Η αξιολόγηση του τραπεζικού συστήματος λειτουργεί αμφίδρομα με αυτή του ελληνικού αξιόχρεου, επισημαίνεται στην ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ και καταγράφεται σαφώς πως ο βαθμός συγκέντρωσης στο τραπεζικό σύστημα και η γεωγραφική διασπορά τραπεζικών εργασιών επηρεάζει ποιοτικά τις αξιολογήσεις τόσο του αξιόχρεου της Ελληνικής Δημοκρατίας όσο και της αξιολόγησης των τραπεζών.

Επομένως αν και δεν αναφέρεται στην έκθεση για να επιτευχθούν βαθμοί αξιολόγησης όπως εκείνοι πριν την κρίση αυτή η μεταβλητή θα πρέπει να αλλάξει.

Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες η έκθεση καταλήγει πως αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών πλέον τίθεται περίπου 1,5 βαθμίδα, κατά μέσο όρο, κάτω από την επενδυτική κατηγορία, με τους οίκους να δίνουν θετικές προοπτικές (positive outlook).

Η αναβάθμιση των τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία θα πρέπει να στηριχθεί πρωτίστως σε περαιτέρω βελτιώσεις στα θεμελιώδη μεγέθη τους. Οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να συνεχίσουν την προσπάθεια εξυγίανσης του ενεργητικού τους και βελτίωσης των κεφαλαιακών τους δεικτών, ώστε να συγκλίνουν περαιτέρω προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εκκινώντας όμως από υψηλότερη βάση στο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων

Το σύνθετο πλαίσιο των οίκων

Οι οίκοι εφαρμόζουν ένα σύνθετο πλαίσιο αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών, το οποίο στηρίζεται σε ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια, σε αντιστοιχία με αυτό που ακολουθούν στις κρατικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις.

Μέσω αυτού, αξιολογούν τις τράπεζες ως εταιρικές οντότητες, αλλά και την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις συμβατικές τους υποχρεώσεις έναντι των πιστωτών τους (π.χ. καταθετών, ομολογιούχων) λαμβάνοντας υπόψη ένα μεγάλο αριθμό παραγόντων που αποτυπώνουν το μέγεθος και τις προοπτικές εξέλιξης του πιστωτικού τους κινδύνου.

Το εν λόγω πλαίσιο διαμορφώνεται αρχικά από το ποσοτικό σκέλος της διαδικασίας της πιστοληπτικής αξιολόγησης το οποίο περιλαμβάνει την αξιολόγηση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και των χρηματοοικονομικών μεγεθών των τραπεζών, όπως για παράδειγμα της ποιότητας του ενεργητικού τους και της κεφαλαιακής τους επάρκειας.

Η τελική πιστοληπτική διαβάθμιση δίνεται από την Επιτροπή Αξιολόγησης που λαμβάνει υπόψη και άλλους παράγοντες, συστημικούς οι οποίοι ενδέχεται να μεταβάλουν τη βαθμολογία που προκύπτει από το ποσοτικό σκέλος.

Η υποβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος και η συνακόλουθη χειροτέρευση της κρίσης χρέους της ελληνικής οικονομίας την προηγούμενη δεκαετία επέφεραν ραγδαία επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ελληνικών τραπεζών.

Τα θεμελιώδη μεγέθη του τραπεζικού συστήματος επιδεινώθηκαν, μεταξύ άλλων, λόγω της ύφεσης και των αρνητικών συνεπειών από την απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, καθώς και λόγω του περιορισμού της χρηματοδότησης από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Ως αποτέλεσμα, οι οίκοι αξιολόγησης προέβησαν σε υποβαθμίσεις των τραπεζών.

Στη συνέχεια, οι αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, όπως και του Ελληνικού Δημοσίου, άρχισαν να βελτιώνονται, εξέλιξη όμως που αντιστράφηκε πλήρως με την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls)

Η περίοδος που ακολούθησε την εκ νέου έναρξη των αναβαθμίσεων του ελληνικού κρατικού αξιόχρεου δεν συνοδεύθηκε, ωστόσο, άμεσα από θετικές αξιολογήσεις για τις ελληνικές τράπεζες.. Η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων τον Οκτώβριο του 2018, σε συνδυασμό με τη σταδιακή βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, έδωσε το έναυσμα για την ανοδική πορεία της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών προς την επενδυτική κατηγορία, η οποία συνεχίζεται έως και σήμερα.

Ωστόσο, η βαθμολόγηση της συνιστώσας για το οικονομικό περιβάλλον παρέμενε χαμηλότερη από αυτήν της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης. Η υστέρηση αυτή οφείλεται στο ότι οι οίκοι συμπεριλαμβάνουν στο ποσοτικό σκέλος και άλλες μεταβλητές που σχετίζονται με θεσμικές παραμέτρους (π.χ. δείκτες διακυβέρνησης και νομικού πλαισίου προστασίας των επενδυτών) και συστημικούς παράγοντες (π.χ. βαθμός συγκέντρωσης στο τραπεζικό σύστημα, γεωγραφική διασπορά τραπεζικών εργασιών).

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση του τραπεζικού συστήματος λειτουργεί αμφίδρομα με αυτή του ελληνικού αξιόχρεου, καθώς η βελτίωση των τραπεζικών θεμελιωδών μεγεθών συνέβαλε επίσης θετικά στη βελτίωση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος.

Διαδοχικές αναβαθμίσεις αλλά και απόσταση από το επιθυμητό

Στη συνέχεια, οι διαδοχικές αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών στηρίχθηκαν επίσης στη βελτίωση των χρηματοοικονομικών τους μεγεθών. Οι ελληνικές τράπεζες ξεκίνησαν την περίοδο της ανάκαμψης έχοντας μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο προκαλούσε δυσμενείς επιπτώσεις στα κεφάλαιά τους και στη δυνατότητά τους να χρηματοδοτήσουν την οικονομία.

Παράλληλα παρουσίασαν αρνητική κερδοφορία λόγω των υψηλών προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, ενώ οι συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης παρέμεναν ασθενείς, αλλά έδειχναν σημάδια βελτίωσης. Τη βελτίωση του ποσοτικού σκέλους της διαδικασίας αξιολόγησης (stand-alone rating) αρχικά σηματοδότησαν θετικές εξελίξεις στην ποιότητα του ενεργητικού και στους δείκτες κεφαλαιοποίησης, ως αποτέλεσμα της ενεργητικής πολιτικής των τραπεζών για ελάφρυνση των ισολογισμών τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Επίσης, υποστηρικτικό ρόλο είχε και η υψηλότερη βαθμολόγηση των δεικτών ρευστότητας και χρηματοδότησης, εν μέσω ενίσχυσης της εμπιστοσύνης στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας από τις πολιτικές του Eυρωσυστήματος και έκδοσης τραπεζικών ομολόγων με κόστος δανεισμού πλησιέστερο προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πιο πρόσφατα, ώθηση παρείχαν οι δείκτες κερδοφορίας και κεφαλαιακής επάρκειας, επηρεαζόμενοι θετικά από το περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων νομισματικής πολιτικής.

Διαβάστε ακόμη