Πλατιά χαμόγελα έχει σκορπίσει στις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών η διαφαινόμενη αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με σαφώς πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με τις εκτιμήσεις που κυκλοφορούσαν τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς θα εκτοξεύσει τα κέρδη του 2024.
Οι αναλυτές φαίνεται να συγκλίνουν ακόμη περισσότερο προς μια αποκλιμάκωση με ρυθμό μία μείωση ανά τρίμηνο (Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο), φτάνοντας κατά συνέπεια στις τρεις για φέτος και στο 3,25%, με ακόμη τέσσερεις το 2025 (στο 2,25%).
«Η απόφαση της ΕΚΤ την περασμένη εβδομάδα διατηρεί ιδανικές συνθήκες κερδοφορίας για τις εγχώριες συστημικές τράπεζες» τονίζει στην «Α» υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή και προσθέτει ότι «πλέον ανοίγει ορθάνοικτα ο δρόμος για την ανοδική αναθεώρηση των στόχων της φετινής χρονιάς οι οποίοι και θα ανακοινωθούν με την δημοσίευση των οικονομικών αποτελεσμάτων του εξαμήνου στις αρχές Αυγούστου».
Κατά συνέπεια ο πιο αργός κύκλος αποκλιμάκωσης θα συντηρήσει τις αντοχές των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) και του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (NIM), θα διατηρήσει τα οφέλη από την ανατιμολόγηση των δανειακών χαρτοφυλακίων, ενώ θετική επίδραση αναμένεται να έχουν και οι χαμηλότερες προβλέψεις για ζημιές από δάνεια.
Ο ρόλος των καταθέσεων
Την ίδια στιγμή κομβική είναι η εξέλιξη του μείγματος των καταθέσεων, καθορίζοντας την πορεία διατήρησης των καθαρών εσόδων από τόκους σε πιο υψηλά από τα αρχικώς προβλεπόμενα επίπεδα, όπως και του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου.
Οι ελληνικές τράπεζες καρπώθηκαν τα μέγιστα σε επίπεδο καθαρών εσόδων από τόκους, μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 2022, όταν το Euribor τριμήνου ήταν στις -60 μονάδες βάσης και του πρώτου τριμήνου του 2024, όταν έφτασε στο 3,9% με αποτέλεσμα η Εθνική Τράπεζα να έχει καταγράψει αύξηση 96% σε αυτό το διάστημα, η Eurobank 78%, η Πειραιώς 63% και η Alpha 42%. Η διατήρησή τους σε υψηλά επίπεδα αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για μια ισχυρή και βιώσιμη κερδοφορία.
Τα μοντέλα των αναλυτών κάνουν λόγο για μείωση της τάξεως των 20 – 40 εκατ. ευρώ περίπου στα καθαρά έσοδα από τόκους για κάθε μείωση κατά 25 μονάδες βάσης στα επιτόκια της ΕΚΤ – Euribor. Το κενό φαίνεται ωστόσο να αντισταθμίζεται έμμεσα από το χαμηλότερο κόστος καταθέσεων, δηλαδή την πιο ήπια μετάβαση των καταθετών προς τις προθεσμιακές.
Για παράδειγμα, οι προθεσμιακές της Eurobank στο μείγμα των καταθέσεων ανήλθαν στο πρώτο τρίμηνο στο 36%, της Πειραιώς στο 23%, στην Alpha Bank στο 28% και στην Εθνική στο μόλις 19% και σχεδόν σταθερή από το δεύτερο τρίμηνο του 2023.
Βλέποντας λοιπόν αυτήν την τάση και υπό το στίγμα της ΕΚΤ η Τράπεζα Πειραιώς «άνοιξε τον χορό» των αναθεωρήσεων βελτιώνοντας τους στόχους στα καθαρά έσοδα από τόκους και στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο στα 2 δισ. ευρώ και στο 2,7% από 1,9 δισ. και 2,6% αντίστοιχα.
Πλέον αναμένει μέσο Euribor τριμήνου στο 3,6% για φέτος έναντι 3,8% προηγουμένως με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ στο 3,25% έναντι 3,75%.
Το μεγάλο ατού των προμηθειών
Κρυφούς άσσους από τα μανίκια τους μπορούν να βγάλουν οι τράπεζες αν καταφέρουν να αξιοποιήσουν με μεγαλύτερη ένταση το bancassurance και το asset management, πεδία στα οποία καταγράφουν μια πολύ χαμηλή διείσδυση έναντι των ευρωπαϊκών. Ήδη η πιο αργή επανατιμολόγηση των καταθέσεων σε συνάρτηση με μείγμα καταθέσεων και το χαμηλό μέσο ποσό αυτών οδηγεί σημαντικό αριθμό πελατών στα asset management προϊόντα.
Οι προμήθειες ως ποσοστό του συνόλου του ενεργητικού των τεσσάρων συστημικών είναι αρκετά χαμηλότερες από τον μέσο όρο στη Νότια Ευρώπη. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος των ελληνικών τραπεζών είναι στις 55 μονάδες βάσης με κάποια διαφοροποίηση, καθώς η Πειραιώς έχει την υψηλότερη κάλυψη, με 74 μονάδες βάσης και η Εθνική τη χαμηλότερη στις 50 μονάδες βάσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2023.
Η Πειραιώς ανέβασε το στόχο στις 80 μονάδες βάσης για φέτος και πιθανώς θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες. Η Eurobank μέσω του ανοίγματος σε άλλες μεγάλες ξένες αγορές και της έκθεσης που αποκτά στο κομμάτι της κυπριακής ασφαλιστικής αγοράς μέσω της συμφωνίας, της CNP με την Ελληνική. H Alpha παράγει το υψηλότερο ποσοστό των εσόδων από αμοιβές και προμήθειες, ενώ η Εθνική έχει τα υψηλότερα περιθώρια ανάπτυξης.
Σημείο κλειδί η πιστωτική επέκταση
Στην εξίσωση μπαίνει τόσο η ανατιμολόγηση των δανειακών χαρτοφυλακίων όσο και η πιστωτική επέκταση. Ως προς την επίδραση της ανατιμολόγησης δεν αναμένεται μείωση στα επιτόκια των παλαιών στεγαστικών για συνεπείς δανειολήπτες καθώς «πάγωσαν» πέρυσι με την εφαρμογή του πλαφόν στο μηνιαίο και τριμηνιαίο Euribor.
Αντιθέτως τα νέα δάνεια ακόμα και σταθερού επιτοκίου θα φέρουν χαμηλότερα επιτόκια. Από την άλλη, τα καταναλωτικά δεν βασίζονται στο Euribor επομένως ούτε εκεί αναμένεται κάποια επίδραση για τις παλαιές χορηγήσεις.
Στα επιχειρηματικά δάνεια, αναμένεται θετική επίδραση σε επίπεδο κερδοφορίας καθώς η πιο αργή μείωση επιτοκίων δίνει τον χώρο και το χρόνο στις τράπεζες να ανεβάσουν ρυθμούς σε επίπεδο πιστωτικής επέκτασης με υψηλότερα επιτόκια από αυτά που θα έδιναν, εάν τα επιτόκια υποχωρούσαν με ταχύτερο ρυθμό, χτίζοντας βάσεις για περαιτέρω ενίσχυση των εσόδων από αμοιβές και προμήθειες.
Κατά συνέπεια σημείο κλειδί για τις τράπεζες είναι η πορεία πιστωτικής επέκτασης για φέτος. Οι επιδόσεις του πρώτου τετραμήνου ήταν πενιχρές (αρνητική ροή δανείων καταγράφηκε τον Απρίλιο), αλλά, αφενός αποτελεί την πιο «αδύναμη» εποχικά περίοδο, λόγω υψηλών αποπληρωμών, αφετέρου οι διοικήσεις τους, στις πρόσφατες τηλεδιασκέψεις, δήλωσαν βέβαιες ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι της χρονιάς.
Στην περίπτωση της Εθνικής τα δάνεια που έχουν εγκριθεί προς εκταμίευση ανέρχονται στα 2,9 δισ. ευρώ. Για τη Eurobank, καταλυτική θα είναι η παρουσία σε Κύπρο και Βουλγαρία, ώστε να φέρει εις πέρας το στόχο για καθαρή πιστωτική επέκταση 2,3 δισ. ευρώ φέτος (1,3 δισ. ευρώ σε Ελλάδα και 1 δισ. από το διεθνές κομμάτι).
Ενίσχυση του όγκου δανειοδοτήσεων αναμένουν και η Alpha με την Πειραιώς μετά τις αποπληρωμές εποχικού χαρακτήρα του πρώτου τριμήνου, με την πρώτη να διατηρεί το στόχο για καθαρή πιστωτική επέκταση ύψους 2 δισ. ευρώ περίπου και τη δεύτερη στα 1,6 – 1,7 δισ. ευρώ περίπου.
Στελέχη εταιρικών χορηγήσεων εκτιμούν ότι η έναρξη του κύκλου μείωσης επιτοκίων θα δώσει ώθηση στις επενδύσεις, αλλά και στις εξαγορές/συγχωνεύσεις, με αποτέλεσμα προϊούσης της χρονιάς να αυξηθεί η ζήτηση για δάνεια.
Επιπρόσθετα, η φετινή χρονιά αναμένεται να δώσει νέο ρεκόρ στον αριθμό και την αξία των συναλλαγών εξαγορών και συγχωνεύσεων, με τον κλάδο ενέργειας (σ.σ. κυρίως ΑΠΕ) να παραμένει «πρωταγωνιστής» και τον τουρισμό (πωλήσεις ξενοδοχειακών ομίλων/μονάδων) να εκτιμάται ότι θα ανέβει αρκετές θέσεις στην άτυπη κατάταξη.
Ευεργετικά για τις τράπεζες αναμένεται να λειτουργήσει ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, καθώς στο πρώτο τρίμηνο υπεραπέδωσε ελαφρώς έναντι των εκτιμήσεων, στο 2,1% έναντι μέσης εκτίμησης για 1,7%.