Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (HICP) στην Ελλάδα θα συνεχίσει την καθοδική του πορεία μέχρι το τέλος του 2026, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβλέψεις που επικαλείται η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσω του «Inflation Monitor» που δημοσίευσε σήμερα.

Το 2025, ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,9%, κυρίως λόγω των επίμονων αυξήσεων στις τιμές των υπηρεσιών. Έως τα τέλη του 2026, εκτιμάται ότι θα πλησιάσει τον στόχο του 2%, αν και θα παραμείνει ελαφρώς υψηλότερος. Ωστόσο, για το 2027 προβλέπεται μία προσωρινή αύξηση στο 2,5%, εξαιτίας της ένταξης της ενέργειας στο νέο σύστημα εμπορίας εκπομπών ρύπων ETS2 (Emission Trading Scheme).

Ο δομικός πληθωρισμός, που δεν περιλαμβάνει την ενέργεια και τα τρόφιμα, θα παραμείνει σταθερός το 2025, ενώ αναμένεται να υποχωρήσει το 2026 και να διαμορφωθεί στο 2,2% το 2027, αντανακλώντας κυρίως τη μείωση στις τιμές των βιομηχανικών αγαθών μη ενεργειακής φύσης και δευτερευόντως των υπηρεσιών.

Από το δεύτερο εξάμηνο του 2024, ο γενικός πληθωρισμός στην Ελλάδα κινείται ουσιαστικά αμετάβλητος, ενώ ο δομικός παραμένει υψηλός και εξακολουθεί να παρουσιάζει θετική απόκλιση σε σχέση τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Τον Μάρτιο του 2025, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 3,1%, έχοντας αυξηθεί ελαφρώς από το 3% του Φεβρουαρίου. Η άνοδος οφείλεται κυρίως στη σημαντική αύξηση των τιμών στα τρόφιμα, η οποία αντισταθμίστηκε μερικώς από τις μειώσεις στους επιμέρους δείκτες για την ενέργεια, τα βιομηχανικά αγαθά και τις υπηρεσίες. Ο δομικός πληθωρισμός μειώθηκε στο 3,9%, έναντι 4,2% τον Φεβρουάριο, διατηρώντας όμως διαφορά 1,5 ποσοστιαίας μονάδας σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Την ίδια ώρα, η ετήσια έρευνα προσδοκιών καταναλωτών της ΕΚΤ (CES) κατέγραψε αξιοσημείωτη αύξηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό στην Ελλάδα. Οι μέσες προσδοκίες για τους επόμενους 12 μήνες διαμορφώθηκαν στο 5,9% τον Φεβρουάριο του 2025, από 5,1% τον Ιανουάριο, ενώ στην ευρωζώνη παρέμειναν σταθερές στο 2,6%.

Παράλληλα, η αβεβαιότητα για τον πληθωρισμό μειώθηκε στο 4,1% από 4,4%, ενώ στην ευρωζώνη περιορίστηκε στο 1,6%. Οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες (σε βάθος τριετίας) στην Ελλάδα αυξήθηκαν επίσης στο 5,9%, παραμένοντας πολύ υψηλότερες από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (2,4%).

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η πίεση στην αγορά εργασίας της ευρωζώνης παρουσιάζει σταδιακή αποκλιμάκωση, γεγονός που συνδέεται και με την επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης των αμοιβών ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2024, οι οποίες πλησιάζουν πλέον τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Στο μέτωπο των επιχειρήσεων, ο δείκτης PMI για τις τιμές εισροών στην Ελλάδα τον Μάρτιο κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση από τον Νοέμβριο του 2022, κυρίως λόγω της αύξησης του κόστους πρώτων υλών και μεταφορών. Οι επιχειρήσεις μετέφεραν το υψηλό κόστος στους καταναλωτές, προχωρώντας σε επιτάχυνση των αυξήσεων στις τιμές πώλησης.

Οι προπορευόμενοι δείκτες τιμών για τον Μάρτιο υποδηλώνουν αυξημένες πληθωριστικές προσδοκίες σε πολλούς επιχειρηματικούς κλάδους, σε μία περίοδο όπου οι πληθωριστικές προσδοκίες των καταναλωτών περιορίζονται.

Διαβάστε ακόμη: