωρισμού διαμορφώνοντας τα παρεμβατικά της επιτόκια στο 5% (+25 μ.β.) εκτιμώντας ότι η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας μπορεί να γίνει με άλλα εργαλεία.
Μεταξύ άλλων, με την αλληλεγγύη των ισχυρών τραπεζικών ομίλων, της J.P.Morgan, της Bank of America και της Citigroup που υποβοηθούν τους αδύναμους κρίκους (Silicon Valley Bank, Pacific West Bank κοκ) από τις 4.700 αμερικανικές τράπεζες για τις οποίες η εποπτεία δεν είναι λεπτομερειακή, ούτε για την αποτελεσματική διαχείριση του επιτοκιακού κινδύνου!
O Δημήτρης Τζάνας, Σύμβουλος Διοίκησης, Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ
Με αυτά τα δεδομένα οι αναταράξεις στις διεθνείς αγορές είναι δικαιολογημένες, χωρίς ωστόσο να είναι μέχρι τώρα δυνατό να υποστηριχθεί αν το σκηνικό αυτό προοιωνίζει μια συστημική κρίση ανάλογη εκείνης που ξεκίνησε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008.
Διαφαίνεται πάντως, ότι οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν αντιληφθεί ότι οι επιτοκιακές αυξήσεις συνιστούν τον καταλύτη εκείνο που διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για «τραπεζικά ατυχήματα», ενώ ταυτόχρονα το παγκόσμιο χρέος έχει εκτοξευθεί στο τέλος του 2022 στο 342% του παγκόσμιου ΑΕΠ και πολλοί δανειολήπτες (χώρες-επιχειρήσεις και νοικοκυριά) δυσκολεύονται ήδη να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους.
Θα είναι επομένως κρίσιμες οι αποφάσεις που θα ληφθούν για τα παρεμβατικά επιτόκια από τις Κεντρικές Τράπεζες στις επόμενες συνόδους τους.
Το ελληνικό χρηματιστήριο αναπόφευκτα επηρεάζεται από το προαναφερόμενο σκηνικό τραπεζικών αναταράξεων με το Γ.Δ. να έχει ήδη πετύχει μια αξιοσημείωτη νίκη στην αναμέτρησή του με τις 1.000 μονάδες.
Με τον τραπεζικό κλάδο να έχει τις προϋποθέσεις να αναδείξει τις ιδιαιτερότητές του όταν ξεκινήσει η δημοσιοποίηση των μεγεθών του για το 1ο τρίμηνο προς το τέλος Μαΐου, όποτε θα διαφανεί η χρηματοοικονομική του υγεία αλλά και η βελτιωμένη κερδοφορία του.
Την ίδια ώρα, ο στόχος της φετινής ανάπτυξης αναπροσαρμόζεται από το Υπουργείο Οικονομικών στο +2,3%, με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να βελτιώνεται θεαματικά στο ξεκίνημα του έτους και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις να προοιωνίζουν επίδοση-ρεκόρ για το 2023.
Ωστόσο, Goldman Sachs και J.P. Morgan διατηρούν στάση αναμονής τόσο για τις μετοχές όσο και για τα ομόλογα μέχρις ότου συντελεστεί η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία, που θα γίνει μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας που ξεκινά στις 21 Μαΐου.
Με τα βλέμματα να στρέφονται καθημερινά στις δημοσκοπήσεις που θα δημοσιεύονται.
Ως τότε, η επιφυλακτική στάση της επενδυτικής κοινότητας θα συντηρεί πιθανότατα τη συναλλακτική υποτονικότητα και θα προσπερνά και τις ποιο κραυγαλέες επενδυτικές ευκαιρίες στο ελληνικό χρηματιστήριο, καθώς θα κυριαρχεί η εισαγόμενη αυξημένη αποστροφή προς τον επενδυτικό κίνδυνο!