Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει ο Ελληνικός Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Ηλεκτροπαραγωγών (ΕΣΑΗ) για το μέλλον των εγχώριων μονάδων φυσικού αερίου.
Για όσους δεν κατάλαβαν, ο σύνδεσμος είναι οι εξής τέσσερις όμιλοι με αλφαβητική σειρά: Βαρδινογιάννης, Λάτσης, Μυτιληναίος και Περιστέρης.
Το «σήμα κινδύνου» προς το ΥΠΕΝ και το Θεόδωρο Σκυλακάκη, στάλθηκε στα πλαίσια της διαβούλευσης του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Οι τέσσερις μεγάλοι λένε στον κο Σκυλακάκη , πως η ενέργεια που θα παράγουν τα επόμενα χρόνια αυτές οι μονάδες αερίου θα μειώνεται συνεχώς λόγω διείσδυσης των ΑΠΕ.
Άρα αυτές οι μονάδες δεν θα μπορούν να καλύπτουν τα σταθερά και κεφαλαιουχικά κόστη τους κι επομένως θα οδηγηθούν σε χρεοκοπία και απόσυρση για οικονομικούς λόγους. Αυτό θα έχει σοβαρές συνέπειες για την ασφάλεια του συστήματος, προειδοποιούν και ζητούν πρόνοια στο ΕΣΕΚ και λήψη μέτρων.
Θυμίζω πως μέλη του ΕΣΑΗ είναι οι: Elpedison, METLEN, Ηρων, Κόρινθος Power, HelleniQ Energy, και MOH (Motor Oil Hellas).
Δύσκολος ο στόχος διείσδυσης των ΑΠΕ
Ο ΕΣΑΗ υποστηρίζει ότι η συμμόρφωση με την επιταγή της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα σε ποσοστό 42,5% κατά το έτος 2030, είναι ιδιαιτέρως δυσχερής για τον καθορισμό των απαραίτητων μεγεθών όλων των ενεργειακών τεχνολογιών που θα υποστηρίξουν την επίτευξη του στόχου.
Ιδίως σε χώρες όπως η δική μας, όπου ορισμένες τεχνολογίες όπως η αποθήκευση με μπαταρίες και τα υπεράκτια αιολικά πάρκα είναι λιγότερο ανεπτυγμένες, η ενδεδειγμένη μεθοδολογική προσέγγιση θα ήταν η αντίστροφη, ήτοι ο καθορισμός των στόχων με βάση την ωριμότητα των τεχνολογιών και των αντίστοιχων έργων.
Αυτονόητο επίσης είναι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης δεν θα πρέπει να τίθεται σε κίνδυνο η επάρκεια ισχύος και η ασφάλεια εφοδιασμού στον ηλεκτρισμό —κάτι το οποίο συνεπάγεται ότι ο σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρισμού πρέπει γρήγορα να συμπληρωθεί με τη λειτουργία μιας αγοράς διαθέσιμης ισχύος.
Οι θερμικές μονάδες
Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ κάνει δύο παραδοχές οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές συνθήκες στην αγορά ενέργειας και οι οποίες εάν τροποποιηθούν, όπως οφείλει να γίνει, προς το ρεαλιστικότερο τότε δημιουργείται θέμα με την επάρκεια ισχύος και την ασφάλεια εφοδιασμού με ηλεκτρισμό στην Ελλάδα.
Εκτιμά ότι το 2030 όλες οι υφιστάμενες και νέες μονάδες αερίου θα είναι σε λειτουργία με συνολική ισχύ στα 7,9 GW. Κάτι τέτοιο όμως, εάν διατηρηθεί ο σχεδιασμός της αγοράς, δεν είναι πιθανό να γίνει γιατί η ενέργεια που θα παράγουν τα επόμενα χρόνια αυτές οι μονάδες θα μειώνεται συνεχώς —λόγω διείσδυσης των ΑΠΕ. Άρα αυτές οι μονάδες δεν θα μπορούν να καλύπτουν τα σταθερά και κεφαλαιουχικά κόστη τους κι επομένως θα οδηγηθούν σε απόσυρση για οικονομικούς λόγους.
Ειδικά οι παλαιότερες και λιγότερο αποδοτικές μονάδες. Και είναι προφανές ότι εάν αποσυρθούν έστω και 2-3 μονάδες αερίου τότε το κριτήριο αξιόπιστης λειτουργίας του Διασυνδεδεμένου Συστήματος θα παραβιάζεται κατά πολύ και θα επανέλθει ο κίνδυνος των μπλακ άουτ.
Το ίδιο μη ρεαλιστική είναι και η παραδοχή ότι η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων αερίου την περίοδο 2035-2050 θα παραμείνει σταθερή στα 6,4 GW. Χωρίς αγορά διαθέσιμης ισχύος και με παραγωγή μόλις 4,3 TWh (δηλαδή, ετησίως, 670 ώρες ισοδύναμης λειτουργίας!) για όλες τις μονάδες αερίου συνολικά είναι βέβαιο ότι δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμες όλες αυτές οι μονάδες.
Επομένως η ισχύς των μονάδων αερίου αυτή την περίοδο θα είναι σημαντικά μικρότερη, εάν τα πράγματα εξελιχθούν σύμφωνα με τις παραδοχές του ΕΣΕΚ και ειδικά εάν δεν δημιουργηθεί η νέα αγορά διαθέσιμης ισχύος.
Επίσης, είναι σημαντικό να συμπεριλάβει το ΕΣΕΚ αναφορά και στα έργα καινοτομίας (τα οποία είναι συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΕ) για την προώθηση της τεχνολογίας CCUS σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα. Πέρα από τον τομέα της βιομηχανίας, αυτή η τεχνολογία πιθανώς να είναι οικονομικά βιώσιμη και σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής ιδίως στην περίπτωση που η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα ανέλθει στα επίπεδα των 300 Ευρώ/τόνο και άνω.
Δύσκολος ο στόχος διείσδυσης των ΑΠΕ
Ο ΕΣΑΗ με επιμονή συνηγορεί όλα αυτά τα χρόνια υπέρ της αναγκαιότητας να συνοδεύεται η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα και από μία αγορά διαθέσιμης ηλεκτρικής ισχύος.
Η πρόσφατη αναθεώρηση του ευρωπαϊκού πλαισίου για τις αγορές ηλεκτρισμού, δηλ. του Κανονισμού 2019/943, ορίζει ότι οι αγορές διαθέσιμης ισχύος δεν είναι πλέον ούτε προσωρινές ούτε έσχατο μέσο για τη διασφάλιση της επάρκειας ισχύος. Αντίθετα μπορούν, σύμφωνα με τον Κανονισμό, να ενσωματωθούν ως δομικό στοιχείο στον συνολικό σχεδιασμό της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού.
Επίσης η πρόσφατη Έκθεση Ντράγκι, για την ανταγωνιστικότητα και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταγράφει ρητά τη σύσταση για επιτάχυνση της διαδικασίας έγκρισης των μηχανισμών ισχύος (όπως είναι οι αγορές διαθέσιμης ισχύος) και των εργαλείων ευελιξίας. Ζητάει επίσης η Έκθεση Ντράγκι ο σχεδιασμός των μηχανισμών ισχύος να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε αυτοί να παίρνουν τη μορφή δομικών στοιχείων της αγοράς ηλεκτρισμού.
Ήδη έχουμε δει χώρες όπως η Γερμανία, που για πολλά χρόνια αρνούνταν κάθε συζήτηση για τις αγορές διαθέσιμης ισχύος, να προγραμματίζουν τη λειτουργία τέτοιων αγορών σε σύντομο χρόνο. Αυτό πρέπει να γίνει και στην Ελλάδα, χωρίς καμία επιπλέον καθυστέρηση.
Τι γίνεται στην Ελλάδα
Στη χώρα μας, η εξασφάλιση επαρκούς ισχύος και μάλιστα ευέλικτης είναι ήδη μία πρόκληση σε καθημερινή βάση, λόγω της υψηλής συμμετοχής των ΑΠΕ και της στοχαστικότητάς τους, και θα γίνει ακόμα περισσότερο μελλοντικά. Σε αυτή την πρόκληση η βέλτιστη απάντηση είναι η δημιουργία μιας νέας αγοράς διαθέσιμης ισχύος, στην οποία θα μπορούν να συμμετέχουν κατανεμόμενες μονάδες παραγωγής και μονάδες αποθήκευσης.
Ειδικά στην Ελλάδα η νέα αγορά διαθέσιμης ισχύος θα λειτουργήσει και ως ασπίδα των καταναλωτών απέναντι σε εποχιακές αυξήσεις τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, αφού θα περιλαμβάνει ρήτρα για πλαφόν στο έσοδο ανά μεγαβατώρα που θα μπορούν να εισπράξουν από την πώληση ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά όσοι διαχειριστές μονάδων παραγωγής/αποθήκευσης κλείσουν συμβόλαιο με τον ΑΔΜΗΕ στο πλαίσιο της αγοράς διαθέσιμης ισχύος.
Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος ώστε το Υπουργείο, η ΡΑΑΕΥ και ο ΑΔΜΗΕ να εκκινήσουν γρήγορα τη διαδικασία για τον σχεδιασμό, την έγκριση και τη θέση σε λειτουργία αυτής της νέας αγοράς. Αυτό που απουσιάζει τόσο από τη δημόσια συζήτηση όσο και από το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ είναι ένα σφιχτό χρονοδιάγραμμα που θα οδηγεί σε λειτουργία της αγοράς διαθέσιμης ισχύος στην Ελλάδα το αργότερο εντός 24 μηνών.
Τα διμερή συμβόλαια αγοράς ενέργειας
Ένα σημαντικό θέμα που αφορά τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρισμού έχει να κάνει με τα PPAs. Κατά τα τελευταία έτη η σύναψη μακροχρόνιων διμερών συμβάσεων (PPAs) με προμηθευτές ή καταναλωτές καθίσταται απαραίτητη προϋπόθεση για τραπεζικό δανεισμό. Ωστόσο η χρηματοδότηση των έργων δεν δύναται να εξασφαλιστεί αποκλειστικά μέσω της σύναψης διμερών συμβάσεων.
H ζήτηση δεν είναι δεδομένη λόγω της εγγενούς μεταβλητότητας της αγοράς και των συνεπαγόμενων κινδύνων. Τονίζεται μάλιστα ότι οι αυξημένες προβλέψεις διείσδυσης των ΑΠΕ όπως αναφέρονται στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, αναδεικνύουν αντίστοιχη αύξηση των ποσοτήτων παραγωγής από ΑΠΕ, επομένως και τιμή που μπορεί να εξασφαλίσει ένα νέο έργο ΑΠΕ μέσω PPA τείνει να διαμορφώνεται σε χαμηλότερα επίπεδα και άρα γίνεται δυσκολότερη η επίτευξη οικονομικής βιωσιμότητας για αυτά τα έργα ΑΠΕ.
Η πλατφόρμα PPA που αναπτύσσεται από το ΕΧΕ δε φέρεται να μπορεί να συνεισφέρει αποτελεσματικά στη διεύρυνση της σχετικής αγοράς. Τα PPA είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκες συμβάσεις οι οποίες ολοκληρώνονται μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, καθώς περιέχουν (εκτός των άλλων) πληθώρα οροσήμων και ρητρών συνδεδεμένες τόσο με την επίτευξή τους όσο και με την απόδοση του έργου.
Επίσης, η κεντρική εκκαθάριση ενός PPA από έναν εκκαθαριστικό οίκο (στα πρότυπα της προθεσμιακής αγοράς) θα έχει υψηλό κόστος τόσο σε επίπεδο εκκαθάρισης όσο (και σημαντικότερο) σε επίπεδο περιθωρίου ασφαλείας (margin). Χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν τεχνικές δυσκολίες όπως η μη ύπαρξη ρευστότητας και διαφάνειας στην εκτίμηση τιμών και capture rates για χρονικές διάρκειες όμοιες αυτών των PPAs.
Η αποθήκευση ενέργειας
Όσον αφορά τις τεχνολογίες αποθήκευσης, καταγράφουμε ότι το νεότερο σχέδιο έχει ΜΗ ρεαλιστικές παραδοχές για με ορίζοντα το 2030 και το 2035.
Συγκεκριμένα, για τους συσσωρευτές προβλέπεται ότι η ισχύς τους θα ανέλθει στα 4,3 GW το 2030 και στα 6,9 GW το 2035. Τα αντίστοιχα μεγέθη στο περυσινό σχέδιο ήταν 3,1 GW και 3,8 GW, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνεται η ανωτέρω σημαντική αύξηση.
Για την αντλησιοταμίευση προβλέπεται τετραπλασιασμός της εγκατεστημένης ισχύος μέχρι το 2035 και επιπλέον διπλασιασμός μεταξύ του 2035 και του 2050. Όμως πέρα από το έργο της Αμφιλοχίας που έχει ενταχθεί και σε μηχανισμό κρατικής ενίσχυσης εγκεκριμένο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν βλέπουμε πώς θα κατασκευασθούν ακόμα 1.500 MW μέχρι το 2035. Κι αυτό γιατί σήμερα δεν υπάρχει κανένα αδειοδοτικά ώριμο τέτοιο έργο.
Ένα πολύ σημαντικό θέμα, από πλευράς ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων, είναι ότι η αξιοποίηση υφιστάμενων ταμιευτήρων για νέα έργα αντλησιοταμίευσης (σελ. 133) δημιουργεί θέμα δικαιωμάτων χρήσης του υδατικού πόρου —πώς και σε ποιον δίνεται αυτό το δικαίωμα.
Για να είναι επιτεύξιμοι οι στόχοι του νέου ΕΣΕΚ, κρίνεται απαραίτητη η επέκταση των μέτρων εφαρμογής οικονομικής ενίσχυσης μονάδων αποθήκευσης. Ειδικότερα για τον τομέα των συσσωρευτών, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η συνέχιση της οικονομικής στήριξης των μονάδων αποθήκευσης χρήζει ιδιαίτερης σημασίας για τη βιωσιμότητα τους λόγω των υφιστάμενων επιπέδων κόστους και τουλάχιστον μέχρις ότου να μειωθούν σε τέτοια επίπεδα και να ωριμάσουν οι συνθήκες της αγοράς ώστε οι ενισχύσεις να μην είναι πλέον αναγκαίες.
ΕΣΑΗ: Γιατί είναι υπό διωγμό το φυσικό αέριο;
Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ αναφέρει ότι σταθερή επιδίωξη της Ελλάδας είναι να αναδειχθεί σε κρίσιμο διαμετακομιστικό κόμβο φυσικού αερίου για τη μεταφορά μη-ρωσικού αερίου μέσω μη-ρωσικά ελεγχόμενων οδεύσεων και υποδομών τόσο κατά μήκος του άξονα Ανατολής-Δύσης όσο και κατά μήκος του άξονα Νότου-Βορά.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να μπορεί να γίνεται εισαγωγή μη ρωσικού ΥΦΑ ή/και αερίου αγωγών από τη διεθνή αγορά σε ανταγωνιστικές τιμές και κατόπιν αυτό να μπορεί να εξάγεται προς βορά και προς την Ιταλία.
Κάτι τέτοιο όμως συνεπάγεται την αξιοποίηση/επέκταση των υποδομών του ΕΣΦΑ καθώς και ανεξάρτητων ΑΣΦΑ. Αλλά από το ΕΣΕΚ απουσιάζει η καταγραφή των δράσεων και των ρυθμιστικών αποφάσεων που χρειάζονται για να δημιουργηθεί το πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορεί να υλοποιηθεί αυτή η σταθερή επιδίωξη της Ελλάδας, και της ΕΕ εν γένει.
Όσον αφορά την αποτύπωση του συνολικού κόστος της ενεργειακής μετάβασης το παρόν σχέδιο φαίνεται βελτιωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό. Παραμένει όμως μια σειρά από ερωτήματα και παρατηρήσεις που έχουμε, ιδιαίτερα σχετικά με το κόστος της ενεργειακής μετάβασης στον ηλεκτρισμό.
Χρειάζεται επομένως να υπάρξει μια πιο ορθή και πιο τεκμηριωμένη εκτίμηση του κόστους έτσι ώστε να γνωρίζει τόσο η πολιτική ηγεσία όσο και οι φορείς, οι πολίτες και οι συμμετέχοντες στην αγορά το μέγεθος της προσπάθειας που απαιτείται.