Σε μια Ευρώπη όπου η κατανάλωση αλκοόλ παραμένει διαχρονικά υψηλή, η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη μείωση σε επίπεδο δεκαετίας, σύμφωνα με τα επίσημα ευρωπαϊκά δεδομένα για την περίοδο 2010–2020. Συγκεκριμένα, η χώρα μας μείωσε την κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ κατά 24,1%, ξεπερνώντας άλλες χώρες με δυνατή οινική και ποτοπαραγωγική παράδοση, όπως η Ολλανδία (-20,9%), η Ισπανία (-20,4%) και η Τουρκία (-20%).
Η μεταβολή αυτή, πρωτοφανής σε έκταση, επιβεβαιώνει μια αλλαγή στάσης απέναντι στο αλκοόλ, που συνδέεται τόσο με νέες συνήθειες υγείας, όσο και με κοινωνικοοικονομικές μεταβολές της τελευταίας δεκαετίας. Η μείωση της κατανάλωσης κατά περίπου 2 λίτρα ανά άτομο, βάζει την Ελλάδα σε νέα τροχιά και την καθιστά παράδειγμα προς μίμηση για χώρες με υψηλή εξάρτηση από το αλκοόλ.
Η γενική εικόνα στην Ευρώπη – Που ανεβαίνει, που πέφτει
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πτωτική τάση είναι μεν υπαρκτή, αλλά λιγότερο έντονη: από το 2010 έως το 2020, η μέση κατανάλωση μειώθηκε μόλις κατά 0,5 λίτρα ανά κάτοικο. Παρόλα αυτά, 14 κράτη-μέλη εμφάνισαν ουσιαστική υποχώρηση (άνω του 1 λίτρου), ενώ 5 χώρες παρουσίασαν αύξηση της κατανάλωσης.
Η μεγάλη εικόνα δείχνει πάντως σαφή υποχώρηση σε βάθος 40ετίας: από το 1980 έως το 2020, η κατανάλωση αλκοόλ στην Ευρώπη έχει μειωθεί κατά 23% – από 12,7 λίτρα σε 9,8 λίτρα ανά άτομο.
Ανάμεσα στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες, η Γερμανία διατηρεί την υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση με 10,6 λίτρα, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (10,4 λίτρα). Η Ισπανία και η Ιταλία κυμαίνονται κάτω από τα 8 λίτρα, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο κινείται γύρω στα 9,7 λίτρα.
Στο νέο αυτό τοπίο, η Ελλάδα ξεχωρίζει ως μια χώρα που απομακρύνεται σταθερά από την υπερβολική χρήση αλκοόλ, γεγονός που αποδίδεται σε αλλαγές στην καθημερινότητα, την ψυχαγωγία και τις διατροφικές συνήθειες των πολιτών. Οι αριθμοί δείχνουν ότι η στροφή αυτή δεν είναι πρόσκαιρη, αλλά αποτελεί μέρος μιας βαθύτερης κοινωνικής αλλαγής.