«Τα προβλήματα που ήδη αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις (οικονομικές πολιτικές μνημονίων, συνέπειες της πανδημίας, έλλειψη ρευστότητας κ.α.) επιδεινώθηκαν και γιγαντώθηκαν λόγω της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία» τονίζει μεταξύ άλλων σε επιστολή του στους υπουργούς Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνι Γεωργιάδη, Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα, και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα, ο Πρόεδρος του ΒΕΘ Αναστάσιος Καπνοπώλης.
Ολόκληρη η επιστολή:
«Το Διοικητικό Συμβουλίου του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της συνεδρίασής του, εξέτασε τη νέα κατάσταση που δημιουργείται τόσο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που εκπροσωπεί όσο και για συνολικά την ελληνική κοινωνία και τους πολίτες της.
Ομόφωνα το Δ.Σ. διαπίστωσε ότι τα προβλήματα που ήδη αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις (οικονομικές πολιτικές μνημονίων, συνέπειες της πανδημίας, έλλειψη ρευστότητας κ.α.) επιδεινώθηκαν και γιγαντώθηκαν λόγω της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Μίας εισβολής σε μία ανεξάρτητη χώρα την οποία απερίφραστα καταδικάζει το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης.
Ωστόσο αντιλαμβανόμαστε ότι τα αίτια των περισσότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε είναι υπερθετικά εν τούτοις θεωρούμε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προσπαθήσει να συνδράμει τις επιχειρήσεις με κάθε τρόπο. Δεδομένων των ανωτέρω και αντιλαμβανόμενοι ότι μπροστά μας έχουμε να αντιμετωπίσουμε δυσκολότερες καταστάσεις, ζητούμε:
- Μεγαλύτερη ρευστότητα μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων,
- Φθηνότερη και ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση μέσω των τραπεζών,
- Χαμηλότερη φορολογία για ιδιώτες και επιχειρήσεις με επιβράβευση της φορολογικής συνέπειας,
- Ευνοϊκότερο επιχειρηματικό περιβάλλον με ένα ευέλικτο, αλλά ασφαλές πλαίσιο χωρίς γραφειοκρατία,
- Αποκλιμάκωση πληθωρισμού, ενεργειακής ακρίβειας και ομαλοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας,
- Επιδότηση των βιοτεχνικών παραγωγικών επιχειρήσεων, σε ποσοστό 80% επί της ρήτρας αναπροσαρμογής, στο ηλεκτρικό ρεύμα και όχι έκπτωση επί του λογαριασμού,
- Κατάργηση της επιστροφής της Επιστρεπτέας Προκαταβολής,
- Χρονική μετάθεση των υποχρεώσεων που έχουν οι επιχειρήσεις.
Ο πληθωρισμός
Η ανησυχητική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί έρχεται λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση της εκτόξευσης του πληθωρισμού κατά 7,5% στο 6,2% τον Ιανουάριο από -1,3% τον ίδιο μήνα του 2021.Το βέβαιο είναι, σύμφωνα με την ήδη διαμορφωθείσα κατάσταση, πως ο πληθωρισμός αυξάνεται μήνα με τον μήνα λόγω του ξέφρενου ράλι στις τιμές της ενέργειας και σε μια σειρά άλλων προϊόντων δημιουργώντας ένα δυσοίωνο τοπίο για τον επιχειρηματικό κόσμο και τα νοικοκυριά. Και παρά τις επιδοτήσεις λογαριασμών σε σειρά επιχειρήσεων το πρόβλημα δεν φαίνεται να αναχαιτίζεται εύκολα.
Οι αυξήσεις των δαπανών στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών, είναι ξεκάθαρο πως έχουν συμπιέσει δραστικά την αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται ο εντοπισμός και η λήψη μέτρων κατά των αθέμιτων πρακτικών όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις με τις αυξήσεις τιμών σε μια σειρά προϊόντων. Κατά συνέπεια, αναγκαίες είναι:
-η μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης από το 13% στο 6%
-η αύξηση της επιδότησης στην ενέργεια και ειδικότερα ο διπλασιασμός της επιδότησης των επιχειρήσεων για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων
-η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα.
Παράλληλα, η ΕΕ θα πρέπει να κάνει χρήση του «όπλου» που διαθέτει η ζώνη του ευρώ για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων. Είναι αδήριτη ανάγκη να υπάρξει συντονισμένος και συλλογικός σχεδιασμός, που θα περιλαμβάνει την επισταμένη επιτήρηση των αριθμών και την ανάληψη δράσεων. Αναφορικά με τις επιμέρους πολιτικές αποφάσεις των κρατών-μελών, στοίχημα είναι να μη διαταραχθεί εκ νέου ο άξονας προσφοράς/ζήτησης, επιτείνοντας το πρόβλημα σε ένταση και διάρκεια.
Ρευστότητα – Χρηματοδότηση
Το πιο αδύναμο, εδώ και χρόνια, σημείο της ελληνικής επιχειρηματικότητας και δη της μικρομεσαίας είναι η πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση. Μεγάλης σημασίας, είναι η ταχεία ρύθμιση των υφιστάμενων δανειακών υποχρεώσεων. Καθώς οι καθυστερήσεις πολύ συχνά, μετατρέπουν την πρόοδο μιας επιχείρησης σε αδιέξοδο, ακυρώνοντας κοπιώδεις προσπάθειες και πρωτότυπες ιδέες.
Η παρούσα κατάσταση, είναι ασύμφορη για όλους τους εμπλεκόμενους. Για τους δανειολήπτες, που μπλοκάρονται από χρηματοδοτικά εργαλεία και από μια δεύτερη ευκαιρία.
Αλλά και για τις τράπεζες, που καθυστερούν να επανενεργοποιήσουν τη χρηματοδότηση, μια από τις βασικότερες λειτουργίες τους. Η αντιμετώπιση του φαινομένου γίνεται ακόμη πιο επείγουσα, δεδομένης της χρονικής συγκυρίας. Η χώρα μας, ετοιμάζεται να δεχτεί ένα μεγάλο ύψος επιδοτήσεων και κονδυλίων από το ταμείο Ανάκαμψης, τον νέο Αναπτυξιακό και το νέο ΕΣΠΑ. Η απορρόφηση τους αποτελεί μεγάλο στοίχημα, καθώς πρόκειται για τεράστια ποσά, που απαιτούν την άμεση κινητοποίηση των ιδιωτικών επενδύσεων και συνεργειών. Ο δανειοδοτικός ρόλος των τραπεζών είναι σχεδόν αυτονόητος, για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Αυτό που χρειάζεται επομένως, είναι η αλλαγή τραπεζικής φιλοσοφίας, που θα επιτρέψει στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες να ενταχθούν, τόσο στις λίστες των δανειοληπτών, όσο και σε αυτές των επιλέξιμων υποψηφίων για τα αναπτυξιακά προγράμματα. Αξίζει να σημειωθεί πως θα πρέπει να υπάρξει κατάργηση της εισφοράς 0,6% του Ν.128/75 στα δάνεια που χορηγούνται από τα τραπεζικά ιδρύματα στις επιχειρήσεις καθώς και διαγραφή των τόκων.
O πιο υπεύθυνος τρόπος για την αλλαγή αυτή, που δεν εγκυμονεί την απειλή επιστροφής σε λάθη του παρελθόντος και στην ασύστολη διανομή χρημάτων άνευ κριτηρίων, έγκειται στην επιτάχυνση των δανειακών ρυθμίσεων και την παροχή κινήτρων στους καλοπληρωτές δανειολήπτες της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.