Την βεβαιότητά τους ότι οι μερισματικές αποδόσεις της τάξης του 50% για τις οποίες έχουν ήδη προϊδεάσει τους μετόχους τους είναι απόλυτα εφικτές, αφήνοντας ανοικτό και ένα μικρό παράθυρο για την βελτίωση τους, εκφράζει καθολικά το εγχώριο πιστωτικό σύστημα.
Σε αυτή την κατεύθυνση ήδη Τράπεζα Πειραιώς, Eurobank και Alpha Bank ανακοίνωσαν νωρίτερα από κάθε άλλη χρονικά την δημοσίευση των οικονομικών αποτελεσμάτων τους για το 2024 (24, 27 και 28 Φεβρουαρίου 2025) ώστε αμέσως μετά να υποβάλλον στον SSM τα τελικά στοιχεία, για τη Διαδικασία Αξιολόγησης Επάρκειας Κεφαλαίου (ICAAP) και τα αιτήματα για την πολιτική ανταμοιβής μετόχων από τα καθαρά κέρδη χρήσης 2024.
Στόχος των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είναι λάβουν την έγκριση του επόπτη εντός του Μαρτίου και να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα στην αγορά για αξιοποίηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου και επιστροφή αξίας στον μέτοχο.
Παρά το γεγονός ότι για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες ο πήχης της κερδοφορίας εκτιμάται ότι θα πέσει κοντά στα 4,2 δισ. ευρώ από 4,8 δισ. που ανέμεναν αρχικά, από τα τραπεζικά επιτελεία δηλώνουν με σιγουριά ότι η μείωση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει τα ποσοστά διανομής κερδών που έχουν υποσχεθεί οι τράπεζες στους μετόχους τους και απομένει να αποφασιστεί η αναλογία μερίσματος και επαναγοράς ιδίων μετοχών.
Με βάση τα όσα έχουν κάνει γνωστά σε επαφές τους με αναλυτές στα τέλη του 2024 οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι των συστημικών ομίλων κ.κ Χ. Μεγάλου, Φ. Καραβίας, Β. Ψάλτης και Π. Μυλωνάς, το μέρισμα θα κινηθεί θα κινηθεί μεταξύ 35% – 50% των κερδών του 2024.
Ωστόσο, όπως τονίζουν τραπεζικοί αναλυτές, δεν αποκλείεται ανάλογα με τις οριστικοποιημένες επιδόσεις της περυσινής χρονιάς και τις προοπτικές της τριετίας 2025 – 2027, το επιχειρησιακό πλάνο της οποίας θα παρουσιαστεί μαζί με τα αποτελέσματα της περυσινής χρήσης, να αυξηθεί για κάποια πιστωτικά ιδρύματα.
Σε κάθε περίπτωση στόχος είναι από το 2026, δηλαδή κατά τη διανομή των κερδών του 2025, το ποσοστό διανομής να φτάσει ή να ξεπεράσει για όλες τις τράπεζες το 50%.
Τα μερίσματα ανά τράπεζα
Όπως έχουν προαναγγείλει και οι τέσσερις τραπεζίτες, η εφετινή ανταμοιβή των επενδυτών θα αποτελεί ένα συνδυασμό επιστροφής κεφαλαίου σε μετρητά και προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων μετοχών, ενώ αναλυτές εκτιμούν ότι το συνολικό ύψος της επιβράβευσης θα κινηθεί γύρω από τη ζώνη των 2 δισ. ευρώ.
Η Τράπεζα Πειραιώς έχει αναβαθμίσει δύο φορές τον στόχο για διανομή μερίσματος στο 35% (από 2ο%) των κερδών του 2024 και στο 50% το 2025.
Η Eurobank είχε ως στόχο τη διανομή του 40% των κερδών του 2024 και πλέον αναβαθμίζει τον στόχο της στο 50% για μέρισμα το 2025.
Μέρισμα που μπορεί να είναι υψηλότερο του 40% και μπορεί να φτάσει έως 50% το 2025, από τα κέρδη του 2024, σκοπεύει να διανείμει την σειριά της η Εθνική Τράπεζα, ενώ και η Alpha Bank κάνει πρόβλεψη για διανομή μερίσματος σε ποσοστό περίπου 35% από τα κέρδη για το 2024 και 50% το 2025.
Σε έκθεσή της για τις ελληνικές τράπεζες μέσα στην εβδομάδα η JP Morgan αναφέρει ότι «η ποιότητα του ενεργητικού θα συνεχίσει να δείχνει ανθεκτικότητα το 2025-2026, με οριακή μείωση των CoR το 2025, ενώ οι μερισματικές αποδόσεις για τις ελληνικές τράπεζες παραμένουν ελκυστικές, καθώς οι τράπεζες αυξάνουν τις μερισματικές τους πληρωμές, με την αποδοτικότητα των δεικτών RοTE να σημειώνουν κάποια συμπίεση το 2025, καθώς τα επιτόκια ομαλοποιούνται».
Οι καθοριστικοί παράμετροι
Όπως εξηγεί στην «Α» έμπειρος τραπεζίτης «το τελικό ποσό που θα διατεθεί στους μετόχους ως μέρισμα για την χρήση του 2024, θα εξαρτηθεί από δύο κυρίως παραμέτρους. Η πρώτη είναι το καθαρό αποτέλεσμα της περυσινής χρήσης, το οποίο θα είναι συνάρτηση της εφάπαξ επιβάρυνσης που θα εφαρμόσουν οι τράπεζες για να ελαφρύνουν τα έξοδα του 2025 και η δεύτερη το ποσοστό διανομής που εν τέλει θα αποφασιστεί από τις διοικήσεις τους και θα εγκριθεί από το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ (SSM), πιθανότατα μέσα στον Μάρτιο.
«Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημεία-κλειδιά που διαφοροποιούνται από τις άλλες τράπεζες της ευρωζώνης και αυτό είναι εμφανές στο πλεονάζον κεφάλαιο, την υπερβάλλουσα ρευστότητα, την ισχυρή κερδοφορία, τους πολύ επαρκείς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και το ισχυρό momentum σε θέματα πιστωτικής επέκτασης» καταλήγει η ίδια πηγή.
Σημειώνεται ότι ο στόχος για ταχύτερη φέτος ολοκλήρωση των σχετικών συζητήσεων με τον SSM, η σύμφωνη γνώμη του οποίου είναι απαραίτητη, θα επιτρέψει στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα να πραγματοποιήσουν τις γενικές συνελεύσεις για τη λήψη των τελικών αποφάσεων πριν το καλοκαίρι, για να ακολουθήσει αμέσως μετά η εκκίνηση της διαδικασίας επιβράβευσης των μετόχων.
Θα συγχρονιστούν με αυτόν τον τρόπο με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο και σε αυτόν τον τομέα, σηματοδοτώντας εκ νέου την επιστροφή τους σε πλήρη κανονικότητα.
Ο αναβαλλόμενος φόρος
Το τελευταίο βήμα προς την κατεύθυνση της πλήρους σύγκλησης των ελληνικών τραπεζών με την Ευρώπη, θα είναι η μείωση της συμμετοχής του αναβαλλόμενου φόρου στα κεφάλαιά τους, η οποία αυτήν την στιγμή είναι η υψηλότερη σε όλη την Ευρώπη.
Πρόκειται για απότοκο της κρίσης και του κουρέματος του δημόσιου χρέους την περασμένη δεκαετία, το οποίο όμως επιδρά αρνητικά στην ποιότητα των δεικτών κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Η συγκεκριμένη παράμετρος προβληματίζει, όχι μόνο την Φρανκφούρτη, αλλά τους οίκους αξιολόγησης, ενώ αποτελεί εμπόδιο για την πλήρη απελευθέρωση της μερισματικής πολιτικής και για την ταχεία αναβάθμιση του αξιόχρεου των εγχώριων ομίλων.
Όπως έχει συμφωνηθεί με τον SSM η απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου θα γίνει ταχύτερα σε σύγκριση με τον αρχικό προγραμματισμό.
Συγκεκριμένα, αντί του 2041 τα σχέδια που παρουσίασαν στα τέλη του 2024 οι τράπεζες, προβλέπουν μηδενισμό του στο πρώτο μισό της επόμενης δεκαετίας.
Ήδη όμως από το 2028 – 2029 εκτιμάται πως θα έχει υποχωρήσει σε ποσοστά που δεν θα δημιουργεί προβληματισμό.
Υπενθυμίζεται ότι στο τέλος του περασμένου Ιουνίου το σύνολο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ανέρχονταν σε 12,5 δισ. ευρώ.