Η σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα που μεταφέρεται για τις τράπεζες, δυστυχώς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, με βάση όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στην αγορά και κυρίως αυτά που έχουν σχέση με την εξέλιξη της πιστωτικής επέκτασης τους.

Η κατακόρυφη αύξηση των επιτοκίων χορηγήσεων, όπως ήταν αναμενόμενο, έφερε μεγάλη μείωση του ενδιαφέροντος για νέα δάνεια, αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη ανατροπή.

Το χειρότερο, όμως, σενάριο, το βιώνουν εδώ και μήνες οι τράπεζες, για δύο ακόμα πολύ σοβαρούς λόγους.

Από τη μία οι δανεισμένες επιχειρήσεις σπεύδουν μαζικά για να αποπληρώσουν-ξεχρεώσουν τα παλιά τους δάνεια, καθώς η διατήρησή τους με τέτοια επιτόκια έχει καταστεί επιζήμια για τη λειτουργία τους και τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση.

Αλλά, την ακόμα χειρότερη επίπτωση της αύξησης των επιτοκίων οι τράπεζες, δεν την είχαν ξαναζήσει.

Και η οποία δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι, ενώ είχαν εγκρίνει πολλά δάνεια, οι πελάτες τους αναστέλλουν την λήψη τους, ουσιαστικά αρνούμενοι να εκταμιεύσουν “ούτε ευρώ με τέτοια επιτόκια”.

Πρόκειται για μία πρωτόγνωρη κατάσταση, την οποία δεν είχαν φυσικά υπολογίσει όταν γινόταν η κατάρτιση των Business Plan τους, με αποτέλεσμα έσοδα που είχαν προϋπολογίσει, να μην υφίστανται πλέον ως δυνατότητα.

Μιλάμε για κανονικό εκτροχιασμό στα προβλεπόμενα έσοδά τους.

Σύμφωνα δε με τραπεζικές πηγές, αυτός είναι και ο κυριότερος – ανομολόγητος – λόγος, που οι τράπεζες αρνούνται πεισματικά να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και επιτοκίων χορηγήσεων, παρά τη γενική κατακραυγή και τις νουθεσίες (εκκλήσεις ουσιαστικά) της κυβέρνησης για μείωση της υφιστάμενης ψαλίδας.

Τα ίδια τραπεζικά στελέχη, αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι τα εγκεκριμένα δάνεια που επιστρέφονται, “δίνονταν κατ’ ουσίαν στους ίδιους φερέγγυους πελάτες μας, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων ούτε απ’ έξω δεν μπορεί να περάσει”, διατυπώνοντας την ανησυχία τους για την μελλοντική πορεία των εγχώριων συστημικών τραπεζών.

Προσθέτουν μάλιστα και τη διαπίστωση ότι οι νέες ρυθμίσεις κόκκινων δανείων έχουν επιπτώσεις και στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, γεγονός που επιδεινώνει τις προοπτικές τους κατά το δεύτερο εξάμηνο της τρέχουσας χρήσης, αλλά και για τους πρώτους μήνες του 2024, θέτοντας σοβαρούς προβληματισμούς για το αύριο του τραπεζικού κλάδου στη χώρα μας.

Διαβάστε ακόμη: