Το Αδριάνειο υδραγωγείο που μετέφερε νερό στην Αρχαία Κόρινθο από την λίμνη Στυμφαλία, κτιριακά συγκροτήματα από την Προϊστορική εποχή ως και τη Ρωμαϊκή αλλά και  θησαυρό σπάνιων νομισμάτων, ορισμένα από τα οποία συνδέονται με τους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι μεταξύ των ευρημάτων, που  έφερε στο φως η ανασκαφή στο Χιλιομόδι της Κορινθίας.

Η ανασκαφή διενεργείται στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Αρχαίας Τενέας» υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου δρ. Έλενας Κόρκα και με φορέα υλοποίησης τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.

Αρχιτεκτονικά μέλη ρωμαϊκών και ύστερων ρωμαϊκών χρόνων

Ειδικά ο θησαυρός 29 αργυρών, αρχαίων ελληνικών νομισμάτων είναι εξαιρετικής αρχαιολογικής σημασίας και σπανιότητας καθώς περιλαμβάνει νομίσματα που χρονολογούνται από τον ύστερο 6ο αι. π.Χ. ως και τη δεκαετία του 330 π.Χ., πολλά από τα οποία είναι από τα σπανιότερα και πλέον ιστορικά νομίσματα της αρχαίας Ελλάδας. Όπως τρεις στατήρες Ήλιδος που κόπηκαν στην Ολυμπία κατά τη διάρκεια διαφορετικών Ολυμπιακών Αγώνων, έναν στατήρα της Αίγινας με χερσαία αντί για θαλάσσια χελώνα, στατήρες Στύμφαλου, Άργους και Οπουντίων Λοκρών, καθώς στατήρα Θήβας του 5ου αι. π. Χ. που απεικονίζει τον Ηρακλή να πνίγει με τα χέρια του δύο φίδια.

Καθώς η τελευταία χρονολογικά κοπή του θησαυρού δεν είναι μεταγενέστερη από τη δεκαετία του 330 π. Χ., η συγκρότηση και απόκρυψη του θησαυρού μάλλον χρονολογείται σε εκείνη τη δεκαετία. Ο θησαυρός βρέθηκε μαζί με φορητό πήλινο βωμό, μικρογραφικό αγγείο και ειδώλιο ίππου με αναβάτη. Η παρουσία του μάλιστα θεωρείται ότι συνδέεται με τα ευρήματα λατρευτικής χρήσης (γυναικεία και ζωόμορφα ειδώλια, μικρογραφικά αγγεία και άλλα) που είχαν εντοπιστεί πέρυσι στην περιοχή της ανασκαφής και συνέχισαν να εντοπίζονται και φέτος προσδίδοντας ξεκάθαρα τελετουργικό χαρακτήρα στους χώρους που αποκαλύπτονται.

Στον ίδιο χώρο βρέθηκαν και τέσσερα αργυρά νομίσματα της ύστερης Κλασικής εποχής που αποτελούν χωριστό θησαυρό: Μία δραχμή, δύο ημίδραχμα και ένα τριημιοβόλιο Κορίνθου του πρώτου μισού του 4ου αιώνα π. Χ.

Το έργο της υδροδότησης

Κατά μήκος του ποταμού «Καρκανά» και  πλησίον των ρωμαϊκών λουτρών της Αρχαίας Τενέα εντοπίσθηκε το Αδριάνειο υδραγωγείο–κατά ένα τμήμα του σε μήκος 31 μέτρων. Πρόκειται για κτιστό υδροδοτικό αγωγό με θολωτή επικονιασμένη ημικυκλικής διατομής οροφή, η επιφάνεια της οποίας ήταν ορατή κατά την αρχαιότητα. Η κατασκευή φέρει κάθετα πλευρικά εξωτερικά τοιχώματα από αργούς λίθους συνδεδεμένους με κονίαμα, ύψους 3,20 μ., τα οποία ενισχύονται σε βάθος με δεύτερη σειρά αργών λίθων συναρμοσμένους με κονίαμα, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η στατικότητα του μνημείου.

Αγγεία από την ανασκαφή της αρχαίας Τενέας

Στο εσωτερικό του αγωγού τα τοιχώματα φέρουν επίστρωση κονιάματος και ο ωφέλιμος χώρος έχει πλάτος 0,60 μ. και ύψος 1,20 μ.. Στο βάθος αυτό εντοπίζεται το αρχικό δάπεδο-πυθμένας από επικονιασμένες πήλινες πλάκες, ενώ σε μεγαλύτερο βάθος 0,70 μ. εντοπίζεται επισκευή από δεύτερο δάπεδο, που φέρει επίσης επίστρωση κονιάματος. Σε σημείο του μνημείου εξάλλου, εντοπίστηκε και φρέαρ επισκεψιμότητας, τετράγωνης διατομής (διαστάσεων 0,80 μ. x 0,80 μ.) Το φρέαρ υπερυψώνονταν της οροφής του αγωγού και στο κέντρο του εντοπίζεται τεχνητή οπή που εξυπηρετούσε την είσοδο στο εσωτερικό του αγωγού.

Αγγεία και ειδώλια από την ανασκαφή της αρχαίας Τενέας

Προϊστορικός οικισμός

Στις παρυφές του λόφου «Άγιοι Ασώματοι» ανατολικά του υδραγωγείου αποκαλύφθηκαν τα πρώτα κατάλοιπα του προϊστορικού οικισμού της Τενέας. Συγκεκριμένα ανασκάφηκαν οδικές αρτηρίες που ανήκαν σε ένα ευρύτερο πολεοδομικό πρότυπο όπου οι οικίες διαμορφώνονταν εκατέρωθεν. Αποκαλύφθηκαν τα τμήματα δύο τοίχων (διαστάσεων έκαστος 6, 50 μ. μήκος και 0,55 μ. πλάτος και 5,30 μ. μήκος και 0,50 μ. πλάτος), που ήταν κατασκευασμένοι από αργούς λίθους μεσαίου μεγέθους με συνδετικό υλικό χώμα. Χαρακτηριστική είναι η μεγάλη συγκέντρωση οπτοπλίνθων τετράγωνης κυρίως διατομής με διαμορφωμένα μέτωπα στις τέσσερεις πλευρές τους, που πιθανότατα αποτελούν την ανωδομή των τοίχων. Επιπλέον ανασκάφηκε μία  θερμική κατασκευή ελλειψοειδούς σχήματος (μήκους 1,50 μ. και πλάτους 0,90 μ.)

Αγγεία, λυχνάρια, νομίσματα, ενώτια και μία ταφή στην αρχαία Τενέα

Στο χώρο βρέθηκε όμως και σημαντική ποσότητα εργαλείων από οψιανό, χειροποίητη κεραμική από χονδροειδή και λεπτόκοκκα αγγεία με καλά λειασμένες και στιλβωμένες επιφάνειες και ποικίλα επιχρίσματα. Ανάμεσά τους, πίθοι, πρόχοι, φιάλες, σαλτσιέρες, λεκανίδες, τριποδικά αγγεία, κρατευτές και πήλινες εστίες. Επίσης, βρέθηκαν τμήματα από αρύταινες και κουτάλια, σφονδύλια, ζωόμορφα ειδώλια κριαριών και μια οστέινη κτένα.

Επισημαίνεται ακόμη,  η έντονη παρουσία εισηγμένης κεραμικής από την Αίγινα, την Αττική, την Αργολίδα και την Κόρινθο, γεγονός που υποδηλώνει τις επαφές, που είχε αναπτύξει ο συγκεκριμένος οικισμός με αυτές τις περιοχές. Τα ευρήματα του οικισμού είναι χρονολογικά σύγχρονα με αυτά του κτιστού αποθέτη που ανασκάφηκε το 2021, τα οποία ωστόσο ήταν αντικείμενα τελετουργικών αποθέσεων. Σε κάθε περίπτωση ο αποθέτης φαίνεται πως είναι μέρος του ευρύτερου οικοδομικού ιστού του συγκεκριμένου οικισμού, ο οποίος απλώνεται σε μεγάλη έκταση.

Η διαχρονία της κατοίκησης

Όσον αφορά τα κτιριακά κατάλοιπα, η έρευνα που έγινε σε αγροτεμάχια της περιοχής  έδειξε την χρήση του χώρου από τους ύστερους αρχαϊκούς ως και τους ελληνιστικούς χρόνους. Εντοπίσθηκαν  τα κατάλοιπα τεσσάρων τουλάχιστον κτιρίων, δύο μικρότερων και ενός μεγαλύτερου εντός του οποίου εμπεριέχεται και πολυτελής υπόγεια δεξαμενή με κλίμακα καθόδου – ανόδου και κεντρικό λίθο στο εσωτερικό της για τη στήριξη της στέγασής της. Επίσης εντοπίσθηκε ένα ακόμη, μεγαλύτερο κτίριο με επιμέρους δωμάτια, καθώς και με  δύο επιπλέον υπόγειες δεξαμενές, οι οποίες συνδέονται με ισχυρό τοίχο.

Αγγεία, ειδώλια και ένα επιζωγραφισμένο ακροκέραμο

Η γενικότερη εικόνα του χώρου ωστόσο δείχνει την έντονη λιθολόγηση των μνημείων κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και στην περίπτωση των δύο υπόγειων δεξαμενών την επανάχρησή τους με νέα επίστρωση κονιάματος. Κύριο χαρακτηριστικό τους πάντως,  είναι ο εντοπισμός μικρογραφικών αγγείων και ειδωλίων, ηθμοειδών αγγείων και λύχνων, που παραπέμπουν σε χρήση τελετουργικού χαρακτήρα.

Το γεγονός αυτό ενισχύεται με τον εντοπισμό της απόθεσης μικρού φορητού πήλινου βωμίσκου με μικρογραφικό σκυφίδιο και ειδώλιο ίππου με αναβάτη μαζί με τα 29 αργυρά αρχαία ελληνικά νομίσματα, που προαναφέρθηκαν. Γενικότερα, σ΄αυτό το πρώιμο στρώμα της ανασκαφής παρατηρείται έντονη διασπορά αρχαίων ελληνικών χάλκινων νομισμάτων, που προέρχονται κυρίως από τα νομισματοκοπεία της Κορίνθου, της Σικυώνας και του Άργους. Καλύπτουν χρονικά την περίοδο από τους ύστερους κλασικούς χρόνους (όπως ο χαλκούς Άργους του πρώτου μισού του 4ου αι. π. Χ.) μέχρι και τον 1ο αι π. Χ. που εκπροσωπείται από κοπές Σικυώνας που χρησιμοποιούνταν ευρέως στην Τενέα μετά την καταστροφή της Κορίνθου το 146 π. Χ.

Ο θησαυρός των 29 αρχαίων νομισμάτων

Οικιστικό συγκρότημα

Συγκρότημα με επιμέρους στεγασμένα εννέα δωμάτια εκατέρωθεν ενός υπερυψωμένου, στεγασμένου και επιμήκους προστώου – διαδρόμου εντοπίσθηκε επίσης στην περιοχή της έρευνας,  σε έκταση 300 τ.μ. Η ανασκαφή εδώ δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, ήδη όμως έχουν αποκαλυφθεί η βάση ενός κίονα, ένας αράβδωτος μονολιθικός κίονας μήκους και ένα επίκρανο που φέρει διακόσμηση με σχηματοποιημένες πριονωτές άκανθες στις δύο επιφάνειές του και φυτική παράσταση στις άλλες δύο, καθώς και τμήματα ενός ιωνικού κιονοκράνου ρωμαϊκών χρόνων με έλικες.

Στα τρία ανατολικά δωμάτια του συγκροτήματος διατηρείται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση δάπεδο από πήλινες πλάκες, επίσης βρέθηκε λινός και υπολίνιο, όπου εντοπίστηκαν τμήματα δύο μαρμάρινων κιονίσκων και γυάλινα αποτμήματα, που προέρχονταν από παράθυρα. Στο κεντρικό δωμάτιο, που είναι και το μεγαλύτερο σε σχέση με τα υπόλοιπα, εντοπίστηκαν ένθετα διακοσμητικά οστέινα πλακίδια και μια χάλκινη κλειδαριά με ανάγλυφη διακόσμηση.

Επίσης εντοπίστηκαν πολλά χάλκινα νομίσματα της ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής περιόδου και λιγότερα της υστερορωμαϊκής.  Το παλαιότερο ρωμαϊκό νόμισμα είναι κοπή της Κορίνθου για τον Νέρωνα (54-68 μ.Χ.) ενώ ξεχωρίζουν νομίσματα Δομιτιανού (81-96 μ.Χ) κοπής Κορίνθου, Λεύκιου Ουήρου (161-169 μ. Χ.) κοπής Κορίνθου Μάρκου Αυρήλιου (161-180 μ. Χ.) σηστέρτιο Ρώμης, Σεπτιμίου Σευήρου (193-211 μ. Χ.) κοπής Άργους, Γαλλιηνού (259-268 μ.Χ.), Αντωνινιανός Ρώμης και Διοκλητιανού ασημοχάλκινη κοπή (του 295-296 μ. Χ.).

Από τα νομίσματα της ύστερης αρχαιότητας ξεχωρίζουν από τον 4ο αι. μ.Χ. κοπές του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των γιων του και από τον 5ο αι. μ. Χ. νούμια και άλλες χάλκινες κοπές των αυτοκρατόρων Αρκαδίου, Θεοδοσίου Β΄, Λέοντα Α΄ και Ζήνωνα. Άξια αναφοράς είναι η περίπτωση θησαυρού 13 νουμίων τα οποία χρονολογούνται στον 5ο αι. μ. Χ και βρέθηκαν μέσα σε πίθο στο δεύτερο συγκρότημα, ενώ ένα μόλις νόμισμα του 6ου αι. μ.Χ. βρέθηκε στο εν λόγω κτίριο και πρόκειται για κοπή πέντε νουμίων που χρονολογείται στη βασιλεία του Ιουστίνου Α΄(518-527 μ.Χ. ) ή του Ιουστινιανού Α΄ (527-565 μ.Χ).

Το αρχαίο νεκροταφείο

Εντός της ζώνης των νεκροταφείων της Τενέας συνεχίστηκε εξάλλου η διερεύνηση του χώρου περιμετρικά του ταφικού μνημείου ΙΙ, που ανασκάφηκε το 2022. Στα υψηλότερα στρώματα εξακολούθησαν να εντοπίζονται ταφές ρωμαϊκών χρόνων. Πρόκειται για έξι καλυβίτες κεραμοσκεπείς τάφους, που στο εσωτερικό τους περικλείονταν ταφές ενός ή περισσότερων ατόμων, στην πλειονότητά τους παιδικές. Οι ενταφιασμοί χρονολογούνται στον 3ο-4ο αιώνα μ.Χ. σύμφωνα με τα κτερίσματά τους, που είναι κυρίως λύχνοι, νομίσματα, ενώτια και άλλα κοσμήματα, πήλινα και γυάλινα αγγεία.

Αγγεία, χάλκινη περόνη και  σαρκοφάγος

Στον ίδιο χώρο σε μεγαλύτερο βάθος, ανασκάφηκε συστάδα τεσσάρων αρχαϊκών τάφων. Οι τάφοι ως προς την τυπολογία τους διακρίνονταν σε σαρκοφάγους και λακκοειδείς με επικάλυψη πώρινων καλυπτήριων πλακών, ενώ εξωτερικά των κιβωτίων εντοπίζεται σε όλους αργός λίθος ως σήμα. Οι ταφές ανήκουν σε ενήλικες αλλά και σε παιδιά, πλούσια κτερισμένες με σκύφους, αρύβαλλους, πινάκια, σφαιρικές πυξίδες και πυξίδες με κυρτές πλευρές, οινοχόες, καθώς επίσης και με χάλκινες περόνες.

Αγγεία, ειδώλιο και μία παιδική ταφή με τα κτερίσματα

Το πρόγραμμα της Αρχαίας Τενέας, υπό την δρα Ε. Κόρκα, διεξάγεται με υπεύθυνη αρχαιολόγο των ανασκαφών την κ. Π. Ευαγγέλογλου, αρχαιολόγο της ΕΦΑ Κορινθίας και υπεύθυνους τομεάρχες τους αρχαιολόγους Π. Βλάχου, Μ. Ιωάννου, Ε. Καπουράλου, Α. Κική, Π. Κωστοπούλου, Π. Λαμπίρη, Π. Παναϊλίδη, Χ. Τερζούδη, Ι. Χρηστίδη, τον αρχιτέκτονα δρ. Δ. Μπάρτζη, την τοπογράφο Α. Κοντουδάκη και φοιτητές από Πανεπιστημιακά Ιδρύματα της Ελλάδας και του Εξωτερικού.

Κτιστή, υπόγεια δεξαμενή

Το πρόγραμμα επιπλέον υποστηρίζεται από διεπιστημονική ομάδα νομισματολόγων με υπεύθυνο τον δρ. Κ. Λαγό και την Μ. Σύρρου, ανθρωπολόγων με υπεύθυνη την ομότιμη καθηγήτρια του Δ.Π.Θ. κ. Χρ. Παπαγεωργοπούλου, τοπογράφων με υπεύθυνο τον κ. Α. Γεωργόπουλο ομότιμο καθηγητή Φωτογραμετρίας της Σχολής αγρονόμων και τοπογράφων μηχανικών του Ε.Μ.Π.

Διαβάστε ακόμη: