Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται επί μήνες πλέον, ύστερα από την εισβολή της Ρωσίας στη χώρα. Από την άλλη, οι κυρώσεις από και προς τη Ρωσία κλιμακώνονται, διατηρώντας σε υψηλό επίπεδο την αβεβαιότητα για τη διάρκεια και τις διαστάσεις που μπορούν να λάβουν οι εχθροπραξίες, όπως επισημαίνει στην πρόσφατη έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το ΙΟΒΕ.

Σε συνδυασμό με τις έως τώρα ισχυρές αυξητικές επιδράσεις στις τιμές κυρίως των ενεργειακών προϊόντων, αλλά και ορισμένων πρώτων υλών και τροφίμων, καθώς και τις αναταράξεις που έχει επιφέρει στη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων, ο πόλεμος θα είναι ο πλέον καθοριστικός παράγοντας των οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων τουλάχιστον κατά το τρέχον έτος. Είναι δε αρκετά πιθανό οι επιπτώσεις του να επεκταθούν και στα προσεχή έτη.

Σε ό,τι αφορά τις πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο των τιμών, οι πληθωριστικές πιέσεις κλιμακώθηκαν έντονα τους τελευταίους μήνες, από τις δυσχέρειες παγκοσμίως στον εφοδιασμό σε ορισμένα ενεργειακά προϊόντα, σε καταναλωτικά αγαθά (π.χ. ηλιέλαιο) και πρώτες ύλες (π.χ. μέταλλα εξορυσσόμενα σε Ρωσία και Ουκρανία), εξαιτίας του πολέμου, αλλά και της συνεχόμενης ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας, έστω με ηπιότερο ρυθμό από ότι το 2021.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, οι παραπάνω εξελίξεις επενεργούν ανασχετικά στην αποκλιμάκωση των τιμών βασικών ενεργειακών προϊόντων, καθώς και άλλων εμπορευμάτων, επιβραδύνοντας την οικονομική ανάκαμψη παγκοσμίως.

Οι υψηλές τιμές συντηρούνται εν μέρει και από τα μέτρα για την άμβλυνση των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης στις αναπτυγμένες οικονομίες, που διατηρούν μεγάλο τμήμα της ζήτησης για ενέργεια.

Η μεγάλη διάρκεια και η ένταση της αύξησης των τιμών, έχουν ως αποτέλεσμα τη διάχυσή τους σε κλάδους στην παραγωγική διαδικασία των οποίων η σημασία των ακριβών εμπορευμάτων ως πρώτες ύλες είναι υψηλή.

Για παράδειγμα, εγχωρίως σημειώνεται τους τελευταίους μήνες ισχυρή αύξηση τιμών στους κλάδους παραγωγής προϊόντων διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών και στα ξενοδοχεία-καφέ-εστιατόρια.

Από την άλλη πλευρά, στις θετικές οικονομικές εξελίξεις εγχωρίως στο δεύτερο τρίμηνο του 2022 περιλαμβάνονται:

α) η συνέχιση της σημαντικής ενίσχυσης της τουριστικής κίνησης σε σχέση με ένα χρόνο πριν παρά τον πόλεμο, που περιορίζει την απόσταση από τα επίπεδα του 2019 και

β) η εκταμίευση της πρώτης δόσης ύψους €3,6 δισεκ. από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενώ συνεχίζεται με ταχείς ρυθμούς η ένταξη έργων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) στο ΕΣΠΑ.

Στο επίκεντρο οι επενδύσεις

Ειδικά ως προς τις αναμενόμενες εξελίξεις στο πεδίο των επενδύσεων, το γεγονός ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται επί τετράμηνο, χωρίς να διαφαίνεται πως θα λήξει σύντομα, σε συνδυασμό με τις διαδοχικές δέσμες κυρώσεων που έχουν επιβληθεί, κυρίως στο εμπόριο ενεργειακών προϊόντων, έχει μεταβάλει ορισμένες από τις καθοριστικές επενδυτικές παραμέτρους, πιθανότατα μέσο-μακροπρόθεσμα.

Όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ στην έκθεσή του, αυτές σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος και τις τιμές ορισμένων άλλων πρώτων υλών οι οποίες προέρχονταν σε σημαντικό βαθμό από τη Ρωσία και την Ουκρανία, η αύξηση των οποίων επηρεάζει σημαντικά τα λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων και ακολούθως, το περιθώριο κέρδους τους.

Επιπλέον, οι ανακατατάξεις που προκαλούνται στις αλυσίδες αξίας στις οποίες συμμετέχουν ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και επιχειρήσεις από άλλες χώρες της ΕΕ, βασικού εξαγωγικού προορισμού της Ελλάδας, των οποίων οι εγχώριες επιχειρήσεις είναι προμηθευτές, μεταβάλλουν τις προοπτικές των επιχειρήσεων και τον επενδύσεων, με τρόπο και σε βαθμό, ο οποίος είναι πρόωρο να εκτιμηθεί.

Βεβαίως, είναι πιθανό από τέτοιες εξελίξεις να ενισχυθεί ο ρόλος ορισμένων εγχώριων επιχειρήσεων με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε δραστηριότητες στις οποίες κυριαρχούσαν στο παρελθόν επιχειρήσεις από τη Ρωσία.

Ο ιδιαίτερα υψηλός, ανερχόμενος πληθωρισμός εξαιτίας του αυξημένου ενεργειακού κόστους και των αρνητικών επενεργειών του, έχει πυροδοτήσει τη σταδιακή αύξηση των επιτοκίων παρέμβασης, εξέλιξη η οποία αυξάνει το κόστος κεφαλαίου για τις επιχειρήσεις και περιορίζει το βαθμό απόδοσης των επενδύσεών τους.

Η διάρκεια του πολέμου θα είναι ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για την ένταση των παραπάνω επιδράσεων. Ως προς άλλους παράγοντες που καθορίζουν τις επενδυτικές αποφάσεις, ο υψηλός δανεισμός επιχειρήσεων από το 2020, που αναμένεται να συνεχιστεί φέτος με πολύ χαμηλότερο ρυθμό, έχει διαμορφώσει δυνατότητα πραγματοποίησης επενδύσεων από ένα σημαντικό τμήμα της επιχειρηματικότητας, όπως έχει τονιστεί σε προηγούμενες εκθέσεις του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία.

Συγκεκριμένα, η υλοποίηση του «Ηρακλή ΙΙ» και του αναμενόμενου τρίτου κύκλου του συγκεκριμένου προγράμματος από τον Οκτώβριο, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην κάλυψη τυχόν αρνητικών εξελίξεων στο ενεργητικό των τραπεζών από την πανδημία, όπως μια διεύρυνση των ΜΕΔ, αλλά και ευρύτερα, στον εκτεταμένο περιορισμό τους, όπως ήδη φάνηκε από τις σχετικές ενέργειες των τραπεζικών ιδρυμάτων και τα αποτελέσματά τους στο δεύτερο και το τρίμηνο της προηγούμενης χρονιάς.

Έτσι, ευνοείται η πιστωτική επέκταση το 2022 και από αυτόν τον παράγοντα. Σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις, η ανοδική τάση τους συνεχίστηκε στις αρχές του 2022, αλλά ηπιότερα.

Στη συνέχεια του έτους είναι πλέον πιθανή η περαιτέρω επιβράδυνσή τους, με ενδεχομένη την ανακοπή της ανόδου, για την κάλυψη του αυξημένου κόστους διαβίωσης, από τον υψηλό ρυθμό πληθωρισμού. Το δανειακό σκέλος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελέσει μια επιπλέον πηγή κεφαλαίων για τις τράπεζες από φέτος.

Ως προς τους κλάδους οι οποίοι αναμένεται να αξιοποιήσουν τη διαθέσιμη ρευστότητα, επιχειρήσεις από δραστηριότητες της Μεταποίησης, η ζήτηση των οποίων είτε σχετίζεται με την υγειονομική κρίση, είτε παρουσίασαν ανθεκτικότητα σε αυτή (π.χ. φάρμακα, κατασκευή Η/Υ, πλαστικά), θεωρούνται οι πλέον πιθανές να διευρύνουν την επενδυτική δραστηριότητά τους.

Η έντονη ανάκαμψη του διεθνούς τουρισμού το 2021, η οποία θα συνεχιστεί φέτος ισχυρότερη, θα αναθερμάνει την επενδυτική δραστηριότητα στο συγκεκριμένο κλάδο. Στον αντίποδα, ανασχετικό παράγοντα στην πιστωτική επέκταση θα αποτελέσει η πολύ αργή «θεραπεία» των κόκκινων δανείων εκτός του ισολογισμού των τραπεζών.

Ο ρόλος των κρατικών ενισχύσεων

Όπως έχει επισημανθεί σε εκθέσεις του ΙΟΒΕ, οι ενισχύσεις από τις έκτακτες δράσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας σε επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους (π.χ. επιστρεπτέα προκαταβολή, ταμείο εγγυοδοσίας επιχειρήσεων, επιδότηση τόκων δανείων και κεφαλαίου κίνησης), παρότι δεν αφορούσαν σε επενδύσεις, αποτυπώθηκαν εν μέρει στις επενδυτικές δαπάνες στο ΑΕΠ, καθώς διατέθηκαν στο πλαίσιο του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Συνολικά το 2021 αυτού του είδους οι δαπάνες έφτασαν τα €2,9 δισεκ.

Στο αρχικό τετράμηνο του τρέχοντος έτους ήταν της τάξης των €251 εκατ., στο πλαίσιο των έκτακτων παρεμβάσεων στήριξης που υλοποιήθηκαν κατά την αρχική έξαρση της μετάλλαξης Όμικρον.

Καθώς όμως όλα τα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας που λήφθηκαν για αυτόν το σκοπό και αφορούσαν σε επιχειρήσεις άρθηκαν στο δίμηνο Φεβρουαρίου – Μαρτίου, ολοκληρώνονται και οι σχετικές δράσεις στήριξης.

Επιπλέον, δεδομένου ότι δεν αναμένεται η επαναφορά ισχυρών περιοριστικών μέτρων εξαιτίας της πανδημίας, η επίδραση του συγκεκριμένου παράγοντα στις επενδύσεις θα είναι πολύ μικρότερης έκτασης από πέρυσι.

Τη σημαντική εξασθένιση το 2022 των θετικών επενεργειών από την πλευρά του δημόσιου τομέα μέσω των έκτακτων παρεμβάσεων στήριξης εξαιτίας της πανδημίας, θα υπεραντισταθμίσουν οι διαθέσιμοι πόροι στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), σε συνδυασμό με τους εγχώριους πόρους που θα μοχλευτούν για τα επενδυτικά σχέδια τα οποία θα επιλεγούν προς στήριξη. Η πρόβλεψη επιχορηγήσεων στον προϋπολογισμό για το 2022 φθάνει τα €3,2 δισεκ.

Η σημαντική υστέρηση έναντι του στόχου δαπανών στους πρώτους πέντε μήνες, θεωρείται πως οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εκταμίευση της πρώτης δόσης από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας τον Απρίλιο, αργότερα από ότι αναμενόταν κατά τη σύνταξη του προϋπολογισμού.

Εκτιμάται πως θα επιταχυνθεί σημαντικά η υλοποίηση των επενδύσεων υπό το ΤΑΑ στο υπόλοιπο του τρέχοντος έτους. Ωστόσο, είναι πιθανή η συνέχιση της υστέρησης έναντι του στόχου, σε μικρότερο βαθμό από ότι την τρέχουσα περίοδο.

Στο έτερο σκέλος της στήριξης της επενδυτικής δραστηριότητας από το δημόσιο τομέα, μέσω του ΠΔΕ, ο υψηλότερος από ότι για το 2021 στόχος ενισχύσεων του ΠΔΕ για φέτος, ο οποίος διευρύνθηκε με τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό κατά €600 εκατ. (σύνολο €8,4 δισεκ.), το ότι ξεκινάει το ΕΣΠΑ 2021-2027, αλλά και η εμπειρία υλοποίησης του προγράμματος στο παρελθόν, οδηγούν στην πρόβλεψη πως οι δαπάνες του ΠΔΕ θα είναι σαφώς αυξημένες το 2022.

Αναμένεται να φτάσουν τουλάχιστον τα €7,5 δισεκ., από €5,8 δισεκ. πέρυσι (εξαιρουμένων των μέτρων στήριξης), παρέχοντας αντίστοιχα μεγαλύτερη στήριξη στην επενδυτική δραστηριότητα.

Η χρηματοδότηση μέσω των τραπεζών

Την ίδια ώρα, το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι, ενώ η άφθονη ρευστότητα από την ΕΚΤ, η ισχυρή ανοδική τάση στις ιδιωτικές καταθέσεις κατά την πρόσφατη διετία, καθώς και η ενεργοποίηση του δανειακού σκέλους του Ταμείου Ανάκαμψης ευνοούν την πιστωτική επέκταση από τις τράπεζες φέτος, υπάρχουν και ορισμένοι παράγοντες που μετριάζουν αυτή τη δυναμική. Ως πλέον σημαντικοί θεωρούνται:

α) η αναστολή πληρωμής δόσεων τραπεζικών δανείων, και

β) η συνεχιζόμενη στο αρχικό τρίμηνο του 2022 επιδότηση ποσοστού της δόσης δανείων (πρόγραμμα Γέφυρα ΙΙ), που δεν επιτρέπoυν την εκδήλωση της πραγματικής δυναμικής στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ).

Επίσης, οι πολύ ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις κατόπιν του πολέμου στην Ουκρανία και η αβεβαιότητα που αυτός προκαλεί για τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία προσεχώς, αναμένεται να οδηγήσουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σε χρησιμοποίηση μέρους των καταθέσεών τους, κυρίως για την κάλυψη των τρεχόντων εξόδων τους, με αποτέλεσμα των περιορισμό των διαθέσιμων επενδυτικών πόρων.

Η ανάκαμψη της αβεβαιότητας εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία περιλαμβάνεται και στις αιτίες που θα εξασθενήσουν τη ζήτηση κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, σε σύγκριση με το αναμενόμενο επίπεδό της πριν από αυτόν.

Πρόσθετος ανασχετικός παράγοντας της ζήτησης για δάνεια θα είναι η σταδιακή αύξηση των επιτοκίων δανεισμού από την ΕΚΤ, προκειμένου να μετριάσει τις πληθωριστικές πιέσεις.

Από την άλλη πλευρά, η συνεχής, έντονη ανάκαμψη σε ορισμένους κλάδους, θα τονώσει τη ζήτηση τραπεζικών πιστώσεων.

Υπό τις ευνοϊκές εξελίξεις για τη συσσώρευση κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα οι οποίες προαναφέρθηκαν, δηλαδή την παροχή άφθονης ρευστότητας από την ΕΚΤ λόγω της πανδημίας, καθώς και την ισχυρή ανοδική τάση στις ιδιωτικές καταθέσεις κατά την πρόσφατη τριετία, συνεχίστηκε η παροχή περισσότερων τραπεζικών πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.

Ωστόσο, ο σχετικός ρυθμός αποκλιμακώθηκε έντονα στην περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου πέρυσι και έκτοτε, κυμαίνεται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα εκείνων στην αρχή του 2021.

Συγκεκριμένα, η πιστωτική επέκταση διαμορφώθηκε στο 4,7% στο πρόσφατο δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 2022, έναντι 7,7% ένα χρόνο νωρίτερα.

Ο ρόλος των κοινοτικών πόρων και του Ταμείου Ανάκαμψης

Πάντως το ΙΟΒΕ υπογραμμίζει ότι, παρά την επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις, οι χρηματοδοτικές διευκολύνσεις από την ΕΚΤ, η παρατεταμένη ταχύρρυθμη διεύρυνση των καταθέσεων, αλλά και η εκκίνηση διάθεσης των δανειακών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, προβλέπεται πως θα συμβάλουν στη συνέχιση της αύξησης των πιστώσεων κατά το τρέχον έτος, έστω με χαμηλό ρυθμό.

Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν δημοσιοποιήσει προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς τους επενδυτές που επιθυμούν να λάβουν δανειοδότηση από το «Ελλάδα 2.0» για την υλοποίηση των σχεδίων τους.

Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2022, θα δημιουργηθεί και ένα ταμείο επιχειρηματικών συμμετοχών υπό την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΑΤΕ), όπως το EQUIFUND, που είχε δημιουργηθεί από το ελληνικό δημόσιο και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (ΕΤαΕ).

Ο εκτεταμένος περιορισμός των ΜΕΔ παρέχει σημαντικούς βαθμούς ελευθερίας στις τράπεζες για την παροχή πιστώσεων φέτος και τα προσεχή έτη.

Επισημαίνεται ότι οι δανειακοί πόροι οι οποίοι έχουν κατανεμηθεί έως τώρα στα τραπεζικά ιδρύματα είναι αυτοί που αντλήθηκαν πέρυσι.

Ενώ λοιπόν λαμβάνουν χώρα αυτές οι θετικές εξελίξεις, που δημιουργούν αντίστοιχες προοπτικές για την παροχή πιστώσεων, στην πλευρά των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών παραμένουν εμπόδια χρηματοδότησης.

Αυτά σχετίζονται με υφιστάμενες δανειακές υποχρεώσεις τους, ιδίως τις ληξιπρόθεσμες. Πλέον σημαντική περίπτωση αποτελεί το γεγονός ότι προϋπόθεση ένταξης των ΜμΕ πανευρωπαϊκά στα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης είναι να έχουν πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση, δηλαδή να μπορούν να αξιολογηθούν θετικά από τις τράπεζες.

Αυτή η ρήτρα χρηματοδότησης αποκλείει από τους νέους πόρους τις πολλές υπερχρεωμένες επιχειρήσεις εγχωρίως.

Στο πλαίσιο των προσπαθειών αντιμετώπισης αυτού του ζητήματος, έχουν σχεδιαστεί κίνητρα για συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, καθώς τέτοιοι εταιρικοί μετασχηματισμοί μεταξύ ΜμΕ περιλαμβάνονται στα πέντε κριτήρια επιλεξιμότητας για την πρόσβαση στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης (σχεδίου νόμου «Κίνητρα Ανάπτυξης Επιχειρήσεων, μέσω συνεργασιών και εταιρικών μετασχηματισμών».

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις του στο ενεργειακό κόστος, έχουν προξενήσει σε μέρος των επιχειρήσεων με επενδυτικά σχέδια, επιφυλακτικότητα ως προς την υλοποίησή τους. Έτσι, αυτές αναμένεται να τηρήσουν στάση αναμονής έναντι των σχετικών εξελίξεων, έως ότου διαφανεί η επίτευξη συμφωνίας κατάπαυσης του πολέμου.

Ως προς τις δυνατότητες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από το δημόσιο τομέα, παρατέθηκαν προηγουμένως στην τρέχουσα υποενότητα τα σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης δεδομένα, το οποίο θα αποτελέσει τη σημαντικότερη πρόσθετη πηγή επενδυτικών κεφαλαίων φέτος και στα επόμενα έτη.

Δεδομένου ότι ο ρυθμός διάθεσης των κεφαλαίων του ΕΤΑ περιλαμβάνεται στους παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν το μακροοικονομικό σενάριο για το 2022, εφόσον οι χρηματοδοτήσεις στο πλαίσιό του, σε επιχορηγήσεις και δάνεια, διαμορφωθούν πλησίον των στόχων στον Προϋπολογισμό για φέτος, θα συμβάλλουν στην πραγματοποίησή του.

Σε αντίθετη περίπτωση, η ώθησή τους στις επενδύσεις θα είναι μικρότερη.

Διαβάστε ακόμη: