Δυόμισι φορές μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ είναι το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ» στη χώρα μας, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των προσδοκώμενων και των πραγματικών εσόδων από τον φόρο.

Όπως επισημαίνει η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ, το πρόβλημα έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αφενός τα έσοδα από ΦΠΑ αποτελούν μεγάλο τμήμα των συνολικών φορολογικών εσόδων και αφετέρου η καταγραφόμενη απώλεια είναι διαχρονικά μια από τις μεγαλύτερες μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-28.

Σε επίπεδο ΕΕ, το κενό ΦΠΑ έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, αν και παραμένει υψηλό, με ένδειξη ανόδου το 2020.

Το 2019 το κενό ΦΠΑ κατά μέσο όρο στην ΕΕ-28 ήταν 10,9% των δυνητικών εσόδων, δηλαδή από τα 10 ευρώ που έπρεπε να εισπραχθούν με βάση το ισχύον φορολογικό σύστημα, περισσότερο από 1 δεν εισπράχθηκε.

Στην Ελλάδα, το κενό ΦΠΑ, αν και τα τελευταία χρόνια ακολουθεί πτωτική πορεία, διαχρονικά είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ-28. Το 2019 ήταν σχεδόν 2,5 φορές μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 (25,8% έναντι 10,9%), δηλαδή από τα 3 ευρώ που έπρεπε να εισπραχθούν, σχεδόν 1 δεν εισπράχθηκε. Ένδειξη του μεγέθους του προβλήματος είναι η διαπίστωση ότι αν το κενό ΦΠΑ προσέγγιζε τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ-28, το όφελος σε έσοδα με βάση τους υφιστάμενους συντελεστές και το ισχύον σύστημα θα έφτανε τα 3,2 δισ. ευρώ.

 

Προτάσεις για τον περιορισμό του κενού ΦΠΑ

Στην έκθεση διατυπώνονται τρόποι περιορισμού του κενού ΦΠΑ, οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τρεις γενικούς άξονες:

  • την απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας και του φορολογικού συστήματος ώστε να μειωθεί το διοικητικό κόστος και το κόστος συμμόρφωσης,
  • την ψηφιοποίηση διαδικασιών και πληρωμών, καθώς και
  • τη στενότερη συνεργασία των φορολογικών αρχών των κρατών-μελών της ΕΕ για τον εντοπισμό φαινομένων απάτης στις διασυνοριακές συναλλαγές.

Η διαδικασία συμπλήρωσης εγγράφων, υπολογισμού φόρου και επιστροφής, καθώς και η συμμόρφωση κατά τον φορολογικό έλεγχο είναι οι δύο σημαντικότερες αλληλεπιδράσεις του φορολογουμένου με τη φορολογική αρχή, οι οποίες καθορίζουν τον βαθμό αποτελεσματικότητας και διαφάνειας του φορολογικού συστήματος.

Η πολυπλοκότητα της διαδικασίας, ο μεγάλος χρόνος αναμονής για την επιστροφή φόρου, η έλλειψη διαφάνειας κατά τον έλεγχο και η μεγάλη καθυστέρηση για την εξαγωγή του αποτελέσματος του ελέγχου είναι παράγοντες που επιδρούν αρνητικά. Ως εκ τούτου, η υιοθέτηση της διαδικασίας της αυτόματης επιστροφής φόρου, η διασφάλιση της διαφάνειας κατά τον φορολογικό έλεγχο και η ταχύτητα διεκπεραίωσής του αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για τη βελτίωση της συμμόρφωσης.

Επιπλέον, ο περιορισμός της διαφοροποίησης των φορολογικών συντελεστών μεταξύ γεωγραφικών περιοχών και μεταξύ κατηγοριών αγαθών και υπηρεσιών (πλην των ειδών πρώτης ανάγκης) αφενός μειώνει το κόστος συμμόρφωσης και αφετέρου περιορίζει τις στρεβλώσεις στην κατανάλωση συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών και ενισχύει τον υγιή ανταγωνισμό.